Ας προσπαθήσουμε να απλοποιήσουμε κάπως τα πράγματα, για να κατανοήσουμε το μηχανισμό της κρίσης που κλυδωνίζει εδώ και ένα χρόνο τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ενώ το τελευταίο τετράμηνο έχει πάρει διαστάσεις χιονοστοιβάδας. Η απλοποίηση, βέβαια, εμπεριέχει πάντοτε κινδύνους, από την άλλη όμως πρέπει να κάνουμε αφαιρέσεις για να διεισδύσουμε στην ουσία των οικονομικών φαινομένων.
Αν θέλουμε να ορίσουμε συνοπτικά την έννοια της κρίσης, όπως ορίζεται στη μαρξιστική πολιτική οικονομία (διότι η αστική πολιτική οικονομία δεν δέχεται καν τον όρο κρίση), θα πούμε ότι κρίση είναι η διακοπή της ομαλής λειτουργίας της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφάλαιου. Τι είναι η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφάλαιου; Είναι η επανεπένδυση ενός τμήματος της υπεραξίας (η οποία στη σφαίρα της κυκλοφορίας πραγματοποιείται και μετατρέπεται σε κέρδος), που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της μάζας του κεφάλαιου και τη διεύρυνση της παραγωγής. Δηλαδή, οι καπιταλιστές των διάφορων σφαιρών της καπιταλιστικής οικονομίας, που μοιράζονται την υπεραξία (βιομήχανοι, έμποροι, τραπεζίτες, γαιοκτήμονες), δεν καταναλώνουν ολόκληρο το κέρδος, αλλά ένα τμήμα του το επανεπενδύουν, δηλαδή το μετατρέπουν σε κεφάλαιο, αυξάνοντας έτσι τη μάζα του συνολικού κεφάλαιου, προκειμένου να αυξήσουν τη μάζα της υπεραξίας που απομυζούν.
Και γιατί διακόπτεται η ομαλή λειτουργία της διευρυμένης αναπαραγωγής; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να πάμε στη θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλισμού: η παραγωγή είναι κοινωνικοποιημένη, όμως η ιδιοποίηση του προϊόντος της είναι ατομική. Η καπιταλιστική παραγωγή διαρθρώνεται σε παγκοινωνικό επίπεδο. Ο καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας απλώνεται πλέον σε πλανητικό επίπεδο. Ομως, αυτή η διάρθρωση της παραγωγής δεν είναι ούτε αναλογική ούτε σχεδιασμένη. Σφραγίζεται από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ξεχωριστές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Εναν ανταγωνισμό που δεν εξαλείφεται ούτε με τη δημιουργία των μονοπωλίων, αλλά αντίθετα παίρνει πιο άγρια μορφή. Οι ξεχωριστές καπιταλιστικές μονάδες (πλέον μιλάμε για γιγάντια μονοπώλια με παγκόσμια διάσταση) δεν παράγουν για την κοινωνία αλλά για την αγορά. Μοναδικός σκοπός και κίνητρο της παραγωγής τους είναι το κέρδος. Κυνηγούν δε το κέρδος σε μια αγορά που είναι άγνωστη, ακόμα και για τα μονοπώλια που στη λειτουργία τους περιλαμβάνουν το σχεδιασμό. Το κυνήγι του κέρδους, όμως, οδηγεί σε συνεχή διεύρυνση της παραγωγικής βάσης με τρόπο άναρχο και κριτήριο την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, το οποίο εξασφαλίζει το μέγιστο κέρδος. Ετσι, κάποια στιγμή, αυτή η συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγή σκοντάφτει στη στενή καταναλωτική βάση (η οποία στενεύει εξαιρετικά, επειδή η επιδίωξη για αύξηση της εκμετάλλευσης οδηγεί σε φαινόμενα σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των εργαζόμενων). Τότε αρχίζει μια εποχή κρίσης. Οι πωλήσεις αρχίζουν να πέφτουν. Επιχειρήσεις αδυνατούν να εξοφλήσουν δάνεια προς τράπεζες. Στην αγορά επικρατεί ασφυξία, επιχειρήσεις αρχίζουν να κλείνουν, εργάτες να πετιούνται μαζικά στο δρόμο.
Εχουμε, δηλαδή, καταστροφή κεφάλαιου και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο εργαζόμενος άνθρωπος, που αποτελεί τη βασικότερη παραγωγική δύναμη.Παλαιότερα, στην εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, σε περιόδους κρίσης έπεφταν οι τιμές. Πλέον, με την κυριαρχία των μονοπωλίων και τον καθορισμό μονοπωλιακών τιμών, οι τιμές δεν πέφτουν ή πέφτουν λίγο. Ετσι, έχουμε την εμφάνιση ενός φαινομένου που η αστική πολιτική οικονομία έχει ονομάσει στασιμοπληθωρισμό. Συνυπάρχουν πτώση της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας και ταυτόχρονα άνοδος των τιμών. Ο στασιμοπληθωρισμός εκφράζει την κρίση και τη διαχείρισή της με τρόπο ώστε η κερδοφορία να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με τη μεταφορά των συνεπειών σε ολόκληρη την κοινωνία.
