«Για να μην περάσουν τα μέτρα υπάρχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: Πρώτη προϋπόθεση είναι η ένταση και κλιμάκωση των πολιτικών παρεμβάσεών μας στη Βουλή και στην κοινωνία προκειμένου να μην υπάρξει πλειοψηφία των 151 Βουλευτών κατά την ψηφοφορία (…) Η δεύτερη προϋπόθεση, για την οποία εργαζόμαστε είναι οι κινητοποιήσεις της επόμενης εβδομάδας, που έχουν ήδη προκηρύξει τα συνδικάτα, έμποροι, βιοτέχνες, επιστημονικοί φορείς, φοιτητικοί σύλλογοι κλπ, να έχουν πολύ μεγάλη επιτυχία. Η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα, είναι πολύ σημαντική προϋπόθεση. Το να υπάρχουν ένα, δύο εκατομμύρια πολίτες, εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, στο Σύνταγμα, δημιουργεί πολύ μεγάλη πίεση στη συνείδηση του κάθε Βουλευτή για να μην ψηφίσει αυτό το πακέτο των μέτρων. Εάν λοιπόν πετύχουμε τον πρώτο στόχο μας, να μην περάσουν δηλαδή τα μέτρα, αυτόματα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να πετύχουμε και το δεύτερο στόχο μας, που δεν τον κρύβουμε και δεν είναι άλλος από το να πέσει αυτή η τρικομματική μνημονιακή κυβέρνηση».
Μ’ αυτόν τον γλαφυρό τρόπο περιέγραφε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Στρατούλης (στο πρωινάδικο του ΑΝΤ1) την, τρόπον τινά, στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έναντι του εφιαλτικού πολυνομοσχέδιου και του προϋπολογισμού. Πλέον γνωρίζουμε ότι η στρατηγική αυτή –τουλάχιστον προς το παρόν– ναυάγησε. Οι βουλευτές της πλειοψηφίας έκαναν τη δουλειά τους και όχι αυτό που περίμενε ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί άραγε; Μήπως επειδή δεν κατέβηκαν «ένα, δύο εκατομμύρια πολίτες, εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, στο Σύνταγμα», όπως περίμενε ο Στρατούλης; Και πότε έγινε αυτό; Η μεγαλύτερη λαοσύναξη έγινε μια Κυριακή των «αγανακτισμένων» και η αμέσως μεγαλύτερη το βράδυ της 12ης Φλεβάρη του 2012, όταν ψηφιζόταν το Μνημόνιο-2. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε, επίσης, και στις δυο αυτές περιπτώσεις. Και το πρώτο Μεσοπρόθεσμο ψηφίστηκε και το Μνημόνιο-2 ψηφίστηκε, χωρίς η κάθε φορά κυβερνητική πλειοψηφία (σκέτο ΠΑΣΟΚ την πρώτη φορά, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τη δεύτερη) να κλονιστεί, μολονότι τη δεύτερη φορά υπήρξαν πολλές διαρροές και ισάριθμες διαγραφές βουλευτών από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Κάθε φορά, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία εξασφαλίζεται κι αυτό είναι ανεξάρτητο από τη μαζική ή μη μαζική παρουσία του λαού στο Σύνταγμα. Κι όμως, παρά την προηγούμενη εμπειρία, επιμένουν να πλασάρουν την ίδια πολιτική πρόταση: ο λαός να κατέβει μαζικά –και προπαντός ειρηνικά– στο Σύνταγμα, με στόχο να μεταστρέψει τους βουλευτές της πλειοψηφίας (ένα τμήμα τους) και να μην περάσουν τα μέτρα.
