«Και θέλω στο σημείο αυτό, επειδή πολλά λέγονται, ανευθύνως, σχετικά με τους σημερινούς τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, ότι δήθεν, κυρίως εκείνοι, πρόκειται να θιγούν από την επιχειρούμενη αναμόρφωση, να υπογραμμίσω ότι η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Αν το σύστημα παραμείνει ως έχει, όταν θα έρθει η ώρα, αυτοί οι νέοι να συνταξιοδοτηθούν, δεν θα μπορούν. Διότι, απλά, δεν θα υπάρχουν ασφαλιστικοί πόροι και το Σύστημα θα έχει καταρρεύσει».
Β. Μαγγίνας, συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις, Βουλή, 30.7.07
«Οφείλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας απέναντι σ’ αυτούς που επενδύουν στη δουλειά τους. Οφείλουμε να επιδείξουμε ευθύνη απέναντι στις γενιές που έρχονται. Αν δεν προχωρήσουμε συνειδητά στην αναγκαία αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος, καταδικάζουμε τα παιδιά μας να δουλεύουν πιο σκληρά από εμάς προκειμένου να πληρώσουν τις δικές μας συντάξεις. Και καταδικάζουμε τα εγγόνια μας να δουλεύουν πιο σκληρά από τα παιδιά μας –και να μην μπορούν ούτε να πληρώσουν τις συντάξεις των παιδιών μας».
Ανακοίνωση ΣΕΒ για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, 1.10.07
Πολύ κλάμα για τους νέους. Κροκοδείλια δάκρυα από τους καπιταλιστές και τον υπουργό των καπιταλιστών. Κάθε φορά που ετοιμάζουν μια αντεργατική ανατροπή στο ασφαλιστικό σύστημα θυμούνται τους νέους. Στο όνομά τους κάνουν τις ανατροπές. Και πλήττουν περισσότερο αυτούς, κατηγοριοποιώντας τους εργαζόμενους σε «νέους», «μεσαίους» και «με ώριμα ασφαλιστικά δικαιώματα». Αν αμφιβάλλετε, ψάξτε τις εφημερίδες του 1988, του 1990, του 1992, του 2001 και του 2002 και θα βρείτε τα ίδια κροκοδείλια δάκρυα για τους νέους που κινδυνεύουν να μην πάρουν σύνταξη όταν γεράσουν.
Κινδυνολογία, ασφαλώς, μαζί με την υποκρισία. Ομως, δεν είναι αυτό το θέμα μας. Θέλουμε να πάμε βαθύτερα, να ψάξουμε το ιδεολογικό περιεχόμενο αυτής της προπαγάνδας.
H κοινωνική ασφάλιση εδώ και δεκαετίες επενδύεται με ένα ιδεολόγημα, το οποίο παρουσιάζεται σαν μια από τις βασικές αρχές της. Την «αλληλεγγύη των γενεών». Σύμφωνα μ’ αυτό το ιδεολόγημα, οι εργαζόμενοι μιας χρονικής περιόδου πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές, προκειμένου να εισπράττουν συντάξεις οι συνταξιούχοι της ίδιας περιόδου, οι οποίοι υπήρξαν εργαζόμενοι πριν. Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα καταρχάς έωλο. Αρκεί να πάμε στην αφετηρία ενός ασφαλιστικού συστήματος (π.χ. για το ΙΚΑ να πάμε στο 1951) και να θέσουμε το ερώτημα: Σε ποια γενιά εκφράζουν την «αλληλεγγύη» τους οι εργαζόμενοι αυτής της περιόδου, αφού δεν υπάρχουν συνταξιούχοι;
Από την άποψη αυτή, είναι πιο έντιμη η στάση των οπαδών της «σκληρής» ανταποδοτικότητας, οι οποίοι λένε: κάθε εργαζόμενος να παίρνει σύνταξη ανάλογα με τις εισφορές που ο ίδιος έχει πληρώσει στο σύνολο του ασφαλιστικού του βίου. Δηλαδή, το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα να γίνει απολύτως κεφαλαιοποιητικό (διότι εν μέρει κεφαλαιοποιητικό είναι σε κάθε περίπτωση).
Κάθε φορά που βρισκόμαστε σε μια φάση αντιασφαλιστικών ανατροπών (κατάσταση που πλέον είναι σχεδόν διαρκής), οι πόλοι του αντιστρέφονται. Πλέον, η αλληλεγγύη δεν πρέπει να επιδειχτεί προς τους ήδη συνταξιούχους, αλλά προς τους νεότερους από τους εν ενεργεία εργαζόμενους, οι οποίοι θα είναι οι τελευταίοι που θα βγουν στη σύνταξη. Αν εξακολουθήσουν οι νυν συνταξιούχοι και αυτοί που θα βγουν σχετικά σύντομα στη σύνταξη να έχουν τους ίδιους όρους συνταξιοδότησης, τότε οι νεότεροι δεν θα πάρουν σύνταξη, γιατί τα Ταμεία θα έχουν καταρρεύσει. Αρα, πρέπει όλοι μαζί να κάνουμε «πίσω» στις όποιες συνταξιοδοτικές απολαβές μας. Και οι νυν συνταξιούχοι και εκείνοι που θα βγουν σχετικά σύντομα στη σύνταξη και, βεβαίως, οι νέοι. Να αναζητήσουμε κάποιους μέσους όρους, ώστε να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, οι εργαζόμενοι είναι χαμένοι.
