Ο Δεκέμβρης παραδοσιακά είνα ο μήνας του προϋπολογισμού. Ο μήνας των συζητήσεων περί τα οικονομικά. Ο μήνας της παραδοσιακής-εθιμοτυπικής 24ωρης απεργίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του επίσης παραδοσιακού-εθιμοτυπικού συλλαλητήριου στην πλατεία Συντάγματος, τη μέρα που ψηφίζεται ο προϋπολογισμός από τη Βουλή. Ο ελληνικός λαός βομβαρδίζεται με νούμερα και αριθμούς και βαρύγδουπες αναλύσεις ημιμαθών οικονομολογούντων και αμαθών πολιτικάντηδων, παρακολουθεί τους ρήτορες να χτυπιούνται παθιασμένοι στα τηλεπαράθυρα και να πυροβολούν ο ένας τον άλλο με νούμερα και πίνακες και άκρη δεν βγάζει. Πώς να βγάλει άκρη, όταν βλέπει τους ίδιους ανθρώπους να αλλάζουν αμοιβαία ρόλους ανά τετραετία, ανάλογα με τη θέση που κατέχει το κόμμα τους στο σύστημα εξουσίας (κυβέρνηση ή αντιπολίτευση); Πώς να βγάλει άκρη, όταν στην ίδια ακριβώς εναλλαγή ρόλων συμμετέχουν και οι παραθυράτοι δημοσιογράφοι που συντροφεύουν τους πολιτικούς στις τηλεμαχίες τους όλα αυτά τα χρόνια; Οι ίδιοι άνθρωποι που εκθείαζαν τους «νοικοκυρεμένους» προϋπολογισμούς της κυβερνησης Σημίτη, έχοντας στην άκρη των χειλιών τους το χαρακτηρισμό «λαϊκιστής» για όποιον δεν συμμεριζόταν τις απόψεις τους, τώρα ξιφουλκούν λάβροι κατά του «προϋπολογισμού λιτότητας» της κυβέρνησης Καραμανλή. Και εκείνοι που επί Σημίτη υπερασπιζόταν «το δίκιο των φτωχών», καταγγέλλοντας τη «λιτότητα», τώρα επιχειρηματολογούν υπέρ της «ήπιας προσαρμογής» και της ανάγκης των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Μύλος. Ο εργαζόμενος στέκεται αμήχανος μπροστά στον ορυμαγδό των αριθμών και των αναλύσεων και δεν μπορεί να βγάλει άκρη, αφού για τα ίδια δεδομένα (ο προϋπολογισμός, διάολε, είναι αποτυπωμένος στο χαρτί) ακούει επιχερηματολογίες εκ διαμέτρου αντίθετες. Ετσι, δίνει δυο μούτζες και αλλάζει κανάλι, εμπιστευόμενος μόνο την εικόνα της τσέπης του και τη σχέση της με την αγορά. Λύση αναγκαστική, αλλά και βολική για το σύστημα. Γιατί ο εργαζόμενος μένει με την άγνοια. Δεν μπορεί να κατανοήσει τί πράγμα, τέλος πάντων, είναι αυτός ο προϋπολογισμός και τί λειτουργίες επιτελεί.
Ποια είναι η θέση του στην οικονομική λειτουργία του καπιταλισμού και πώς επηρεάζει τις αμοιβαίες σχέσεις των τάξεων μέσα σ’ αυτό το σύστημα. Ο εργαζόμενος αδυνατεί να κατανοήσει την ταξική ουσία του προϋπολογισμού ως εργαλείου ταξικής εκμετάλλευσης και τον συνδέει με τη μια ή την άλλη κυβέρνηση. Γι’ αυτό και συχνά πέφτει στην παγίδα να μιλά για καλούς και κακούς προϋπολογισμούς, για καλές και κακές κυβερνήσεις, ενώ στην ταξική τους ουσία όλοι οι προϋπολογισμοί είναι ίδιοι και οι όποιες διαφορές τους αφορούν δευτερεύοντα στοιχεία, αφορούν ποσοτικές και όχι ποιοτικές διαφοροποιήσεις στο βαθμο εκμετάλλευσης, στο βαθμό αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος.