Δεν πρόκειται για μια λαθεμένη αδιέξοδη τακτική. Πρόκειται για μια μεθοδευμένη στρατηγική εγκλωβισμού του λαού μέσα στον κοινοβουλευτικό βάλτο. Σημείο αναφοράς είναι και πρέπει να μείνει η Βουλή. Ο ρόλος του λαού πρέπει να περιορίζεται στη διαμόρφωση των κοινοβουλευτικών συσχετισμών, με απόλυτο σεβασμό στην αστική νομιμότητα. Ο ρόλος του λαού ξεκινά με τη μορφή της διαδήλωσης, η οποία –κινούμενη αυστηρά σε ειρηνικά πλαίσια– θα προσπαθήσει να μεταστρέψει βουλευτές της πλειοψηφίας και, αν δεν το καταφέρει αυτό, ο ρόλος του λαού θα συνεχιστεί με τη μορφή των εκλογών, οι οποίες κάποια στιγμή θα έρθουν.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα έλεγε ότι δεν πρόκειται να εκβιάσει εκλογές, έβαλε αιφνιδιαστικά στη φαρέτρα του και αυτό το αίτημα. Τόσο αιφνιδιαστικά που προς στιγμήν «έμπλεξαν τα μπούτια τους». Το πρωί στον ΑΝΤ1 η Δούρου έλεγε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητά εκλογές και το μεσημέρι ο Τσίπρας ζητούσε εκλογές. Ειπώθηκε και γράφτηκε ότι το αίτημα για εκλογές προστέθηκε στην τακτική του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από το «δεν είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε» του Λαφαζάνη, που έγινε σημαία από τα κυβερνητικά κόμματα και τα αστικά ΜΜΕ. Θεωρούμε ότι αυτή η ανάγκη ήταν απλά ο καταλύτης που επιτάχυνε τα πράγματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να ρίξει στην αρένα το αίτημα των εκλογών, προκειμένου να κρατήσει τον ελληνικό λαό εγκλωβισμένο στον κοινοβουλευτικό βάλτο. Ως μόνη ελπίδα του λαού πρέπει να φαίνονται οι εκλογές, που θα δώσουν τη νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι όποιες κινητοποιήσεις πρέπει να είναι ειρηνικές, δηλαδή αναποτελεσματικές, ώστε να λειτουργούν μόνο ως εργαλείο αλλαγής του πολιτικού κλίματος, που θα οδηγήσει σε συντεταγμένη λύση-εκτόνωση διά των εκλογών. Πότε; Οταν η συγκεκριμένη συγκυβέρνηση δε θα μπορεί να κυβερνήσει άλλο.
Επί τη ευκαιρία, να διαλύσουμε και την αχλύ ενός άλλου συριζικού μύθου, που τον επαναλαμβάνει συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ, χαϊδεύοντας με αισχρό λαϊκίστικο τρόπο τ’ αυτιά ενός λαού που βρίσκεται σε απόγνωση. Ο λαός θα γκρεμίσει και αυτή την κυβέρνηση, όπως γκρέμισε τις δύο προηγούμενες, λέει συνεχώς ο Τσίπρας. Ομως, τις δυο προηγούμενες κυβερνήσεις δεν τις γκρέμισε ο λαός. Τον Παπανδρέου τον γκρέμισαν η Μέρκελ με τον Σαρκοζί, για να φέρουν τον Παπαδήμο. Κι ο τελευταίος αποχώρησε –αργότερα μάλιστα από τον αρχικά προγραμματισμένο χρόνο– επειδή ο Σαμαράς βιαζόταν να γίνει πρωθυπουργός και φοβόταν ότι περαιτέρω στήριξη της κυβέρνησης Παπαδήμου από τη ΝΔ θα οδηγούσε σε παραγραφή του δικού του ονείρου να γίνει κάποτε πρωθυπουργός.
Ο Σαμαράς δεν είχε άδικο στους υπολογισμούς που έκανε στις αρχές της περασμένης άνοιξης. Αν παρέμενε η κυβέρνηση Παπαδήμου, όπως ζητούσε το ΠΑΣΟΚ, τα μέτρα που ψηφίστηκαν τώρα θα είχαν ψηφιστεί από τον Ιούνη, όπως προέβλεπε ο σχεδιασμός του Μνημόνιου-2. Και η ΝΔ, όποτε κι αν γίνονταν οι εκλογές, ακόμα κι αν η προηγούμενη Βουλή εξαντλούσε την τετραετή θητεία της (εκλογές το Νοέμβρη του 2013), η ΝΔ θα είχε την τύχη του ΠΑΣΟΚ. Οταν μετά βίας κατάφερε να σώσει την παρτίδα τον Μάη κσι τον Ιούνη, με μερικούς μόνο μήνες «μνημονιακής» συγκυβέρνησης, φανταστείτε τι θα γινόταν αν οι λίγοι μήνες γίνονταν δυο χρόνια και στο Μνημόνιο-2 είχε προστεθεί το τωρινό πολυνομοσχέδιο.
