Φούντωσε πάλι η φιλολογία για νέες ανατροπές στο ασφαλιστικό σύστημα. Οχι άδικα, βέβαια, αφού το θέμα βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο συγκυβέρνησης-τρόικας, καθώς το ασφαλιστικό σύστημα είναι χρεοκοπημένο και παραπαίον και μόνο με διαρκείς ανατροπές σε βάρος των ασφαλισμένων μπορούν να το κάνουν τυπικά βιώσιμο.
Το δυστύχημα είναι ότι οι εργαζόμενοι, για λόγους που έχουν επαρκώς εξηγηθεί από τις στήλες της «Κ», αντιμετωπίζουν τις αντιασφαλιστικές ανατροπές όχι ως τάξη που δίνει συλλογικό αγώνα για να υπερασπίσει ένα βασικό πυλώνα της «κατάστασής» της μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά ως άτομα που είτε κοιτάζουν αν και πώς θα γλιτώσουν τα χειρότερα (οι παλιότερες γενιές) είτε αδιαφορούν, γιατί το ασφαλιστικό σύστημα τούς είναι εντελώς ξένο (οι νεότερες γενιές που παραδέρνουν μεταξύ ανεργίας, υποαπασχόλησης, ανασφάλιστης εργασίας και ασφάλισης με ελάχιστα ένσημα).
Τα σενάρια που κυκλοφορούν, διοχετευόμενα πάντοτε από το υπουργείο Εργασίας, και μιλούν για συγχωνεύσεις όλων των Ταμείων των μισθωτών στο ΙΚΑ, κάθε άλλο παρά αβάσιμα είναι. Αυτά τα σενάρια, όμως, αφορούν την τεχνική πλευρά της αντιασφαλιστικής ανατροπής και όχι την ουσία της. Η ουσία είναι πως μια σαρωτική αντιασφαλιστική ανατροπή έρχεται με την ακρίβεια φυσικού φαινόμενου. Για το σύστημα είναι αναπόφευκτη. Το αν θα γίνει αναπόφευκτη και για τους εργαζόμενους εξαρτάται από τους ίδιους και την ταξική τους αντίσταση.
Για να μην μπλεκόμαστε, λοιπόν, στις τεχνικές πλευρές, με τις οποίες συσκοτίζεται η πραγματικότητα, πρέπει να πάμε στον πυρήνα του προβλήματος, να τον κατανοήσουμε και βάσει αυτής της κατανόησης να καθορίσουμε τη στάση μας. Η εποχή που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έφτιαχνε τάχαμου επιστημονικές αναλογιστικές μελέτες, για να δείξει πως η κοινωνική ασφάλιση είναι βιώσιμη (με λίγες ανατροπές σε βάρος των εργαζόμενων, πάντοτε), έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η κρίση διέλυσε όλες αυτές τις μεσοβέζικες λύσεις και θέτει μπροστά στους εργαζόμενους το αμείλικτο ερώτημα: θέλετε ή όχι κοινωνική ασφάλιση; Αν θέλετε, τότε μόνο μια λύση έχετε: να εγκαταλείψετε κάθε τεχνοκρατική προσέγγιση και να διεκδικήσετε –γιατί είναι ταξικό σας δικαίωμα, ως αποκλειστικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου– πλήρη ασφάλιση για όλους και πλήρη χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το κράτος τους. Αν αυτό σας φαίνεται «μαξιμαλιστικό», όπως λένε τα παπαγαλάκια του συστήματος και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, δεν έχετε παρά να υποταχθείτε στον αντιασφαλιστικό ρεαλισμό, που θα «τελειώσει» την κοινωνική ασφάλιση.
Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, η κοινωνική ασφάλιση ιδρύθηκε πάνω σε μια σκληρή ανταποδοτική βάση. Τα Ταμεία θα συγκέντρωναν πόρους, με βάση την αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης (εργαζόμενοι-καπιταλιστές-κράτος), και με αυτούς τους πόρους θα δημιουργούσαν αποθέματα, προκειμένου να πληρώσουν τις συντάξεις όσων πληρούσαν τις προϋποθέσεις να πάρουν σύνταξη. Οι εργαζόμενοι ποτέ δεν διοίκησαν τα Ταμεία, για να έχουν οποιαδήποτε ευθύνη. Τα διοικούσε πάντοτε (ακόμη και σήμερα) το κράτος, το οποίο κουρέλιασε τις αρχές της ανταποδοτικότητας που το ίδιο είχε θεσπίσει, σε βάρος των ασφαλισμένων και των Ταμείων.