Η βασική λειτουργία που επιτελεί κάθε προϋπολογισμός είναι η αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος. Αυτή τη λειτουργία, όμως, την κρύβει, πίσω από ένα αταξικό πέπλο οικονομικής διαχείρισης του «κοινού μας σπιτιού», του κράτους.
Εθνικό εισόδημα είναι το καθαρό εισόδημα που παίρνουν από τη διαδικασία της παραγωγής και της διανομής όλα τα μέλη της κοινωνίας, όλες οι κοινωνικές τάξεις. Για τους εργαζόμενους εισόδημα είναι ο μισθός της εργασίας τους και τυχόν άλλα συμπληρωματικά εισοδήματα (π.χ. ένα ενοίκιο). Για τους καπιταλιστές εισόδημα είναι το μερίδιο των κερδών που αποκομίζουν, από τα οποία ένα τμήμα το επανεπενδύουν, διευρύνοντας έτσι την κεφαλαιακή τους ισχύ, και ένα άλλο το χρησιμοποιούν για την πολυτελή διαβίωσή τους. Δείκτες που να αποτυπώνουν το εθνικό εισόδημα, γενικά και ειδικότερα στην ταξική του διαφοροποίηση δεν υπάρχουν. Η αστική πολιτική οικονομία αναφέρεται σε ένα άλλο μέγεθος, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), το οποίο συσκοτίζει τον ταξικό διαχωρισμό και εμφανίζει την οικονομία σαν ουδέτερο μέγεθος, στο πλαίσιο του οποίου το κάθε άτομο και η κάθε τάξη παίρνει αυτό που της αναλογεί: οι καπιταλιστές παίρνουν τα κέρδη και οι εργάτες παίρνουν τους μισθούς κι αυτό είναι δίκιο και σωστό, γιατί οι μεν βάζουν το κεφάλαιο και οι δε βάζουν μόνο την εργασία. Αυτή είναι η περιβόητη θεωρία των «συντελεστών της παραγωγής», σύμφωνα με την οποία κεφάλαιο και εργασία είναι συντελεστές της παραγωγής και ο καθείς παίρνει το μερίδιο που του αναλογεί από τις νέες αξίες που δημιουργεί η παραγωγή.
Ομως, η ζωντανή εργασία είναι ο μοναδικός παράγοντας που δημιουργεί νέες αξίες. Η εργατική δύναμη είναι το μόνο εμπόρευμα που έχει τη δυνατότητα να παράγει αξία μεγαλύτερη από την αξία του. Αυτή η νέα αξία, που την καρπώνεται ο καπιταλιστής, είναι η υπεραξία και απ’ αυτή βγαίνουν τα κέρδη (μέσα από μια σύνθετη διαδικασία, η οποία ολοκληρώνεται στη φάση της διανομής των προϊόντων, στην αγορά). Η ουσία της εκμετάλλευσης παραμένει, ακόμα και σήμερα, ενάμιση αιώνα μετά την αποκάλυψή της από τον Μαρξ, ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Οι εργάτες εξακολουθούν να παλεύουν για καλύτερα μεροκάματα και όχι για κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας. Οι νεότερες γενιές, λόγω της ιστορικής συγκυρίας, πέφτουν θύματα διάφορων θεωριών (κοινωνικός εταιρισμός, συνευθύνη για το μέλλον των επιχειρήσεων κ.λπ.).
