Νάτες πάλι οι ηχηρές λέξεις: «ηθική αναγέννηση», «έλεγχος του πολιτικού χρήματος», «θεσμική θωράκιση του πολιτικού συστήματος», «έξω τα λαμόγια από την πολιτική», «δε μπορεί να μας παίρνει όλους η μπάλα, έντιμους και διεφθαρμένους» κτλ. κτλ. Πόσες φορές δεν το ‘χουμε δει το έργο; Πόσες φορές δεν εναλλάχτηκαν κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις σε ρόλους κατηγόρων και κατηγορούμενων; Κι όμως, τα σκάνδαλα επιμένουν να μας θυμίζουν με το περιοδικό ξέσπασμά τους, ότι η διαφθορά, ο χρηματισμός, οι μίζες, η ευνοιοκρατία, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα, σε όλα τα επίπεδα, ποτέ δεν εξαφανίζονται. Κάθε φορά που ξεσπά ένα σκάνδαλο (δηλαδή, κάθε φορά που αποκαλύπτεται κάποια πτυχή αυτού που γίνεται συνεχώς), μπαίνουν μπροστά οι διαδικασίες της «κάθαρσης» (ποινικές και πολιτικές), κάποιοι παραμερίζονται , για να δώσουν τη θέση τους σε κάποιους άλλους. Τι να συζητάμε τώρα; Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το πολιτικό σύστημα έχει θωρακιστεί με τον περιβόητο «νόμο περί ευθύνης υπουργών», που εξασφαλίζει ποινική ασυλία στην ελίτ της πολιτικής.
Επειδή, λοιπόν, αυτά θεωρούνται δεδομένα από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, δίπλα στη χοντροκομμένη προπαγάνδα περί «δικαίων και αδίκων», που θα υπάρχει πάντοτε όσο υπάρχουν άνθρωποι εξαιρετικά αφελείς, προστίθεται πάντοτε μια άλλη, πιο εκλεπτυσμένη προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποία όλα τούτα δεν είναι παρά ανατολίτικα συμπτώματα, κατάλοιπα της τουρκοκρατίας (σχεδόν δυο αιώνες μετά την απελευθέρωση, μιλάμε ακόμα για μπαχτσίς), που τα συντηρεί το πολιτικό σύστημα. Η διέξοδος βρίσκεται στην αναβάθμιση των θεσμών και στη θέσπιση αυστηρών κανόνων διαφάνειας, όπως αυτοί που ισχύουν στις προηγμένες χώρες.
Για να τελειώνουμε μ’ αυτό το παραμύθι, καλό είναι να θυμίσουμε πως τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και στις λεγόμενες προηγμένες χώρες, εκεί που ο αστικός κοινοβουλευτισμός έχει ρίζες πιο βαθιές σε σχέση με την Ελλάδα. Θα ξεχάσουμε τι συνέβη στις ΗΠΑ, εκεί που το πολιτικό σύστημα λειτουργεί υποτίθεται ανοιχτά στις σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις, με το σκάνδαλο Enron; Θα ξεχάσουμε τι συνέβη με τη Hulibarton, εταιρία συνδεδεμένη με τον αντιπρόεδρο Τσένι και τον υπουργό Ράμσφελντ, που πήρε όλες τις δουλειές στο Ιράκ; Αλλά κι αν περάσουμε τον Ατλαντικό κι έρθουμε στη «γηραιά ήπειρο», όπου το πολιτικό σύστημα λειτουργεί διαφορετικά, θα ξεχάσουμε τους πρώην πρωθυπουργούς Αντρεότι και Κράξι στην Ιταλία, που πιάστηκαν να λαδώνονται σαν κοινοί απατεώνες; Θα ξεχάσουμε τον πρώην πρωθυπουργό της Γαλλίας Πιέρ Μπερεγκοβουά, που τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, όταν αποκαλύφτηκε ότι χρηματιζόταν; Θα ξεχάσουμε το σκάνδαλο Ζακ Σαντέρ στην ΕΕ, που οδήγησε ολόκληρη την Κομισιόν σε παραίτηση και βύθισε για ένα διάστημα σε κρίση τους ευρωενωσίτικους μηχανισμούς; Θα ξεχάσουμε το σκάνδαλο Σιράκ στη Γαλλία, όταν ο πρώην πρόεδρος ήταν δήμαρχος του Παρισιού και ετοίμαζε την έφοδό του στα Ηλύσια Πεδία, που κατέληξε σε βαρύτατες κατηγορίες σε δυο στενούς του συνεργάτες, τους οποίους ο ίδιος απάλλαξε με ειδική πράξη όταν έγινε πρόεδρος;
Ολα τα παραπάνω παραδείγματα παρατίθενται από μνήμης, χωρίς να καταφύγουμε σε έρευνα. Γιατί νομίζουμε πως δεν υπάρχει καμιά διαφορά ουσίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τις χώρες με μακρά κοινοβουλευτική ιστορία. Διαφορές υπάρχουν μόνο στη μορφή με την οποία εκδηλώνεται η λεγόμενη διαπλοκή. Με πιο χοντρή διαφορά αυτή ανάμεσα στην πολιτική παράδοση στις ΗΠΑ και σ’ αυτή στην Ευρώπη. Οι Αμερικανοί είναι πρακτικοί άνθρωποι. Ετσι, έχουν καταργήσει τα όρια ανάμεσα στην πολιτική και το επιχειρείν. Οι πολιτικοί είναι πρώην στελέχη επιχειρήσεων, στις οποίες επιστρέφουν όταν κλείσουν την πολιτική τους καριέρα. Μόνιμοι είναι μόνο οι γραφειοκράτες του κρατικού μηχανισμού. Στις ΗΠΑ δεν ασκείται πολιτική μαζών. Εκεί κυριαρχεί το «λόμπινγκ». Γι’ αυτό και πολλές φορές εμείς οι Ευρωπαίοι παραξενευόμαστε ή δε μπορούμε να κατανοήσουμε κάποιες εξελίξεις.