Για πάνω από τρεις δεκαετίες, το κράτος δεν είχε την παραμικρή συνεισφορά στις ασφαλιστικές εισφορές, μολονότι προβλεπόταν συνεισφορά του, ενώ η διεθνής πρακτική έλεγε 2/9 ο εργαζόμενος, 4/9 ο καπιταλιστής, 3/9 το κράτος. Οχι μόνο δεν έβαζε λεφτά στην Ασφάλιση το κράτος, αλλά αντίθετα φόρτωνε στα Ταμεία τμήμα της κοινωνικής του πολιτικής (ανασφάλιστοι ομογενείς, συνταξιούχοι επαγγελμάτων που εξαφανίστηκαν), αλλά και της φιλοκαπιταλιστικής του πολιτικής (χρέη προς τα Ταμεία καπιταλιστικών επιχειρήσεων που τις χρεοκοπούσαν οι ιδιοκτήτες τους και τις παρατούσαν στα χέρια του κράτους). Δεν έφταναν, όμως, μόνον αυτά: το κράτος άρπαξε τα αποθεματικά των Ταμείων (ιδίως του ΙΚΑ), που σχηματίζονταν την περίοδο που τα Ταμεία μάζευαν εισφορές αλλά δεν πλήρωναν ακόμη συντάξεις (δηλαδή την περίοδο που θα έπρεπε να γίνει η μεγάλη αποθεματοποίηση), και τα μετέτρεψε σε «αναπτυξιακό» κεφάλαιο, δηλαδή σε δανεικά κι αγύριστα προς τους καπιταλιστές.
Παράλληλα, ο άλλος πόλος της τριμερούς χρηματοδότησης, οι καπιταλιστές, πέρα από τη χρήση μαύρης-αδήλωτης εργασίας, μετέτρεψε σε αγαπημένο σπορ και την εισφοροκλοπή. Παρακρατούσε από τους εργαζόμενους τις ασφαλιστικές τους εισφορές, αλλά αντί να τις αποδίδει στα Ταμεία, είτε τις μετέτρεπε σε κεφάλαιο που επένδυε στις επιχειρήσεις είτε τις χρησιμοποιούσε για την προκλητική παρασιτική του κατανάλωση. Οταν αυτές οι κλεμμένες ασφαλιστικές εισφορές συσσωρεύονταν ως χρέη των καπιταλιστών προς τα Ταμεία (αναφερόμαστε στο ΙΚΑ και τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης των εργατών), το κράτος έκανε χαριστικές (υπέρ των εισφοροκλεπτών καπιταλιστών) ρυθμίσεις, που η καθεμιά ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Πρέπει να σημειωθεί, ότι και οι περιβόητες εργοδοτικές εισφορές είναι στην πραγματικότητα εργατικές εισφορές. Οι εργάτες παράγουν και ένα ελάχιστο μέρος της υπεραξίας που τους αρπάζουν οι καπιταλιστές συμφωνήθηκε να αποδίδεται στην Κοινωνική Ασφάλιση.
Με λίγα λόγια, η περιβόητη τριμερής χρηματοδότηση ήταν μονομερής χρηματοδότηση. Οι εργάτες πλήρωναν υποχρεωτικά τις εισφορές τους, ενώ κράτος και καπιταλιστές όχι μόνο δεν πλήρωναν ή πλήρωναν εν μέρει τις δικές τους υποχρεώσεις, αλλά άρπαζαν και τα αποθεματικά που σχηματίζονταν τις δεκαετίες της υψηλής αποθεματοποίησης. Eτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, η Κοινωνική Ασφάλιση (το ΙΚΑ και τα επικουρικά του κυρίως) μπήκε σε μια κρίση, από την οποία δεν ξαναβγήκε.
Αυτή η κρίση αντιμετωπίστηκε με συνεχείς αντιασφαλιστικές ανατροπές. Από το 1990, που ψηφίστηκε ο πρώτος αντιασφαλιστικός νόμος, έχουμε συνεχείς ανατροπές σε βάρος των ασφαλισμένων, συνταξιούχων και εργαζόμενων. Αν «σουμάρουμε» όλες αυτές τις ανατροπές, θα δούμε ότι συνοψίζονται σε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (από τα υψηλότερα έως τα χαμηλότερα) και σε μείωση των συντάξεων. Παράλληλα, με την τακτική των συγχωνεύσεων των Ταμείων, επιχειρήθηκε μια ανάμιξη των αποθεματικών, ώστε να δημιουργηθούν μερικοί μεγάλοι «κουμπαράδες» και τα Ταμεία που είχαν ακόμη αποθεματικά να τσοντάρουν σε εκείνα που δεν είχαν, με το κράτος –που υποτίθεται ότι εγγυάται τις συντάξεις– να εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται ούτε στα 3/9 των ασφαλιστικών εισφορών, που υποτίθεται ότι ανέλαβε ως υποχρέωση στις αρχές της δεκαετίας του ‘90.