Η διανομή του εθνικού εισοδήματος δεν σταματά στη σφαίρα της παραγωγής και της διανομής των αγαθών, εκεί δηλαδή που ο εργάτης βρίσκεται αντιμέτωπος με τον καπιταλιστή εργοδότη. Ακολουθεί μια δεύτερη διανομή, μια αναδιανομή, μέσω ενός πιο σύνθετου μηχανισμού, που είναι ο κρατικός προϋπολογισμός. Ο προϋπολογισμός εισπράττει από τους πολίτες και δαπανά, συντηρώντας το κράτος και τις διάφορες λειτουργίες του. Αυτή η διαδικασία εισπράξεων και δαπανών, στο σύνολό της, είναι εξ ορισμού ταξικά προσδιορισμένη. Οπως συνήθιζαν να λένε παλιότερα, είναι μια διαδικασία που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού δεν έχει υπάρξει προϋπολογισμός που να μην είναι αναδιανεμητικός, σε βάρος των εργαζόμενων και προς όφελος της πλουτοκρατίας. Εκείνο που διαφοροποιείται από χρόνο σε χρόνο είναι ο βαθμός αναδιανομής. Σε τι βαθμό θα κλέψει τους εργαζόμενους για να μεταφέρει τα κλοπιμαία στους καπιταλιστές.
Αυτό, όμως, δεν συζητιέται. Συζητούν τις λεπτομέρειες, το ένα ή το άλλο μέγεθος του προϋπολογισμού, ποτέ, όμως, δεν συζητούν την ταξική του ουσία. Ας το ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ευθύς εξαρχής: και ο πιο προοδευτικός προϋπολογισμός αστικού κράτους είναι ταξικός, είναι αναδιανεμητικός σε βάρος των εργαζόμενων και προς όφελος της κεφαλαιοκρατικής πλουτοκρατίας και των στηριγμάτων της. Ας δούμε, λοιπόν, μερικά κομβικά στοιχεία κάθε κρατικού προϋπολογισμού:
α) Το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που αναδιανέμεται. Αναγκαστικά, οι όποιες συγκρίσεις γίνονται με βάση αναφοράς το ΑΕΠ, αφού μόνο γι’ αυτό υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Οσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του ΑΕΠ που συγκεντρώνεται στα χέρια του κράτους και αναδιανέμεται μέσω του προϋπολογισμού, τόσο πιο άδικος κοινωνικά είναι ο προϋπολογισμός, αφού η αδικία είναι αναπόσπαστο βασικό συστατικό του. Για παράδειγμα, με βάση τον κρατικό προϋπολογισμό, το 2006 θα συγκεντρωθεί στα χέρια του κράτους το 25,9% του ΑΕΠ, έναντι 25% το 2005. Μπορεί η αύξηση να φαίνεται μικρή μεταξύ 2005 και 2006, αν όμως πάμε μερικά χρόνια πίσω (διαλέγουμε στην τύχη τον προϋπολογισμό του 1996) θα δούμε ότι τα έσοδα του προϋπολογισμού ανέρχονταν στο 24,3% του ΑΕΠ. Χρόνο με το χρόνο, δηλαδή, έχουμε μια διολίσθηση προς τα πάνω. Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε ότι, ενώ το 1996 τα φορολογικά έσοδα ανέρχονταν στο 20,2% του ΑΕΠ, το 2006 θα ανέλθουν στο 23,1% του ΑΕΠ. Αυξάνεται, λοιπόν, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που αναδιανέμεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και στο εσωτερικό αυτού του αυξανόμενου μεριδίου αυξάνεται ακόμα περισσότερο το μερίδιο των φορολογικών εσόδων. Δηλαδή, οι πηγές των μη φορολογικών εσόδων δίνουν όλο και λιγότερα.
β) Η ταξική διάρθρωση της φορολογίας. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που αναδιανέμεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού δεν είναι κατ’ ανάγκη κακή εξέλιξη. Αφού οι πλούσιοι έχουν τα μεγαλύτερα εισοδήματα, τότε όσο περισσότερο εισόδημα περάσει από τα χέρια του κράτους τόσο περισσότερα θα πληρώσουν οι πλούσιοι. Αυτό είναι ένα κουτοπόνηρο ιδεολόγημα, που παραβλέπει τη σκληρά ταξική διάρθρωση της φορολογίας.
