Και αυτό το ιδεολόγημα (της «μάχης»), όμως, που εξασφάλισε στον ΣΥΡΙΖΑ μια δεύτερη εκλογική νίκη το Σεπτέμβρη (με την αποχή να καταγράφει ποσοστό ρεκόρ), ξεθώριασε πια. Μπορεί να πείθει το στενό κομματικό μηχανισμό, που ρίχτηκε με ενθουσιασμό στη μάχη της «κουτάλας», την εργαζόμενη κοινωνία όμως δεν μπορεί πλέον να τη συγκινήσει. Η εικόνα των κινητοποιήσεων και το «άρωμα» των ακόμα πιο μαζικών, που ωριμάζουν, κρύβει από πίσω της μια συγκυβέρνηση κι έναν κομματικό μηχανισμό που άρχισαν ήδη να «μετράνε μέρες» (στην εξουσία).
Για να μην πούμε, βέβαια, για το ιδεολόγημα του «ηθικού πλεονεκτήματος», που τα εξουσιαστικά τομάρια του ΣΥΡΙΖΑ οικοδόμησαν πάνω στους αγώνες και τις θυσίες των κομμουνιστών και των αριστερών του παρελθόντος. Πλέον, από το «εμείς θα τ' αλλάξουμε όλα, γιατί δεν μας κρατάει κανένας», έχουν φτάσει στο «και σεις τα ίδια κάνατε», όταν δεν χρησιμοποιούν απέναντι σε πασόκους και δεξιούς το κουτσογιώργειο «δεν δικαιούστε για να ομιλείτε».
Αν πρέπει να σχολιάσουμε κάτι, με αφορμή το κλείσιμο ενός χρόνου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, δεν είναι η ψευτιά και η απάτη που κυριάρχησαν, ούτε η διάψευση των υπεσχημένων, που αντικαταστάθηκαν από ένα τρίτο Μνημόνιο, που συνεχίζει και βαθαίνει την πολιτική των δύο προηγούμενων, αλλά τους όρους που κατέστησαν δυνατή αυτή την εξέλιξη. Δε θα πούμε τίποτα καινούργιο (το θέμα έχει επαρκέστατα αναλυθεί από τις στήλες της «Κόντρας», που δεν χρειάστηκε ποτέ να διορθώσει τις εκτιμήσεις και τις προειδοποιήσεις της). Απλά θα σταθούμε σε ένα δυο βασικά σημεία, τα οποία πρέπει να μη φεύγουν ποτέ από το μυαλό μας.
Το εξουσιαστικό τσούρμο του ΣΥΡΙΖΑ είχε κάθε λόγο να κατασκευάσει και να πλασάρει το ιδεολόγημα της «αριστερής ανατροπής». Η αριστερή πτέρυγα αυτού του τσούρμου το πήγαινε πολύ πιο πέρα, μέχρι το… άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όμως και η δεξιά πτέρυγα δεν πήγαινε πίσω, αφού υποσχόταν πλήρη απεμπλοκή από τη μνημονιακή πολιτική και εφαρμογή ενός νέου οικονομικού υποδείγματος, το οποίο θα οδηγούσε σε ευρείες κοινωνικές αλλαγές, που θα έφερναν στο προσκήνιο τον κόσμο της εργασίας.
Μιλώντας γενικά, η πείρα των εργαζόμενων μαζών δεν τους επέτρεπε να ελέγξουν τη βασιμότητα αυτού του ιδεολογήματος. Υπήρχε, βέβαια, το προηγούμενο του ΠΑΣΟΚ, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ προβαλλόταν σαν «ριζοσπαστική αριστερά», με καταγωγή από το παλιό κομμουνιστικό κίνημα, οπότε ο ορίζοντας της κριτικής σκέψης θόλωνε. Αν πάρουμε, μάλιστα, υπόψη μας το γεγονός ότι η όποια κριτική σκέψη των εργαζόμενων μαζών είναι κατά βάση εμπειρική, χωρίς τα βασικά συστατικά μιας επαναστατικής θεωρίας, θα συμφωνήσουμε πως τα πράγματα γίνονταν πιο εύκολα για την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Μιλώντας ειδικά και αναφερόμενοι στα πιο συντηρητικοποιημένα κοινωνικά στρώματα, θα διαπιστώσουμε ότι η λογική του «μικρότερου κακού», εγγενής διαχρονικά σε όσους περιορίζονται στο ρόλο του ψηφοφόρου, αλλά και διογκωμένη από τις συνέπειες των απανωτών ηττών της προηγούμενης πενταετίας, λειτουργούσε επίσης υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Η φράση «και τα μισά απ' αυτά που υπόσχονται να κάνουν, ευχαριστημένος θα είμαι» ακουγόταν τότε σε κάθε πολιτική συζήτηση.
Ποια θα έπρεπε να είναι η απάντηση σ' αυτά τα ισχυρά σημεία της συριζαίικης δημαγωγίας; Αυτή που έδωσε αυτή εδώ η εφημερίδα, κηρύσσοντας ανελέητο πόλεμο στον ΣΥΡΙΖΑ, αναλύοντας την πολιτική του, αποκαλύπτοντας αυτό που αναπόφευκτα θα γίνει, εξηγώντας με σαφή και κατανοητό τρόπο πως όλα όσα συνιστούν το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι… σκέτο αφήγημα. Δηλαδή, μια συρραφή ψευδών, με μοναδικό σκοπό την αναρρίχηση στην εξουσία μιας ομάδας που άρπαξε από τα μαλλιά την ευκαιρία που της προσέφερε η ταχεία κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ.