Οι τελευταίοι σαρωτικοί αντιασφαλιστικοί νόμοι είναι αυτοί του Λοβέρδου (ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας) και του Παπακωνσταντίνου (δημόσιος καπιταλιστικός τομέας), που ψηφίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με το πρώτο Μνημόνιο, το 2010. Ολοκληρώθηκε έτσι ένας εικοσαετής κύκλος διαδοχικών αντιασφαλιστικών ανατροπών.
Παρά τη σαρωτικότητά τους και τον αποκρουστικό τους χαρακτήρα, για όποιον γνωρίζει στοιχειωδώς το ασφαλιστικό σύστημα ήταν προφανές ότι αυτοί οι αντιασφαλιστικοί νόμοι δεν ήταν η τελική λύση, αλλά μπαλώματα της συγκυρίας ή, αν θέλετε, γέφυρα προς μια νέα σαρωτική ανατροπή. Το είχαμε επισημάνει ήδη από τότε.
Η κρίση άλλαξε ριζικά και τα δεδομένα της Κοινωνικής Ασφάλισης. Αυτό θα συνέβαινε ακόμη και αν δεν γινόταν η νέα μεγάλη ληστεία των αποθεματικών με το περιβόητο PSI. Ο βασικός λόγος είναι πως μειώθηκαν δραματικά όλα τα έσοδα της Ασφάλισης. Η ανεργία εκτινάχτηκε στα ύψη, επομένως μπαίνουν δραματικά λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές στα Ταμεία. Εκτός από την ανεργία, εκτινάχτηκε και η υποαπασχόληση (η οποία στατιστικά μετριέται σαν απασχόληση), η οποία επίσης μειώνει τις ασφαλιστικές εισφορές. Η μαύρη-ανασφάλιστη εργασία οργιάζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά στον τελευταίο μισό αιώνα, καθώς οι καπιταλιστές βρίσκονται σε θέση κυριαρχίας και οι εργάτες αναγκάζονται να υποταχθούν προκειμένου να πάρουν έστω και ένα ψευτομεροκάματο. Εκτινάχτηκε, όμως, με εκρηκτικό τρόπο και η εισφοροκλοπή, καθώς οι καπιταλιστές, μικροί και μεγάλοι, στριμωγμένοι από ρευστότητα, καθώς έκλεισαν οι κάννουλες των τραπεζών, δεν πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές που εισπράττουν. (Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν και τα Ταμεία των ελευθεροεπαγγελματιών, εμπόρων και μικροβιοτεχνών, που προσπαθούν να σωθούν από την καταστροφή ή έχουν ήδη καταστραφεί και, φυσικά, δεν πληρώνουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές). Τέλος, το κράτος, ακολουθώντας τη σκληρή δημοσιονομική λιτότητα των Μνημονίων, δεν πληρώνει τις δικές του υποχρεώσεις.
Πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά αφελής για να παραβλέψει αυτή την πραγματικότητα, που μπορεί να τη συνειδητοποιήσει ακόμη και εμπειρικά, χωρίς καμιά πρόσβαση στους ισολογισμούς των Ταμείων, και να πιστέψει τις διαβεβαιώσεις του Βρούτση, ότι οι συντάξεις δεν κινδυνεύουν. Αλλωστε, τα εφάπαξ και οι επικουρικές συντάξεις δέχονται απανωτά πετσοκόμματα την τελευταία τριετία, με το επιχείρημα ότι ήταν «πλουσιοπάροχα» και δεν ανταποκρίνονταν στις εισφορές. Απλώς, ο τομέας των κύριων συντάξεων αφέθηκε για το τέλος.