Αντίθετα, στην Ευρώπη ασκείται πολιτική μαζών. Τα αστικά κόμματα οργανώνουν τις κοινωνικές συμμαχίες της αστικής τάξης. Εξ ορισμού, λοιπόν, υπάρχει μια σχετική αυτονομία της πολιτικής από την οικονομία. Για να μπορεί η πολιτική να εμφανίζεται ως υπεράνω τάξεων και να συσπειρώνει ευρύτατες εργαζόμενες μάζες, θα πρέπει να μην έχει εμφανείς σχέσεις με την οικονομία, με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Ομως, οι αστοί πολιτικοί, ως διαχειριστές του συστήματος, δε μπορεί να αμείβονται ως καλοπληρωμένοι έστω εργαζόμενοι. Επιτελούν μια σημαντικότατη λειτουργία του συστήματος και γι’ αυτό τους αναλογεί ένα κομμάτι της υπεραξίας που συσσωρεύεται με τη μορφή κέρδους. Αυτό το κομμάτι πρέπει να το πάρουν αφανώς, γιατί εμφανώς έχουν μόνο έναν πολύ καλό μισθό και μια σειρά προνόμια. Από την άλλη, η ίδια η πολιτική λειτουργία απαιτεί δαπάνες. Δαπάνες για τα αστικά κόμματα, δαπάνες για τους πολιτικούς που επιδιώκουν την εκλογή τους. Τα μεν κόμματα δε μπορούν να εξασφαλίσουν αυτές τις δαπάνες από τους οπαδούς τους, οι δε πολιτικοί δε σκοπεύουν να τις βάλουν από την προσωπική τους περιουσία. Θα ψάξουν για χρήμα εκεί που υπάρχει, δηλαδή στους καπιταλιστές και τις επιχειρήσεις τους. Πώς θα γίνει αυτό; Στη ζούλα, φυσικά. Ας σημειωθεί πως και στις ΗΠΑ, που αυτό γίνεται ανοιχτά, υπάρχουν και οι κρυφές χρηματοδοτήσεις, διότι στις φανερές μπαίνουν κάποια όρια.
Πέρα από την ανάγκη των αστικών κομμάτων να κατακτήσουν την πολιτική ηγεμονία και τις ανάγκες των πολιτικών τους να ζήσουν ως αστοί, υπάρχουν οι ανάγκες των ίδιων των επιχειρήσεων. Ο ανταγωνισμός δεν είναι το βασίλειο της ηθικής και του ευ αγωνίζεσθαι. Ο ανταγωνισμός είναι μια συνεχής ανελέητη σύγκρουση, με νόμιμα και παράνομα μέσα. Kι ένα απ’ αυτά τα μέσα είναι το «λόμπινγκ». Αν στις ΗΠΑ γίνεται με νόμιμα και παράνομα μέσα, στην Ευρώπη γίνεται αποκλειστικά με παράνομα. Κάθε εταιρία προσπαθεί να φτιάξει το δικό της «λόμπι», το οποίο για να είναι αποτελεσματικό πρέπει να είναι διακομματικό. Αλίμονο αν οι καπιταλιστές εξαρτούσαν τις δουλειές τους από τον πολιτικό κύκλο της εναλλαγής των κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι εξαιρετικά απλά στη βάση τους. Η μορφή που έχει το πολιτικό σύστημα καθορίζει τους τρόπους με τους οποίους ένα μέρος της υπεραξίας που αρπάζεται από την εργατική τάξη διανέμεται στα αστικά κόμματα (για να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους) και στους πολιτικούς (για να εξασφαλίζουν μια άνετη αστική ζωή).
Η πολιτική ιστορία, βέβαια, έχει να επιδείξει και περιπτώσεις αστών πολιτικών που υπήρξαν λιτοί στην προσωπική τους ζωή. Το είδος είναι πλέον εν πλήρη ανεπαρκεία (στην εποχή της βαρβαρότητας βασιλεύει και η πολιτική εξαχρείωση), όμως υπήρξαν και μερικές τέτοιες εξαιρέσεις, τις οποίες η αστική πολιτική προσπαθεί να μετατρέψει σε κανόνα, γιατί τη διευκολύνουν στην προπαγάνδα και στην πολιτική διαχείριση των μαζών. Τι αποδεικνύουν αυτές οι εξαιρέσεις; Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο εκτός του ότι η πολιτική διαχείριση ενός βάρβαρου, ανήθικου, εκμεταλλευτικού και καταπιεστικού συστήματος μπορεί να γίνει, κατ’ εξαίρεση, και από πολιτικούς που δε λαδώνονται και δε ζουν προκλητική αστική ζωή. Είναι μήπως αυτοί πρότυπα ηθικότητας και εντιμότητας; Πόσο ηθικό και έντιμο είναι να στηρίζεις την καπιταλιστική εκμετάλλευση, να θεσπίζεις νόμους σε βάρος του λαού, να κλείνεις τα μάτια σε όσα γίνονται γύρω σου; Η ηθική και η εντιμότητα πολύ περισσότερο από προσωπικές αρετές είναι έννοιες κοινωνικά και πολιτικά προσδιορισμένες.
Πέτρος Γιώτης