Οι ιδεολόγοι του καπιταλισμού εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι η σημερινή κρίση εμφανίζεται με ιδιαίτερη δριμύτητα στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Αυτό, όμως, είναι ένα φαινόμενο που έχει στη βάση του μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφάλαιου. Θυμίζουμε και πάλι τις απαρχές της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ηταν η αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Οπως επαρκέστατα έχει αναλυθεί σε άρθρα του Κώστα Βάρλα στην «Κ», χτίστηκε μια ολόκληρη αλυσίδα χρηματοπιστωτικών πράξεων πάνω σε δυο προϋποθέσεις: πρώτο, ότι οι δανειολήπτες θα μπορούσαν να αποπληρώνουν κανονικά τα δάνειά τους και δεύτερο, ότι οι τιμές των ακινήτων θα συνέχιζαν να αυξάνονται, λόγω αύξησης της ζήτησης για κατοικία. Τι συνέβη, όμως; Οι δανειολήπτες μαζικά δε μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες (αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα του στενέματος της καταναλωτικής ικανότητας των εργαζόμενων), η προσφορά ακινήτων αυξήθηκε κατακόρυφα καθώς σ’ αυτά προστέθηκαν τα κατασχεμένα από τους πρώην ιδιοκτήτες-δανειολήπτες, οι τιμές δεν κατέστη δυνατό να συγκρατηθούν επί πολύ σε ψηλά επίπεδα και άρχισαν να κατρακυλούν, με αποτέλεσμα τα διάφορα «χαρτιά» που είχαν εκδοθεί ν’ αρχίσουν να καταρρέουν μαζί με την κατάρρευση των εικασιών πάνω στις οποίες είχαν στηριχτεί (ομαλή εξυπηρέτηση των δανείων από τους δανειολήπτες και συνεχής αύξηση των τιμών των ακινήτων). Οι συνέπειες ήταν αλυσιδωτές, βίαιες και καταστροφικές.
Το ίδιο παρατηρείται και στη σφαίρα της ενεργειακής αγοράς. Οι τιμές του πετρέλαιου ανέβαιναν χάρη στον χρηματιστηριακό τζόγο (δες παλιότερα σχετικά άρθρα του Κ. Βάρλα στην «Κ»), με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια χρηματοπιστωτική φούσκα (με τη μορφή της αλυσίδας και εν προκειμένω), η οποία δεν ανταποκρινόταν στα πραγματικά παραγωγικά-αξιακά δεδομένα. Η φούσκα έσκασε και ήδη ζούμε τις συνέπειές της στις αγορές. Μεγάλος όγκος των συμβολαίων έχει χάσει την τιμή τους και τείνουν να προσαρμοστούν σε τιμές που να αντανακλούν την αξία.
Εκείνο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι το κεφάλαιο που επενδύεται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα δεν είναι παραγωγικό κεφάλαιο, επομένως δε μπορεί να απομυζήσει υπεραξία. Εκείνο που κάνει είναι να παίρνει ένα κομμάτι της πραγματοποιημένης υπεραξίας, δηλαδή της υπεραξίας που μετατρέπεται σε κέρδος. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κρίση που να συγκρατείται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Εκείνο που υπάρχει είναι μια υπερσυσσώρευση κεφάλαιου που δε μπορεί να «αξιοποιηθεί» από την αγορά. Οταν η αγορά στέλνει αυτό το μήνυμα, αρχίζουν να λειτουργούν οι δυνάμεις της καταστροφής. Το κεφάλαιο που περισσεύει πρέπει κατά ένα τμήμα του να καταστραφεί και κατά ένα άλλο τμήμα του να υπαξιωθεί, ώστε η αγορά να βρει μια καινούργια ισορροπία και το παιχνίδι να ξαναρχίσει.
Οι ενέσεις ρευστότητας και η αγορά μετοχών που αποφάσισαν και υλοποιούν τα αστικά κράτη δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Από καθαρά οικονομική άποψη είναι σαν να πετάς λεφτά στη θάλασσα. Ομως, στο πλαίσιο του σημερινού παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, αυτή η αντίδραση βοηθά το μητροπολιτικό παρασιτικό κεφάλαιο να διατηρήσει τη σχετική ισχύ του έναντι του κεφάλαιου που έχει επενδυθεί παραγωγικά στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, το οποίο ήδη άρχισε να αντιμετωπίζει τη δική του κρίση, η οποία θα βαθύνει, λόγω της μείωσης της καταναλωτικής ικανότητας των πλατιών εργαζόμενων μαζών, που ρίχνει και την παραγωγική κατανάλωση.
Πέτρος Γιώτης