Η ίδια η εξέλιξη του ασφαλιστικού συστήματος, με τις συνεχείς ανατροπές σε βάρος εργαζόμενων και συνταξιούχων, δείχνει τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν όλα τα ιδεολογήματα, όπως αυτό της «αλληλεγγύης των γενεών». Γιατί όλ’ αυτά τα ιδεολογήματα οδηγούν σε μια λογιστική αντιμετώπιση της κοινωνικής ασφάλισης. Τα Ταμεία αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι ως μέτοχοί τους (μολονότι δεν έχουν το δικαίωμα να διευθύνουν την επιχείρηση, όπως οι μέτοχοι μιας ανώνυμης εταιρίας). Εκείνοι που κάνουν το παιχνίδι είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν όλα τα «λάθη» του παρελθόντος στη διαχείριση των Ταμείων, αλλά στο τέλος καταλήγουν στο «ο γέγονε γέγονε». Παρουσιάζουν μια αναλογιστική μελέτη, δείχνουν στην προοπτική τους τα έσοδα και τις δαπάνες και λένε στους εργαζόμενους: όσα και να τσοντάρει το κράτος, αν δεν κόψετε από τις παροχές σας (όρια ηλικίας, ύψη συντάξεων, παροχές υγείας) δεν υπάρχει μέλλον. Το σύστημα θα καταρρεύσει.
Αν ο εργαζόμενος δεν απαλλαγεί από το βρόγχο αυτών των ιδεολογημάτων, είναι καταδικασμένος να δίνει μια μάχη οπισθοφυλακών, παζαρεύοντας κάθε φορά πόσα θα χάσει. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και χρόνια η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει παραιτηθεί από αιτήματα ψηφισμένα στα συνέδρια της ΓΣΕΕ, όπως: δικαίωμα σύνταξης με 4.050 ένσημα, κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ ίση με 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, μείωση κατά 5 χρόνια όλων των ορίων ηλικίας. Αυτά υπήρξαν κομβικά αιτήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος για πολλά χρόνια, κάποια στιγμή τα δύο πρώτα κατακτήθηκαν, αργότερα χάθηκαν και έκτοτε πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Η συζήτηση γίνεται πλέον πάνω στο τι ακόμα θα χαθεί.
Ο εργαζόμενος δεν πρέπει να αντιμετωπίζει την κοινωνική ασφάλιση σαν λογιστικό μέγεθος. Οχι μόνο γιατί ο ίδιος ουδέποτε είχε την ευθύνη της διαχείρισης αυτού του λογιστικού μετώπου, αλλά κυρίως γιατί η κοινωνική ασφάλιση είναι ένα από τα στοιχειωδέστερα δικαιώματά του. Συνιστά την απαίτησή του να πάρει πίσω ένα ελάχιστο τμήμα του κοινωνικού πλούτου που η δική τους εργασία δημιουργεί. Το ερώτημα δεν πρέπει να τίθεται έτσι: μπορεί το δομημένο ασφαλιστικό σύστημα (ως λογιστικό μέγεθος) να ικανοποιεί και στο μέλλον το επίπεδο των ασφαλιστικών παροχών; Πρέπει να μπει σε εντελώς διαφορετική βάση: υπάρχει εκείνος ο συσσωρευμένος κοινωνικός πλούτος που να μπορεί όχι απλώς να εγγυηθεί το σημερινό επίπεδο ασφαλιστικών παροχών, αλλά και τη διεύρυνσή τους;
Μπορεί κανείς ν’ απαντήσει αρνητικά στο τελευταίο ερώτημα; Οχι. Οσοι υπερασπίζονται την κοινωνική αδικία πάνω στην οποία είναι δομημένος ο καπιταλισμός, μεταφέρουν τη συζήτηση αλλού. Στα λογιστικά της Ασφάλισης. Και επιμένουν εκεί. Ο συνειδητοποιημένος εργαζόμενος, όμως, οφείλει να την επαναφέρει στη σωστή της βάση: ποιος παράγει τον κοινωνικό πλούτο και ποιος τον νέμεται; Διεκδικώντας ασφαλιστικά αιτήματα ο εργαζόμενος δεν διεκδικεί τον κοινωνικό πλούτο (αυτό απαιτεί επαναστατική ανατροπή), αλλά ένα μικρό κομμάτι του. Ζητά να ζήσει με στοιχειώδη αξιοπρέπεια στα γηρατιά του. Ζητά να μπορεί να ζήσει στα γηρατιά και να μην πεθάνει πάνω στη δουλειά.
Οταν το ζήτημα τίθεται έτσι, τότε μεταφερόμαστε αναγκαστικά στο πεδίο της ταξικής πάλης. Τι μπορεί κάθε φορά να κατακτηθεί; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται στην πράξη.
Πέτρος Γιώτης