Τα εκλογικά σενάρια «παίζουν» έντονα πια στην πολιτική φιλολογία των ημερών. Δημοσιεύονται ακόμα και σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου, τα οποία -κατά τους σεναριογράφους- έχει επεξεργαστεί το επιτελείο του Μαξίμου. Βέβαια, ένας καινούργιος, σχετικά αναλογικότερος εκλογικός νόμος μάλλον θα ήταν δώρο άδωρο αυτή τη στιγμή. Για να έχει άμεση εφαρμογή θα πρέπει να ψηφιστεί από πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να συγκεντρωθεί, αν σκεφτούμε ότι η ΝΔ φιλοδοξεί να είναι πρώτο κόμμα, οπότε δεν έχει συμφέρον από έναν εκλογικό νόμο που θα περιόριζε το μπόνους των 50 εδρών, ενώ ο Περισσός δύσκολα θα ψήφιζε έναν εκλογικό νόμο που απλά θα περιόριζε τα μπόνους του πρώτου κόμματος.
Καμιά φορά, βέβαια, τα εκλογικά σενάρια ρίχνονται στην πιάτσα προκειμένου να ασκηθεί πίεση στους βουλευτές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ώστε να πειθαρχήσουν στις απαιτήσεις της ηγεσίας και να ψηφίσουν στη Βουλή αντιλαϊκούς νόμους, παρά το «κυνηγητό» από τους ψηφοφόρους τους. Κι αν προσωπικά δεν αντέχουν, να παραδώσουν τις έδρες σε άλλους, πρόθυμους να κλείσουν τα μάτια και να ψηφίσουν, προκειμένου να μείνουν για κάποιο διάστημα στη Βουλή. Αλλοτε, τα εκλογικά σενάρια κυκλοφορούν για να «καούν». Για παράδειγμα, όλοι φοβούνται τώρα ότι ο Τσίπρας, μέσα στην απελπισία του, μπορεί να προσπαθήσει να δραπετεύσει διά των εκλογών, ενώ η ενδεδειγμένη λύση, που προτείνεται από τις ομάδες πίεσης της αστικής τάξης, θα ήταν μια «οικουμενική» κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση τεχνοκρατών με ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη. Εχουν κάθε λόγο, λοιπόν, να πιέζουν τον Τσίπρα να πάει σ' αυτή τη λύση και να μην επιχειρήσει εκλογικό αιφνιδιασμό.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα σενάρια που κυκλοφορούν, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες πραγματοποίησης που το καθένα έχει, προσπαθούν να συνταιριάσουν δυο παράγοντες που κινούνται σε αποκλίνουσες τροχιές. Από τη μια την ανάγκη διακυβέρνησης του συστήματος και από την άλλη τις ιδιαίτερες ανάγκες των αστικών κομμάτων εξουσίας. Οσο και αν έχει σμικρυνθεί η σχετική αυτονομία των αστικών κομμάτων έναντι του όλου καπιταλιστικού συστήματος, αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και δημιουργεί τις αποκλίσεις. Μπορούμε, για παράδειγμα, να το δούμε καθαρά αυτό στη συμπεριφορά της ΝΔ και του Μητσοτάκη, που ούτε εκλογές θέλουν ούτε συμμετοχή σε «οικουμενική» κυβέρνηση, διότι περιμένουν να φθαρούν ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ σε τέτοιο βαθμό που η κυβερνητική εξουσία να πέσει στην ποδιά τους σαν ώριμο φρούτο.