Ο Σαμαράς ικανοποίησε το προσωπικό του όραμα (να γίνει πρωθυπουργός), ταυτόχρονα όμως προσέφερε πολιτική λύση στο σύστημα. Η αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος ήταν δεδομένη, αφού από την επαύριο της ψήφισης του Μνημόνιου-2 είχαν ήδη γίνει μετεγγραφές βουλευτών και είχε δημιουργηθεί ένα καινούργιο δεξιό κόμμα (του Καμμένου). Αυτή αποτυπώθηκε στις εκλογές του Μάη και έδωσε τη δυνατότητα για ένα νέο κυβερνητικό σχήμα μετά τις εκλογές του Ιούνη (με τη νίκη του εκβιαστικού διλήμματος «ευρώ ή δραχμή;»), που θα μπορέσει για ένα χρονικό διάστημα να «πάει» το σκάφος του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Και βέβαια, δεν είναι τυχαίο ότι ήδη υπάρχουν διεργασίες για νέους κομματικούς σχηματισμούς, κυρίως από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ δουλεύονται «ιδέες» για «ενιαίο ευρωπαϊκό μέτωπο», το οποίο βεβαίως θα είναι υπό τον Σαμαρά, αφού αυτός προεδρεύει του μεγαλύτερου κομματικού σχηματισμού απ’ αυτούς που υποτίθεται ότι θα συνασπιστούν στο «ευρωπαϊκό μέτωπο».
Εκείνο που προσπαθούμε να πούμε είναι ότι ο αστικός κοινοβουλευτισμός, ακόμη και σε συνθήκες πολιτικής κρίσης, μπορεί να βρίσκει λύσεις εξουσίας, λιγότερο ή περισσότερο βιώσιμες, όταν η ταξική πάλη περικλείεται ασφυκτικά μέσα στα δικά του πλαίσια. Μόνο όταν ο λαός, με μπροστάρισσα την εργατική τάξη, αμφισβητήσει τον ίδιο τον κοινοβουλευτισμό, όταν αρχίσει να σπάει την αστική νομιμότητα, η πολιτική κρίση δε θα περιορίζεται στις κορυφές (όπου είναι πολιτικά διαχειρίσιμη), αλλά θα περάσει στη βάση της κοινωνίας, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μετατροπή της σε κοινωνική κρίση.
Η μεγάλη συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στο καπιταλιστικό σύστημα είναι ότι αποτρέπει αυτή την προοπτική, επαναλαμβάνοντας αυτό που την περίοδο 1974-1981 διεκπεραίωσε το ΠΑΣΟΚ. Οι συνθήκες, βέβαια, είναι διαφορετικές, όμως ο πυρήνας της πολιτικής παρέμβασης παραμένει ο ίδιος: να εγκλωβιστούν η εργατική τάξη και η φτωχολογιά σε μια λογική κοινοβουλευτικής εναλλαγής, ώστε ν’ αποτραπεί κάθε επαναστατικός αναβρασμός. Μάλιστα, όπως και άλλες φορές έχει σημειωθεί από τις στήλες της «Κ», το έργο του ΠΑΣΟΚ τότε ήταν πιο δύσκολο απ’ αυτό που έχει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ καλούνταν να τιθασεύσει ένα ριζοσπαστικό εργατολαϊκό κίνημα, με αιτήματα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διαχειριστεί την απειλή μιας λαϊκής εξέγερσης και ένα κίνημα εξουθενωμένο, χωρίς εσωτερική ενότητα, χωρίς καθαρούς στόχους.
Πέρα από την απροκάλυπτη εκλογικίστικη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει και η «λάιτ» εκδοχή του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, την οποία πλασάρει η ηγεσία του Περισσού, παρά τον αγωνιστικό βερμπαλισμό που χρησιμοποιεί. Ας σημειωθεί ότι η περιχαράκωση του κομματικού ακροατήριου σε χωριστές συγκεντρώσεις, μολονότι αυτό δεν είναι εκλογικά «παραγωγικό», δεν αποτελεί απλά μια σεκταριστική εμμονή της ηγεσίας του Περισσού, αλλά κομμάτι μιας στρατηγικής απομόνωσης εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικων δυνάμεων από κάθε επιρροή πέραν της κομματικής. Μιλάμε, φυσικά, για επιρροές ριζοσπαστικές και όχι ΣΥΡΙΖΑίικες.