Και όμως, αυτή η προσέγγιση των πραγμάτων, η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ πριν αυτός αναρριχηθεί στην εξουσία, έτσι που να ωριμάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται η κοινωνική συνείδηση περί του χαρακτήρα αυτού του πολιτικού μορφώματος, δεν βρήκε μεγάλη απήχηση στους οργανωμένους πολιτικούς χώρους στ' αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι γνωστές οι πολιτικές απόψεις, που είτε πρόσφεραν ανοχή στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε πρέσβευαν ότι υπάρχουν πτυχές που ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει προοδευτική πολιτική (π.χ. κρατική καταστολή), τεμαχίζοντας έτσι κατά το δοκούν το ενιαίο της πολιτικής, είτε περιόριζαν την πολιτική παρέμβαση σε ρόλο «πίεσης από τ' αριστερά για να υλοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις υποσχέσεις του».
Η επιχειρηματολογία που συνόδευε αυτές τις πολιτικές απόψεις και στάσεις δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Γι' αυτό και δε θα τη θυμίσουμε. Αλλωστε, πλέον όλα είναι τόσο καθαρά που δε χρειάζεται να θυμίσουμε τι έλεγαν διάφοροι πριν από ένα χρόνο. Τους έχει διαψεύσει η ίδια η ζωή. Και δεν μπορούν να επικαλεστούν ότι εξ αντικειμένου δεν μπορούσαν να προβλέψουν τι θα γίνει, πρώτο επειδή υπάρχουν εκείνοι που πρόβλεψαν με απόλυτη ακρίβεια και δεύτερο επειδή η πρόβλεψη δεν είχε χαρακτήρα προφητείας, αλλά στηριζόταν σε συγκεκριμένα δεδομένα.
Ποια ήταν αυτά τα δεδομένα; Ηταν η δεδομένη απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί τον ελληνικό καπιταλισμό, χωρίς να διαταράξει τις στρατηγικές του επιλογές, ούτε στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ), ούτε στον οικονομικό τομέα (ένταξη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη). Ηταν οι δεδομένοι συσχετισμοί εντός της ΕΕ, αλλά και η δεδομένη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Οταν δεν αμφισβητείς αυτές τις θεμελιώδεις στρατηγικές επιλογές, τότε το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Δεν μπορείς, δηλαδή, να πιστέψεις πως επειδή μια κυβέρνηση θα επικαλεστεί τη λαϊκή εντολή που έλαβε στις εκλογές, αυτό θα συγκινήσει έστω και ελάχιστα τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Αυτό υπαγόρευε η θεωρία σε όποιον έχει γνώση αυτής της θεωρίας. Εννοούμε τον μαρξισμό-λενινισμό, τον οποίο πολλοί από τους ουραγούς του ΣΥΡΙΖΑ συνηθίζουν να ειρωνεύονται ως «ευαγγέλιο» και «ταριχευμένη γνώση». Εκείνο που αποδείχτηκε, όμως, είναι πως ο μαρξισμός-λενινισμός -ακριβώς επειδή είναι επιστήμη- επιβεβαιώθηκε ως θεωρία και στην ανάλυση των προοπτικών άσκησης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο οπορτουνιστικός εμπειρισμός των «απελευθερωμένων από δόγματα» πνευμάτων αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά για τα σκουπίδια.
Η γραμμή ουράς στον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκε και μετεκλογικά. Το θέατρο της «σκληρής διαπραγμάτευσης» εξελήφθη ως πραγματική σύγκρουση, με αποκορύφωμα τη στράτευση όλων αυτών των πολιτικών δυνάμεων στο πλευρό του ΣΥΡΙΖΑ στο ψευτοδημοψήφισμα του περασμένου Ιούλη, που ήταν εξ αρχής φαλκιδευμένο (αρκεί μόνο να αναφερθούμε σ' αυτό που μας θύμισε ο Βαρουφάκης στην πρόσφατη πολύκροτη συνέντευξή του στον Παπαχελά: όταν ο Τσίπρας προκήρυξε το δημοψήφισμα, είχε ήδη συμφωνήσει σε όλα και τα είχε δώσει γραπτά στους «εταίρους»). Και όμως, ακόμη και το κείμενο που ο ίδιος ο Τσίπρας είχε υποβάλει ως πρόταση, πριν το δημοψήφισμα, κείμενο που ήταν χειρότερο από τη λεγόμενη πρόταση Γιούνκερ, δεν ήταν ικανό για να τραβήξει τους ουραγούς από τη μέθη του «λαϊκού αγώνα του Οχι».
Επανάσταση ή μεταρρύθμιση; ήταν το δίλημμα που έθεσε με τον τίτλο ενός βιβλίου της η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πριν από έναν αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέσβευε καν τη μεταρρύθμιση. Ισως σε άλλες εποχές να είχε περιθώρια κάποιας οριακής μεταρρυθμιστικής πολιτικής, όπως συνέβη αρκετές φορές με την παλαιότερη σοσιαλδημοκρατία. Στην παρούσα συγκυρία, όμως, με την καπιταλιστική κρίση να καθιστά απαγορευτική κάθε φιλολαϊκή-φιλεργατική μεταρρυθμιστική πολιτική και να επιτρέπει μόνο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μεταρρυθμίσεις, το πραγματικό δίλημμα που τίθεται είναι: επανάσταση ή διαχείριση (του καπιταλισμού);
Η διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού σήμερα μπορεί να γίνει μόνο μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο: αυτόν που γίνεται, ανεξάρτητα από το κόμμα ή τη συμμαχία κομμάτων που ασκεί τη διαχείριση. Η επανάσταση δεν περιμένει μόνο την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου, αλλά κι εκείνους που θ' αναλάβουν αυτό το έργο.
Πέτρος Γιώτης