Τα ίδια επανέλαβε στη συνέντευξή του στη Real News της περασμένης Κυριακής, τα ίδια επαναλαμβάνουν, σε διάφορες παραλλαγές, τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στις προεκλογικές εμφανίσεις τους. Επιζητώντας την υποστήριξη των ιμπεριαλιστών δανειστών, την οποία απέσπασε αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες δεσμεύσεις, κυρίως στα μυστικά διαβούλια που είχε μαζί τους, ο Τσίπρας διαβεβαιώνει ότι θα είναι συνεπής στο Μνημόνιο που υπέγραψε, ταυτόχρονα όμως χτίζει τον προεκλογικό μύθο της «συνεχούς διαπραγμάτευσης»:
«Θα είμαστε συνεπείς στις δεσμεύσεις μας, παρά το γεγονός ότι είναι σε όλους γνωστές οι διαφωνίες και ο αγώνας μας. Για μας το μνημόνιο δεν είναι οι δέκα εντολές. Αφήνει αρκετά περιθώρια για διαπραγμάτευση, για αντισταθμιστικά μέτρα, για δικαιότερη κατανομή των βαρών. Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα που έμειναν ανοιχτά με τη δική μας πάλη και επιμονή. Παραδείγματος χάρη το εργασιακό καθεστώς. Οι επικουρικές συντάξεις. Η φορολόγηση των αγροτών. Τα κόκκινα δάνεια. Και αρκετά άλλα» (συνέντευξη στη Real News).
Στην ομιλία του στη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ είχε το θράσος να πει ότι το «όχι» του δημοψηφίσματος, το οποίο δεν χαρίζει στους Λαφαζανικούς, καταγράφεται και στη συμφωνία με τους δανειστές (!), στην οποία άφησε «ένα βαθύ αποτύπωμα», αφήνοντας ανοιχτά μια σειρά ζητήματα, τα οποία θα χρειαστούν περαιτέρω διαπραγμάτευση, και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που «θα εμπιστευτεί ο ελληνικός λαός να διαπραγματευτεί αυτά τα μεγάλα ζητήματα»! Τα ανέφερε, μάλιστα, αυτά τα προς διαπραγμάτευση ζητήματα: χρέος, συντάξεις, φορολογία των αγροτών, εργασιακό καθεστώς.
Οποιος έχει μελετήσει στοιχειωδώς τα δυο προηγούμενα Μνημόνια ή έχει σκεφτεί τη χρονική αλληλουχία των αντιλαϊκών και αντεργατικών «πακέτων», μπορεί να καταλάβει χωρίς δυσκολία πως το Μνημόνιο-3 δε διαφέρει σε τίποτα από τα δύο προηγούμενα. Το Μνημόνιο είναι ένας «οδικός χάρτης», που περιλαμβάνει «σταθμούς», οι οποίοι συμπίπτουν με τις τριμηνιαίες επιθεωρήσεις (αξιολογήσεις, όπως ονομάζονται στη μνημονιακή γλώσσα) της τρόικας (που έχει γίνει κουαρτέτο). Ολες οι μέχρι τα τώρα μνημονιακές κυβερνήσεις προσπάθησαν να «παίξουν καθυστέρηση» στα πιο επαχθή μέτρα. Πολλές φορές η διαπραγμάτευση για να κλείσει μια αξιολόγηση τράβηξε καιρό. Η τέταρτη αξιολόγηση ξεπέρασε το εφτάμηνο, ενώ την πέμπτη δεν την έκλεισε ποτέ η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και την έκλεισε η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, με τους δύο νόμους που αναγκάστηκε να ψηφίσει για να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για το Μνημόνιο-3. Ποτέ, όμως, μέχρι τώρα δεν υπήρξε εκτροχιασμός από τον «οδικό χάρτη». Η πορεία συνεχίζεται, πότε πιο γρήγορα και πότε πιο αργά.
Επομένως, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ξανασχηματίσει συγκυβέρνηση με μικρότερα κόμματα (πολύ περισσότερο αν υπάρξει «μεγάλος συνασπισμός» ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ), δεν πρόκειται να γίνει τίποτα το διαφορετικό απ’ αυτό που γίνεται από το Μάη του 2010, δεν πρόκειται να υπάρξει παρέκκλιση από τον οδικό χάρτη. Τα παραμύθια περί «κατάργησης του Μνημονίου και των εφαρμοστικών του νόμων, με ένα νόμο, σε ένα άρθρο» έλαβαν τέλος τις πρωινές ώρες της 13ης Ιούλη, όταν ο Τσίπρας υπέγραψε τη συμφωνία στην Ευρωσύνοδο. Εκτοτε, ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη συνδρομή της ΝΔ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ, ψήφισε τρία πολυνομοσχέδια και το Μνημόνιο, που προβλέπει ότι δεν πρόκειται να καταργηθεί κανένας εφαρμοστικός νόμος των προηγούμενων Μνημονίων και ότι ο «οδικός χάρτης» επεκτείνεται, με μια σειρά σταθμούς. Θα πρέπει να είναι εξαιρετικά αφελής κανείς για να πιστέψει ότι τα επόμενα τρία χρόνια θα γίνει τίποτα το διαφορετικό απ’ αυτό που έγινε από τις 12 Ιούλη μέχρι τις 14 Αυγούστου. Η βαρβαρότητα των μέτρων που ήδη ψηφίστηκαν με τα τρία πολυνομοσχέδια του ΣΥΡΙΖΑ προδιαγράφει το περιεχόμενο των μέτρων που θ’ ακολουθήσουν.