Την Πέμπτη 1η του Νοέμβρη, όταν το τοπίο περί την ψήφιση του πολυνομοσχέδιου ξεκαθάρισε, ο Περισσός οργάνωσε μια γρήγορη συνέντευξη Τύπου της Παπαρήγα, η οποία διατύπωσε ως εξής το ζητούμενο για τις επόμενες μέρες: «Οι μέρες που περνάμε περικλείουν γεγονότα κρίσιμης σημασίας, που μπορεί να οδηγήσουν σε μία μικρή ή μεγαλύτερη νίκη του λαού, όσον αφορά τη στάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας απέναντι στα νέα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση. Το παν εξαρτάται απ’ την υπεύθυνη, μαζική και μαχητική στάση του λαού μπροστά στη 48ωρη απεργία που πρέπει να πάρει το χαρακτήρα ενός μαζικού ξεσηκωμού. Αλίμονο, δηλαδή, αν ο λαός δεν αξιοποιήσει αυτές τις μέρες για να επιβάλει ρωγμές στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία με ελπίδα την καταψήφιση των νέων μέτρων».
Ποια η διαφορά απ’ αυτά που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ; Καμιά απολύτως. Ελπίδες για διάρρηξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και καταψήφιση των μέτρων «πουλούσε» ο ΣΥΡΙΖΑ, τις ίδιες ελπίδες «πούλησε» και ο Περισσός. Με χαρακτηριστικό τρόπο, μάλιστα. Αλίμονο αν ο λαός δεν επιδιώξει αυτό το στόχο, είπε η Παπαρήγα. Και για να πετύχει αυτόν το στόχο ο λαός θα πρέπει να δείξει στάση «υπεύθυνη, μαζική και μαχητική». Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «υπεύθυνη» μπήκε πρώτη και η λέξη «μαχητική» τελευταία. Το περιεχόμενο του τρίπτυχου «υπεύθυνη, μαζική, μαχητική» το έχουμε γνωρίσει πολλές φορές στο παρελθόν, το γνωρίσαμε και στο διήμερο της 48ωρης απεργίας. Υπευθυνότητα σημαίνει περιφρούρηση του αστικού κοινοβούλιου και γενικότερα της κοινωνικής γαλήνης, ενώ η μαχητικότητα έχει να κάνει με την ένταση της φωνής των διαδηλωτών της πορείας του Περισσού. Οτιδήποτε άλλο εκτός από ζωηρά συνθήματα και ρυθμικό χτύπημα των ποδιών στο οδόστρωμα θεωρείται «προβοκάτσια».
Ο Περισσός, βέβαια, δεν μπορεί να ζητήσει εκλογές, για ευνόητους λόγους. Αν το κάνει θα είναι σαν να αβαντάρει τον ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και η Παπαρήγα συμπλήρωσε: «Το θέμα, βέβαια, κρίνεται πριν απ’ όλα έξω απ’ τη Βουλή. Εκεί θα φανεί τι δυνατότητα υπάρχει. Χαμένη είναι η μάχη που δε δίνεται». Πρώτα είπε ότι ο λαός δεν πρέπει ν’ αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία να προκαλέσει ρήγματα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μετά, κυριολεκτικά για ξεκάρφωμα, ότι το θέμα κρίνεται πριν απ’ όλα έξω από τη Βουλή. Τι θα έπρεπε να γίνει έξω από τη Βουλή, για να επηρεάσει αυτό που θα γινόταν μέσα στη Βουλή; Ρητορικό είναι το ερώτημα, γιατί η απάντηση από πλευράς Περισσού έχει δοθεί πολλές φορές και την περασμένη Τρίτη και Τετάρτη απλώς δόθηκε μία ακόμη.
Συμπλήρωσε και άλλα η Παπαρήγα. Τα καθιερωμένα, που υποτίθεται ότι διαφοροποιούν τον Περισσό από τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οτι ο λαός πρέπει να αποβάλει «κάθε μοιρολατρία ή, αν θέλετε, και κάθε αυταπάτη όσον αφορά την ένταξη, την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση γενικά και όχι μόνο στην Ευρωζώνη». Οτι ο λαός πρέπει να ξέρει πως «κάθε ρωγμή που ο ίδιος θα επιβάλλει με την αντεπίθεσή του, στο βαθμό που αυτή η ρωγμή δεν εντάσσεται σε μια γενική πολιτική ρήξης και ανατροπής, το πολιτικό σύστημα μπορεί αυτή τη ρωγμή να την καλύπτει, να την κλείνει».