Η ταξικότητα στη διάρθρωση της φορολογίας φαίνεται καταρχάς από τη σχέση ανάμεσα στους άμεσους και τους έμμεσους φόρους. Αμεσοι φόροι είναι οι φόροι εισοδήματος και έμμεσοι φόροι είναι οι φόροι κατανάλωσης (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι καπνού, αλκοολούχων, καυσίμων, τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων κ.λπ.). Οσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των έμμεσων φόρων στο σύνολο της φορολογίας τόσο πιο άδικος κοινωνικά είναι ο προϋπολογισμός. Γιατί, βέβαια, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των έμμεσων φόρων το πληρώνει ο εργαζόμενος λαός που αποτελεί τη μεγάλη καταναλωτική μάζα. Στον προϋπολογισμό του 2006 οι έμμεσοι φόροι είναι το 57,3% του συνόλου των φορολογικών εσόδων. Το 2005(εκτιμήσεις πραγματοποιήσεων) είναι 56,69%.
Παλιότερα η σχέση ήταν ακόμα χειρότερη. Ομως, η βελτίωση της σχέσης έμμεσων/άμεσων φόρων δεν έχει να κάνει με προσπάθεια κοινωνικής εξισορρόπησης της φορολογίας, αλλά οφείλεται στην ένταση της ταξικής αδικίας στη διάρθρωση της άμεσης φορολογίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εργαζόμενοι, που αποτελούν τη μεγάλη καταναλωτική μάζα, πληρώνουν με τη μορφή της έμμεσης φορολογίας περισσότερο από το μισό των φόρων που κάθε χρόνο εισπράττει το κράτος. Πρόκειται για μια φορολογία που δεν τη συνειδητοποιούμε στην καθημερινότητά μας, γιατί «κρύβεται» μέσα στην τιμή κάθε προϊόντος ή υπηρεσίας που αγοράζουμε. Συνηθίζουμε να μιλάμε για την ακρίβεια, σχεδόν ποτέ, όμως, δεν μιλάμε για το φορολογικό χαράτσι, που πάει χέρι-χέρι με την ακρίβεια, αφού οι έμμεσοι φόροι είναι ποσοστό πάνω στην τιμή. Οσο ακριβαίνουν οι καπιταλιστές τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τόσο περισσότερο φόρο εισπράττει το κράτος. Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από την 1η Απρίλη της τρέχουσας χρονιάς αυξήθηκε κατά 1% ο ΦΠΑ σε όλα τα είδη και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης και είναι σφόδρα πιθανό (για να μην πούμε βέβαιο), ότι θα υπάρξει και νέα αύξηση μέσα στο 2006.
γ) Η ταξική διάρθρωση της φορολογίας εισοδήματος. Εδώ πάλι διαδίδονται άλλα ιδεολογήματα: οι πλούσιοι πληρώνουν περισσότερα, αφού δηλώνουν μεγαλύτερα εισοδήματα. Δυστυχώς για τους εργαζόμενους η κατάσταση είναι και εδώ το ίδιο ταξικά άδικη και χρόνο με το χρόνο γίνεται ολοένα και πιο άδικη, αφού αυτοί πληρώνουν όλο και περισσότερους άμεσους φόρους, ενώ οι καπιταλιστές όλο και λιγότερους.
Η άμεση φορολογία χωρίζεται σε δυο βασικές κατηγορίες: φορολογία φυσικών προσώπων και φορολογία νομικών προσώπων. Φυσικό πρόσωπο είναι κάθε πολίτης που φορολογείται για το εισόδημά του και νομικά πρόσωπα είναι οι εταιρίες, των οποίων φορολογούνται τα κέρδη, πριν τα διανείμουν στους ιδιοκτήτες-μετόχους τους. Τα κέρδη φορολογούνται μόνο μια φορά, στην πηγή όπως λένε. Οι καπιταλιστές αναγράφουν στη φορολογική τους δήλωση τα έσοδα από τα διανεμόμενα κέρδη (μερίσματα), αλλά δεν φορολογούνται γι’ αυτά, αφού φορολογήθηκε η εταιρία.