Η τρόικα, με τη μεθοδικότητα του τεχνοκράτη που βλέπει μόνο αριθμούς, έχει θέσει από καιρό το θέμα και στην τωρινή, προπαρασκευαστική της επίσκεψη συζήτησε με τον Βρούτση, ενώ τα λεγόμενα τεχνικά κλιμάκιά της είχαν σύσκεψη με τον γενικό γραμματέα κοινωνικής ασφάλισης και τους διοικητές των ασφαλιστικών ταμείων. Εκείνο που περιμένουν τώρα είναι η ολοκλήρωση των περιβόητων αναλογιστικών μελετών, οι οποίες θα πιστοποιήσουν το πρόβλημα και θα πυροδοτήσουν τις διαδικασίες για την «τελική λύση», η οποία θα περιλαμβάνει το γνωστό «μενού»: αύξηση ορίων ηλικίας (όσων είναι μικρότερα από τα 67) και κυρίως πετσόκομμα των κύριων συντάξεων, γιατί με το σχήμα των νόμων Λοβέρδου και Παπακωνσταντίνου θα πρέπει να περάσουν κάμποσα χρόνια για ν’ αρχίσει ν’ αποδίδει η περικοπή των κύριων συντάξεων. Και ενοποιήσεις όλων των Ταμείων των μισθωτών σε ένα, φυσικά, βάσει της μελέτης που έχει ανατεθεί στο ΚΕΠΕ. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που γράφονται στη σύμβαση που υπέγραψε το υπουργείο Εργασίας με το ΚΕΠΕ. Γίνεται επίκληση της «κρίσιμης δημοσιονομικής φάσης που βρίσκεται η χώρα» και τίθεται ως στόχος «η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος (…) διασφαλίζοντας τα τρέχοντα επίπεδα συνταξιοδοτικών αποδοχών». Στο ΚΕΠΕ ανατέθηκε μια μελέτη για συγχώνευση Ταμείων, οπότε υπάρχει η άνεση να τεθεί ως «στόχος» η «διασφάλιση των τρεχόντων επιπέδων συνταξιοδοτικών αποδοχών». Οι αναλογιστικές μελέτες είναι αυτές που θα δείξουν ότι αυτή η «διασφάλιση» είναι ανέφικτη, γιατί η αναλογιστική ισορροπία εργαζόμενων προς συνταξιούχους έχει διαταραχθεί (αυτό πλέον ισχύει και για το δημόσιο, όπου όχι μόνο δεν γίνονται προσλήψεις, αλλά γίνονται και απολύσεις), ενώ τα αποθεματικά έχουν εξανεμιστεί.
Αν υπάρχει ένα ερώτημα, αυτό δεν αφορά το «θα γίνει ή όχι νέα σαρωτική αντιασφαλιστική ανατροπή», αλλά πώς πρέπει να την υποδεχτεί η εργατική τάξη. Μιλώντας γενικά, δυο τακτικές υπάρχουν. Η μία είναι η χιλιοδοκιμασμένη που οδηγεί από ήττα σε ήττα: η ενασχόληση με το «αν με πιάνει ο νόμος» και η εναπόθεση στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να παζαρέψει με την κυβέρνηση τη «λείανση» κάποιων επιμέρους πλευρών της αντιασφαλιστικής επίθεσης (κυρίως μεταβατικών διατάξεων για εργαζόμενους που βρίσκονται κοντά στη σύνταξη). Η άλλη τακτική είναι αυτή της διατύπωσης του κεντρικού ταξικού αιτήματος που και παραπάνω παραθέσαμε: πλήρης ασφάλιση και πλήρης χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το κράτος τους. Λέμε, δηλαδή, πως οι εργάτες δεν πρέπει να εμφανιστούν σαν τρεμάμενοι ψιλικατζήδες, αλλά σαν μια τάξη που διεκδικεί το ελάχιστο απ’ αυτά που της ανήκουν (γιατί ελάχιστο είναι η κοινωνική ασφάλιση μέσα στον καπιταλισμό).
Ακούμε ήδη τις ενστάσεις για το ανέφικτο της μάχης για ένα τέτοιο αίτημα. Μήπως οι μάχες της τελευταίας 25ετίας για «βελτιώσεις» στα διάφορα αντιασφαλιστικά νομοθετήματα απέδωσαν τίποτα; Δεν πετσοκόβονται διαρκώς τα ασφαλιστικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν από τις παλαιότερες γενιές εργατών; Βοήθησε σε τίποτα ο «ρεαλισμός» και τα παζάρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας;Τι έμεινε ως παρακαταθήκη; Εμεινε η λογική του κακομοίρη ψιλικατζή και μια νέα γενιά εργατών και εργαζόμενων χωρίς ασφαλιστική συνείδηση, γιατί θεωρεί πως δεν πρόκειται ποτέ να πάρει σύνταξη! Η δημιουργία ασφαλιστικής συνείδησης στις νέες γενιές εργατών και εργαζόμενων είναι σήμερα καθήκον εκ των ων ουκ άνευ. Και ασφαλιστική συνείδηση δε δημιουργείται χωρίς την παρακαταθήκη ενός κεντρικού ταξικού ασφαλιστικού αιτήματος, που θα «φωτίζει» κάθε επιμέρους αγώνα.
Πέτρος Γιώτης