Τότε πώς ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε εκλογές θέτοντας ως «διακύβευμα» το ότι αυτός μπορεί να εφαρμόσει πιο ανώδυνα και πιο δίκαια το Μνημόνιο-3; Η εύκολη (και όχι λαθεμένη) απάντηση είναι ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Αργότερα τα πράγματα θα ήταν χειρότερα, αφού τον Οκτώβρη θα πρέπει να ψηφιστεί ένα ακόμη εφιαλτικό μνημονιακό πακέτο, που θα περιλαμβάνει και το Ασφαλιστικό. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν η «σιγουριά» με την οποία προκήρυξε εκλογές ο Τσίπρας (τα γκάλοπ έδιναν ακόμη και μετά τη συμφωνία διαφορές ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ της τάξης του 20%) θα μετατραπεί σε «ζαριά», όμως πέρα από την πρώτη ανάγνωση υπάρχει κάτι βαθύτερο, στο οποίο ποντάρουν ο Τσίπρας και η παρέα του.
Είναι η λογική του μικρότερου κακού, που έρχεται ως απότοκο της ηττοπάθειας που έχει επικρατήσει. Κι αυτό, πάνω στην εδραιωμένη βάση του «κοινοβουλευτικού κρετινισμού». Για ευρύτατα λαϊκά στρώματα η ψήφος εξακολουθεί να έχει αξία, στους μαζικούς αγώνες δεν υπάρχει καμιά εμπιστοσύνη και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάρει την πρωτιά, ως το μικρότερο κακό μεταξύ όλων των αστικών κομμάτων εξουσίας.
Πέρα απ’ αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ως ψηφοφόροι και το πολύ να συμμετάσχουν σε καμιά απεργία, όταν κρίνουν ότι κάτι μπορεί να βγει απ’ αυτή, στη λογική αυτή κινείται και κόσμος που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός. Ακούς πράγματα «τρελά» από πρώτη άποψη: δεν συμφωνώ ιδεολογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, αισθάνομαι πιο κοντά σ’ αυτά που λέει ο Λαφαζάνης, όμως θα ψηφίσω τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί εξασφαλίζει το μικρότερο κακό σε επίπεδο εξουσίας! Ακόμη και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει κόσμος που δεν έχει περάσει στην κατηγορία των καθαρμάτων ή των λαμόγιων και αυθυποβάλλεται πολιτικά με την ιδέα του μικρότερου κακού.
Στην πολιτική, βέβαια, τα πράγματα δεν πρέπει να προσεγγίζονται ηθικολογικά. Γι’ αυτό και πρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτή τη στάση, ακόμη και όταν προέρχεται από ηθικά ακέραιους ανθρώπους, ως στάση παραίτησης. Παραίτησης από την ταξική πάλη, παραίτησης από την ελπίδα, υποταγής σε μια πραγματικότητα την οποία διαμορφώνει ο ταξικός αντίπαλος. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους τους «ακροαριστερούς» που σπεύδουν να συσπειρωθούν γύρω από το λαφαζανικό μόρφωμα, θεωρώντας ότι έτσι θα χτιστεί ο «καλός» ΣΥΡΙΖΑ.
Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι πολιτικές συμπεριφορές αρχίζουν και τελειώνουν στο έδαφος της κοινοβουλευτικής δράσης. Είτε πρόκειται για παραίτηση από κάθε αυτόνομη δράση και επιλογή, διά της ψήφου, αυτού που φαίνεται ως το μικρότερο κακό είτε πρόκειται για ενεργό συμμετοχή στο χτίσιμο ενός νέου «αριστερούτσικου» πολιτικού μορφώματος, ο πυρήνας είναι ο ίδιος. Ο κοινοβουλευτικός αγώνας αναδεικνύεται σε ανώτατη μορφή αγώνα. Μπορεί κάποιοι να σκίζουν τα ρούχα τους όταν ακούν αυτή την κριτική, μπορείς να τους ακούσεις να φλυαρούν για «εργαλείο προσέγγισης των μαζών», στην πραγματικότητα όμως όλη η δράση τους περιστρέφεται γύρω από την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής έκφρασης του φορέα στον οποίο συμμετέχουν.
Συχνά, οι φορείς αυτής της ηττοπάθειας επικαλούνται τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση, το «κάθισμα» του μαζικού κινήματος, για να δικαιολογήσουν τη δική τους επιλογή. Πώς όμως συνδράμουν στην αλλαγή της κοινωνικής κατάστασης, όταν βοηθούν αστικές πολιτικές δυνάμεις να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση και να καθήσουν πιο καλά στο σβέρκο του λαού; Οποιος διαπιστώνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει τη μνημονιακή πολιτική, ενώ δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη σε Λαφαζανικούς και σία, οφείλει αυτό να το δείξει και με την εκλογική συμπεριφορά του. Να το δείξει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Ακόμα κι αν δεν έχει το κουράγιο για κάτι περισσότερο, οφείλει να σταθεί συνεπής ενώπιον της κάλπης, απέχοντας απ’ αυτό το στημένο παιχνίδι και βοηθώντας μ’ αυτή τη συμπεριφορά του να σταλεί ένα όσο γίνεται πιο ηχηρό μήνυμα. Αλλιώς, θα γίνει συνυπεύθυνος σε όσα θ’ ακολουθήσουν μετά τις εκλογές.
Πέτρος Γιώτης