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο φόρο που πληρώνουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις για τα κέρδη τους και σ’ αυτόν που πληρώνουν οι πολίτες για τα εισοδήματά τους; Το 2006, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, η φορολογία κερδών θα είναι το 33,2% του συνόλου των άμεσων φόρων και η φορολογία φυσικών προσώπων το 60% (το υπόλοιπο είναι ορισμένοι φόροι ειδικών κατηγοριών, φόροι περιουσίας και φόροι παρελθόντων ετών). Το 2005 εκτιμάται ότι θα κλείσει με το φόρο κερδών στο 33,9% του συνόλου της άμεσης φορολογίας και το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων στο 58,3%. Το 2004, όμως, η σχέση ήταν διαφορετική. Οι φόροι κερδών ήταν το 35,5% του συνόλου των άμεσων φόρων και οι φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων το 58,5%.
Τις συγκρίσεις αυτές πρέπει να τις δούμε ως απόλυτα σχετικά μεγέθη, γιατί οι επιχειρήσεις συχνά εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους μικρότερα κέρδη ή και ζημιές και επομένως η φορολογία κερδών αυξομειώνεται. Εκείνο που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι πως αυτό αφορά τις επιχειρήσεις και όχι τους επιχειρηματίες που τις διοικούν. Αυτοί έχουν κάθε συμφέρον να κλέβουν τις επιχειρήσεις τους, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο κλέβουν τους μετόχους (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις διασπείρουν τις μετοχές τους μέσω του χρηματιστήριου). Οι καπιταλιστές «κόβουν» τεράστιες επιχειρηματικές αμοιβές για την πάρτη τους, τεράστιους μισθούς για μέλη των οικογενειών τους που εμφανίζονται να απασχολούνται στην επιχείρηση, ενώ σημαντικό τμήμα των προσωπικών παρασιτικών τους εξόδων τα περνούν ως έξοδα δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης της επιχείρησης (μέχρι και τα λουλούδια που πετάνε στις ντίβες των σκυλάδικων της παραλιακής). Ολα αυτά είναι εισόδημα αφορολόγητο, «άσπρο» και όχι «μαύρο», αφού η φοροδιαφυγή γίνεται απολύτως νόμιμα.
Εκεί που πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας είναι πρώτο ο συντελεστής με τον οποίο φορολογούνται τα κέρδη και δεύτερο η αύξηση που σημειώνεται χρόνο με το χρόνο στη φορολογία κερδών από τη μια και στη φορολογία φυσικών προσώπων από την άλλη.
Πριν από μερικά χρόνια, τα κέρδη φορολογούνταν με έναν ενιαίο συντελεστή 40%, που ήταν ίσος με το μεγαλύτερο συντελεστή στην κλίμακα φορολογίας φυσικών προσώπων. Το ΠΑΣΟΚ, στο όνομα της ανάπτυξης, τον μείωσε στο 35%. Ηρθε η ΝΔ και στα δυο πρώτα χρόνια της θητείας της τον μείωσε στο 25% (5% το 2005 και 5% το 2006). Ετσι, τα καπιταλιστικά κέρδη φορολογούνται πλέον με συντελεστή χαμηλότερο από το μεσαίο συντελεστή με τον οποίο φορολογούνται τα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων. Αυτή η πρόκληση είναι ίσως η μεγαλύτερη όλων, αν αναλογιστούμε ότι το 2006 μισθωτοί και συνταξιούχοι θα πληρώσουν περισσότερο φόρο, επειδή δεν θα τιμαριθμοποιηθεί για μια ακόμη φορά η φορολογική κλίμακα. Ετσι, οι ισχνές ονομαστικές αυξήσεις που θα πάρουν σε μεροκάματα μισθούς και συντάξεις θα είναι ακόμη ισχνότερες, λόγω υψηλότερης φορολογίας.