Τις επόμενες μέρες, καθώς είχε διαμορφωθεί ήδη το σκηνικό και φαινόταν ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία επαρκεί για την ψήφιση των βάρβαρων μέτρων, ο Περισσός εγκατέλειψε τα καλέσματα για δημιουργία ρωγμών στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ίσως επηρέασε και το γεγονός ότι τα είχε κάνει σημαία του ο ΣΥΡΙΖΑ) και το γύρισε στο… πιο αγωνιστικό, με τη γνωστή δήλωση της Παπαρήγα: «Καλούμε το λαό να προχωρήσει σε συστηματική και καλά οργανωμένη απειθαρχία και ανυπακοή όχι μόνο στις αποφάσεις της κυβέρνησης αλλά γενικότερα στο σύστημα».
Τι σημαίνουν αυτά επί του πρακτέου; Απολύτως τίποτα. Ο συνταξιούχος που του κόβουν τη σύνταξη και ο δημόσιος υπάλληλος που τον βάζουν σε διαθεσιμότητα σε τι θα απειθαρχήσει; Εχει καμιά δυνατότητα ατομικής αντίδρασης; Ολα τα καλέσματα αυτού του τύπου στο παρελθόν, ειδικά για μη πληρωμή του χαρατσιού μέσω ΔΕΗ, μολονότι αγκαλιάστηκαν από αρκετούς εργαζόμενους, πνίγηκαν στο αδιέξοδο του σχεδιασμού τους. Πλέον, η μη πληρωμή του χαρατσιού είναι ατομική υπόθεση. Οποιος δεν έχει δεν πληρώνει. Αυτός, όμως, δεν απειθαρχεί, κάνει αυτό που του επιβάλλει η φτώχεια του. Δεν χρειαζόταν να του πει κάποιος να το κάνει, του το λέει η ανάγκη του.
Μήπως, όμως, το κάλεσμα του Περισσού για «απειθαρχία» και «ανυπακοή» έχει το χαρακτήρα ενός καλέσματος για εξέγερση; Μόνο σαν κακόγουστο καλαμπούρι θα μπορούσε ν’ ακουστεί κάτι τέτοιο, δεδομένης της γενικότερης στάσης αυτού του κόμματος. Δεν χρειάζεται να θυμηθούμε την περιβόητη ατάκα της Παπαρήγα από το βήμα της Βουλής, που απετέλεσε έναν ακόμη όρκο πίστης στην αστική νομιμότητα («στη λαϊκή επανάσταση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι»). Αρκεί να δούμε το σύνολο της πρακτικής πολιτικής του καθ’ όλη την περίοδο από το 1974 μέχρι σήμερα. 38 χρόνια απόλυτης υποταγής στην αστική νομιμότητα και καταδίκης ακόμα και εργατικών συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής έχει να μας επιδείξει το συγκεκριμένο κόμμα. Εχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με κούφια λόγια που προσπαθούν να στηρίξουν την εκλογική στρατηγική του Περισσού. Τίποτα περισσότερο.
Είναι νομίζουμε καθαρό, ότι τα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς, όπως κάνουν δεκαετίες τώρα, παρά τις μεταξύ τους διαφορές στην προπαγάνδα και στην κοινοβουλευτική δύναμη, συναντιούνται σ’ ένα σημείο που είναι πολύ σημαντικό για το καπιταλιστικό σύστημα. Δεν αμφισβητούν τον αστικό κοινοβουλευτισμό και σέβονται απόλυτα την αστική νομιμότητα. Πέραν των άλλων, με την τακτική τους να καλούν το λαό να κινητοποιηθεί για ν’ αλλάξει τους υπάρχοντες συσχετισμούς στο κοινοβούλιο, σπέρνουν την απογοήτευση στους εργαζόμενους. Οταν εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλώνουν και πολλοί περισσότεροι απεργούν, και το μπλοκ της πλειοψηφίας περνάει –έστω και με απώλειες σε έμψυχο δυναμικό– τα απανωτά εφιαλτικά πακέτα μέτρων, τότε σκορπίζεται σύγχυση, απογοήτευση και ηττοπάθεια στις λαϊκές μάζες, που δεν βλέπουν μπροστά τους μια νικηφόρα πολιτική. Με το σύνδρομο της ήττας αυτές οι λαϊκές μάζες καθίστανται έτοιμες για να χρησιμοποιηθούν σαν πρώτη ύλη για την επόμενη κυβερνητική εναλλαγή, για να διαψευστούν και πάλι.
Πέτρος Γιώτης