Σε τελική ανάλυση, βέβαια, οι ανάγκες διακυβέρνησης του συστήματος επιβάλλονται επί των ιδιαίτερων αναγκών και βλέψεων των αστικών κομμάτων. Είναι αυτό που η αστική πολιτική και κοινωνιολογία περιγράφει με τη φράση «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Μέχρι, όμως, να φτάσουν στην τελική λύση, προηγείται συνήθως μια περίοδος αστάθειας, που υποδηλώνει όξυνση της πολιτικής κρίσης. Για παράδειγμα, αν ο Τσίπρας οδηγηθεί αναγκαστικά σε παραίτηση, όπως ο Παπανδρέου το 2011, τότε ο Μητσοτάκης -θέλοντας και μη, κόντρα στο προσωπικό του πολιτικό συμφέρον- θα στηρίξει ένα κυβερνητικό σχήμα ευρύτερης πλειοψηφίας από την παρούσα Βουλή. Δε θα έχει περιθώρια για «τυχοδιωκτισμούς» (και δεν είναι στοιχείο της προσωπικής του πολιτικής συγκρότησης ή του χαρακτήρα της ΝΔ κάτι τέτοιο). Μπορεί, όμως, να προκύψει και σχήμα ευρύτερης κοινοβουλευτικής στήριξης χωρίς τη ΝΔ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Τσιπραίοι «δούλευαν» από τον περασμένο Δεκέμβρη αυτή την ιδέα, ενώ ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι είναι κόμματα απόλυτα εξαρτημένα από το μιντιακό σύστημα, μέσω του οποίου εκφράζεται το μεγάλο κεφάλαιο.
Οποιο σενάριο κι αν γίνει τελικά πράξη, θα δώσει λύση -προσωρινή ασφαλώς- στο πρόβλημα διακυβέρνησης του ελληνικού καπιταλισμού. Το ερώτημα που πρέπει να βάλουμε εμείς, όμως, είναι άλλο: η υλοποίηση οποιουδήποτε από αυτά τα σενάρια, σε συνθήκες πολιτικής κρίσης ασφαλώς, θα οδηγήσει σε αλλαγές στην πολιτική συμπεριφορά των εργαζόμενων και νεολαιίστικων μαζών;
Ο στόχος του συστήματος είναι προφανέστατος. Διαχειρίζεται -και μάλιστα με σχετική άνεση, αν αναλογιστούμε όσα έγιναν την τελευταία εξαετία- την πολιτική κρίση του, συνεχίζοντας τον εγκλωβισμό των λαϊκών μαζών στην υποστήριξη κυβερνητικών λύσεων, με ή χωρίς εκλογές. Το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω είναι η αποδοχή του πολιτικού παιχνι- διού από τις λαϊκές μάζες. Αυτή είναι που επιτρέπει στο σύστημα να βρίσκει λύσεις διακυβέρνησης, καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις και πουλώντας ελπίδες πραγμάτωσής τους μέσω της ψήφου.
Υπάρχουν, βέβαια, οι διαμαρτυρίες και οι αμυντικοί αγώνες. Οσο αυτά δε βγαίνουν έξω από τα πλαίσια που ορίζουν οι λειτουργίες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του καπιταλιστικού συστήματος, το σύστημα μπορεί να τα διαχειρίζεται, πότε με μεγαλύτερη και πότε με μικρότερη δυσκολία. Το «κίνημα των αγανακτισμένων» του καλοκαιριού του 2011 και οι αλλεπάλληλες απεργίες μέχρι το Φλεβάρη του 2012 δημιούργησαν ασφαλώς προβλήματα στο σύστημα. Προβλήματα που είναι αναπόφευκτα σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και που θεωρούνται στοιχείο της λειτουργίας της. Οι πρώτες «μνημονιακές» εκλογές, όμως, οι διπλές του Μάη-Ιούνη του 2012, έγιναν σε συνθήκες «κινηματικού κενού». Το ίδιο και οι δύο εκλογές του 2015 (Γενάρη και Σεπτέμβρη). Το σύστημα μπόρεσε να βρει λύσεις διακυβέρνησης με ομαλό τρόπο, αν και σε συνθήκες παρατεταμένης πολιτικής κρίσης.