Την ταξικότητα του συστήματος άμεσης φορολογίας μπορούμε να τη δούμε χαρακτηριστικότερα στην εξέλιξη των μεγεθών από το 2005 στο 2006. Το σύνολο του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων είχε αυξηθεί κατά 4,3% μεταξύ 2004 και 2005 και θα αυξηθεί κατά 9,2% μεταξύ 2005 και 2006. Δηλαδή, θα έχουμε αύξηση σε ποσοστό υπερδιπλάσιο του πληθωρισμού. Το σύνολο της φορολογίας κερδών είχε μειωθεί κατά 0,1% μεταξύ 2004 και 2005 και προϋπολογίζεται να αυξηθεί μόλις κατά 3,9% μεταξύ 2005 και 2006, δηλαδή σε ποσοστό ίσο με τον πληθωρισμό και πάντως μικρότερο από την προβλεπόμενη ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ (7,4%) και πολλές φορές μικρότερη από τον άγριο καλπασμό των κερδών από χρόνο σε χρόνο.
Μήπως, όμως, οι καπιταλιστές ως άτομα πληρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και τζάμπα συζητάμε; Οπως είπαμε, τα κέρδη φορολογούνται ξεχωριστά. Οι καπιταλιστές φορολογούνται μόνο για τα υπόλοιπα εισοδήματά τους (επιχειρηματικές αμοιβές, ενοίκια ακινήτων που δεν τα έχουν σε εταιρίες κ.λπ.).
Φορολογούνται, δηλαδή, για το μικρότερο μέρος του εισοδήματός τους. Από τον προϋπολογισμό δεν μπορεί να βρει κανείς στοιχεία, θυμίζουμε όμως τους πίνακες που δημοσιεύονται κάθε χρόνο στον Τύπο, που δείχνουν ότι μισθωτοί και συνταξιούχοι πληρώνουν πάνω από το 70% του συνόλου της άμεσης φορολογίας. Αυτό είναι αποτέλεσμα και της μετατροπής της φορολογικής κλίμακας επί το αναλογικότερο, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τα υψηλά εισοδήματα να φορολογούνται ολοένα και λιγότερο και τα μικρομεσαία ολοένα και περισσότερο. Υποτίθεται ότι η φορολογική κλίμακα φτιάχνεται με τρόπο που όσο μεγαλώνει το εισόδημα να μεγαλώνει και η φορολογική επιβάρυνση. Εδώ και χρόνια, όμως, τα ψηλότερα φορολογικά κλιμάκια καταργούνται, ενώ αυξάνεται και το αφορολόγητο. Αυτό είναι το τυρί που κρύβει τη φάκα. Γιατί ανακουφίζονται κάπως τα πιο χαμηλά εισοδήματα (συντάξεις κυρίως), όμως ακόμη περισσότερο οφελούνται τα ψηλά, ενώ τα μεσαία εισοδήματα, στα οποία ανήκει μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης, κυριολεκτικά χαρατσώνονται, όπως φαίνεται και από την αύξηση χρόνο με το χρόνο της συνολικής φορολογίας φυσικών προσώπων.
Επομένως, στον τομέα των εσόδων έχουμε μια «χοντρή» αφαίμαξη εργαζόμενων και συνταξιούχων, που προσφέρουν στον κρατικό προϋπολογισμό περισσότερο από το 80% των εσόδων του.
δ) Η ταξική διάρθρωση των δαπανών. Η κυρίαρχη προπαγάνδα υποστηρίζει, από τότε που καταρτίζονται προϋπολογισμοί, ότι το κράτος εισπράττει τα έσοδά του και τα διανέμει με κοινωνικά κριτήρια. Ασκεί πολιτική προς όφελος του λαού. Ας δούμε, λοιπόν, σε αδρές γραμμές, πώς κατανέμονται οι δαπάνες ενός κρατικού προϋπολογισμού.
Πρώτα-πρώτα, το κράτος συντηρεί το μηχανισμό του. Ενα μηχανισμό στον οποίο δεν πλειοψηφούν εργαζόμενοι που επιτελούν κοινωνικό έργο, αλλά άνθρωποι των μηχανισμών καταστολής και γραφειοκρατικά παράσιτα. Ας σκεφτούμε μόνο πόσοι μπάτσοι, ασφαλίτες, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, δικαστές, καραβανάδες, μισθοφόροι οπλίτες και… λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις μισθοδοτούνται από το ελληνικό κράτος. Η μισθοδοσία όλων αυτών μπλέκεται με τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών, των γιατρών και υγειονομικών, των εργατών καθαριότητας και όλων των άλλων εργαζόμενων στο δημόσιο που προσφέρουν κοινωνικά χρήσιμα εργασία.
Και βέβαια, όλοι αυτοί για να επιτελέσουν το θεάρεστο έργο τους χρειάζονται κτίρια, εξοπλισμό, οπλισμό, οχήματα κ.λπ. κ.λπ. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τίποτ’ άλλο εκτός από τις υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες, τις απανωτές «αγορές του αιώνα», που τελειωμό δεν έχουν. Πλέον, δεν έχουν καν το πρόσχημα της «ενίσχυσης της εθνικής άμυνας», αφού ο ελληνικός στρατός έχει φτάσει μέχρι το μακρινό Αφγανιστάν, συμμετέχοντας στην κατοχή της χώρας, ενώ όλα τα στρατηγικά σχέδια πλέον προσανατολίζονται στη δημιουργία ευέλικτων αερομεταφερόμενων μονάδων, όπως απαιτεί το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ. Οι πολιτικοί των ελληνικών κυβερνήσεων δεν κρύβουν πλέον, ότι παραγγέλνουν πανάκριβα όπλα (αεροσκάφη, ελικόπτερα, τεθωρακισμένα, φρεγάτες , πυραυλικά συστήματα κ.λπ.) με μοναδικό κριτήριο τις σχέσεις με τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Θέλουν διευκόλυνση από τους Αμερικάνους για το Κυπριακό, παραγγέλνουν μια παρτίδα F-16. Διαμαρτύρονται οι Γερμανοί και τους στριμώχνουν στην ΕΕ, παραγγέλνουν μια παρτίδα Leopard. Γκρινιάζουν οι Γάλλοι, παίρνουν και μια παρτίδα Mirage.
Οι υπέρογκοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί και η συντήρηση ενός υπερτροφικού μηχανισμού καταστολής και χειραγώγησης αποτελούν τη βασική, αν όχι αποκλειστική, αιτία συσσώρευσης ενός υπέρογκου εξωτερικού χρέους, το οποίο ξεπερνά σε ύψος το ετήσιο ΑΕΠ της χώρας και «ρουφά» κάθε χρόνο το μεγαλύτερο κομμάτι των δαπανών του προϋπολογισμού. Πλέον, τα χρεολύσια (δηλαδή η αποπληρωμή του κεφάλαιου των δανείων) εγγράφονται εκτός δαπανών προϋπολογισμού και ως δαπάνες εγγράφονται μόνο οι τόκοι. Αυτό, όμως, είναι ένα απλό λογιστικό τρικ. Αθροίζοντας τόκους και χρεολύσια, συν την εξυπηρέτηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, που επίσης εγγράφονται χωριστά, φτάνουμε στο αστρονομικό ποσό των 29,24 δισ. ευρώ για το 2006! Ολες οι άλλες δαπάνες του προϋπολογισμού, οι λεγόμενες πρωτογενείς δαπάνες, φτάνουν τα 40,59 δισ. ευρώ. Δηλαδή, οι διεθνείς τοκογλύφοι θα πάρουν το 42% των δαπανών του προϋπολογισμού!