Είναι η πρώτη φορά που ξαναέχουμε αμυντικό κίνημα μετά από τέσσερα χρόνια, με αιχμή του δόρατος την κινητοποίηση των αγροτών ενάντια στο Ασφαλιστικό. Το σύστημα ελπίζει ότι θα ξεπεράσει και αυτόν τον αμυντικό αγώνα, μολονότι η σημερινή συγκυβέρνηση θα πληρώσει σίγουρα βαρύ πολιτικό τίμημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ήταν πολύ σημαντικό ένας αμυντικός αγώνας να μπορέσει να ματαιώσει ένα «μνημονιακό» σχέδιο (την ψήφιση του αντιασφαλιστικού εκτρώματος εν προκειμένω). Μια τέτοια εξέλιξη θα άλλαζε πολλά δεδομένα στο χάρτη των ταξικών συσχετισμών. Εδώ, όμως, μας απασχολεί η ευρύτερη εικόνα και ως προς αυτή κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι θα ακολουθούσε μια γραμμική συνέχεια που θα κλόνιζε τα θεμέλια του συστήματος. Δεν έχουμε τέτοια σημάδια.
Επιστρέφοντας στην ευρύτερη εικόνα εντοπίζουμε την απουσία της αυτόνομης πολιτικής παρουσίας της εργατικής τάξης. Για το πολιτικό σκηνικό, η εργατική τάξη, η μεγαλύτερη (και όχι μόνο) τάξη της χώρας αποτελεί αντικείμενο και όχι υποκείμενο. Δεν πολιτεύεται, αλλά αποτελεί αντικείμενο πολιτικής χειραγώγησης από τα αστικά κόμματα και τους μηχανισμούς του συστήματος. Ετσι, ακόμα κι αν ένας αμυντικός αγώνας καταφέρει να σταματήσει κάποια πλευρά της ολομέτωπης επίθεσης του κεφάλαιου, δεν υπάρχουν οι βάσεις για να κεφαλαιοποιηθεί πολιτικά αυτή η επιμέρους νίκη, δημιουργώντας εχέγγυα για διατήρησή της και διεύρυνσή της. Μέσα από αλλεπάλληλες πολιτικές μανούβρες, το σύστημα θα καταφέρει -αργά ή γρήγορα- να ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Η πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης, στη βάση ενός προγράμματος επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού, δεν είναι μια περιττή πολυτέλεια, η οποία μπορεί να περιμένει (για απροσδιόριστο χρόνο) ή μπορεί να προκύψει αυθόρμητα, μέσα από τους αμυντικούς ταξικούς αγώνες (οι οποίοι παραμένουν αμυντικοί ακόμα και όταν έχουν διεκδικητικό περιεχόμενο). Οι αμυντικοί ταξικοί αγώνες, ακόμα και όταν έχουν ριζοσπαστικό χαρακτήρα, δε βγαίνουν έξω από τα όρια της αστικής πολιτικής. Αντίθετα, αναπαράγουν την αστική πολιτική, καθώς -όταν απουσιάζει απ' αυτούς η επαναστατική «σφραγίδα»- αστικά κόμματα της κοινωνικής δημαγωγίας μπορούν και τους μετατρέπουν σε εφεδρεία της αστικής πολιτικής. Το βαρύτερο τίμημα που μπορεί να πληρώσει το σύστημα είναι η προσωρινή ανάσχεση κάποιων επιθετικών κινήσεων του κεφάλαιου και κάποιες παραχωρήσεις προς τους εργαζόμενους. Αυτές οι παραχωρήσεις έχουν ασταθή και πρόσκαιρο χαρακτήρα. Ως προς το τελευταίο, αρκεί να θυμηθούμε το σταμάτημα του σχεδίου Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό, το 2001. Δεκεπέντε χρόνια αργότερα και αφού μεσολάβησαν τόσες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις και πετσοκόμματα συντάξεων και λοιπών ασφαλιστικών δικαιωμάτων, βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι απείρως χειρότερο, ενώ ακούμε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνουν ότι θα έπρεπε να ζητήσουμε συγνώμη από τον Γιαννίτση επειδή φρενάραμε το σχέδιό του τότε! Οσο για το γενικό πολιτικό συμπέρασμα, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε πώς εκμεταλλεύτηκε το σύστημα τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, μέσω ΠΑΣΟΚ, και πώς εκμεταλλεύτηκε την αντιμνημονιακή άμυνα, μέσω ΣΥΡΙΖΑ.
Πέτρος Γιώτης