Μήπως, όμως, οι υπόλοιπες δαπάνες, αυτό το μικρό ποσοστό που μένει αν εξαιρέσουμε την πληρωμή στους τοκογλύφους των τραπεζικών μονοπωλίων και για τη συντήρηση του κατασταλτικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού, επιστρέφει στο λαό με τη μορφή κοινωνικών δαπανών; Οι κυβερνήσεις βομβαρδίζουν το λαό με νούμερα: τόσα δίνουμε για την υγεία, τόσα για την παιδεία, τόσα για την πρόνοια κ.λπ. Ποτέ δεν γράφουν ευθέως, όμως, στους κεντρικούς πίνακες του προϋπολογισμού, με τί ποσά θα επιχορηγήσουν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ντόπιες και ξένες, στο πλαίσιο της λεγόμενης αναπτυξιακής πολιτικής. Και βέβαια, ποτέ δεν λένε τί ποσοστό από τις λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες θα πάει στις τσέπες των καπιταλιστών. Πώς; Μα αυτοί είναι οι κατασκευαστές των έργων, αυτοί οι προμηθευτές των μηχανημάτων και του παντός τύπου εξοπλισμού, πάγιου και αναλώσιμου, που χρειάζεται για να λειτουργήσει ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, ένα κέντρο υγείας. Ξέρουμε καλά πώς δίνονται οι δουλειές, πώς πέφτουν οι μίζες και ακολουθούν οι υπερτιμολογήσεις και οι υπερκοστολογήσεις. Νωπό είναι στη μνήμη μας το μεγάλο πλιάτσικο της Ολυμπιάδας, που γέμισε την Αττική με μπετό και έργα που σαπίζουν, για τα οποία θα πληρώνουν και τα δισέγγονά μας.
***
Επιμείναμε ιδιαίτερα στα βασικά χαρακτηριστικά ενός κρατικού προϋπολογισμού, αποφεύγοντας τους πολλούς αριθμούς και τις πολλές ειδικές αναφορές στον προϋπολογισμό που κατέθεσε στις αρχές της εβδομάδας στη Βουλή ο Αλογοσκούφης για λογαριασμό της κυβέρνησης Καραμανλή. Το κάναμε για δυο λόγους.
Πρώτο, επειδή σημασία έχει να κατανοήσουμε τη φύση του προϋπολογισμού ως εργαλείου ταξικής αναδιανομής εισοδήματος, ανεξάρτητα από τις αλλαγές που συμβαίνουν από χρόνο σε χρόνο. Ολοι οι προϋπολογισμοί είναι το ίδιο ληστρικοί για τους εργαζόμενους και σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε τη ληστεία και όχι να τρέχουμε πίσω από τις κυβερνήσεις, χειροκροτώντας τες, εάν τυχόν αυξήσουν κάποια χρονιά μερικές κοινωνικές δαπάνες (συνήθως για ψηφοθηρικούς λόγους).
Δεύτερο, επειδή έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που κατατέθηκε στη Βουλή ειλικρινής προϋπολογισμός. Κάθε χρονιά καταθέτουν ένα σχέδιο επί χάρτου, στο οποίο κρύβουν τις προθέσεις τους. Για παράδειγμα, πουθενά στον προϋπολογισμό του 2005 δεν αναφερόταν ότι θα αυξηθεί κατά 1% ο ΦΠΑ, όμως αυξήθηκε αιφνιδιαστικά μόλις συμπληρώθηκε το πρώτο τρίμηνο. Αντί να «παλεύουμε», λοιπόν, με τα νούμερα του Αλογοσκούφη, ας σταθούμε στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ακόμη προϋπολογισμό σκληρής λιτότητας, με περισσότερα φορολογικά χαράτσια, με εισοδηματική πολιτική πραγματικής μείωσης μισθών και συντάξεων, με παραπέρα πετσόκομμα των λιγοστών κοινωνικών δαπανών, που θα τις φορτωθεί το πορτοφόλι μας. Και βέβαια, ένας προϋπολογισμός που επιφέρει ασφυξία στην περιφέρεια, γεγονός που θα επιχειρηθεί να εξισορροπηθεί με τοπικά χαράτσια.