Μοιραζόμαστε την οργή με όσους αγανάκτησαν ειλικρινά από τη βεβήλωση της Μακρονήσου από κάποιο βιβλιοπωλείο που οργάνωσε εκδρομή με… μενού εξορίας από in κέτερινγκ των βορείων προαστίων. Γιατί υπήρξαν κι εκείνοι που αγανάκτησαν επειδή… έπρεπε ν' αγανακτήσουν. Και σ' αυτούς συγκαταλέγουμε την πλειοψηφία των συριζαίων, ιδιαίτερα εκείνων που είναι «κώλος και βρακί» με την κυβέρνηση.
Το βιβλιοπωλείο που μαγάρισε τη Μακρόνησο είναι τυπικό δείγμα του «χιπστερισμού». Ενας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των χαμαιτυπείων που πωλούν «πνευματική τροφή» σε καλοζωισμένους «εναλλακτικούς», που μπορεί να χαλάσουν ένα σαββατόβραδο στο μπαρ όσα χάλασε το πρωί της ίδιας μέρας μια εργατική οικογένεια σε λαϊκή και σούπερ μάρκετ για ν' αγοράσει τα ψώνια της βδομάδας. Είναι το ίδιο βιβλιοπωλείο που έκανε διαφήμιση αρνούμενο να πουλήσει το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα.
Αν όμως εγκλωβιστούμε μόνο στην καταγγελία του μοντέρνου κωλοπαιδισμού, θα χάσουμε την ουσία. Για-τί η ουσία δεν είναι τι κάνουν αυτοί, αλλά τι κάνουμε εμείς για να μην εξαφανιστεί αυτός ο τόπος ιστορικής μνήμης. Κι εδώ ας μας επιτραπεί η κατάθεση μιας προσωπικής μαρτυρίας.
Οταν πριν από μερικά χρόνια ο ελβετός ντοκιμαντερίστας Ολιβιέ Ζισουά αποφάσισε να κάνει μια ταινία για τη Μακρόνησο, δεν ήξερε τίποτα εκτός από τα ποιήματα από τον «Πέτρινο χρόνο» του Γιάννη Ρίτσου, τα οποία έτυχε να διαβάσει στα γαλλικά και το ρίγος που του προκάλεσαν ήταν η κινητήρια δύναμη για να κάνει την ταινία του. Οταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Μακρόνησο για να κάνει το «ρεπεράζ» της ταινίας, επέστρεψε στην Αθήνα συγκλονισμένος. Συγκλονισμένος από την εικόνα εγκατάλειψης που αντίκρισε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πώς είναι δυνατόν ν' αφήνονται τα ιστορικά κτίρια να μετατρέπονται σε σωρούς από ερείπια, αντί να έχουν μετατραπεί σε μουσεία. Οταν μίλησε με δεκάδες Μακρονησιώτες και Μακρονησιώτισσες και κατέγραψε τις συγκλονιστικές τους διηγήσεις, κατάλαβε: το ελληνικό κράτος, μολονότι κάποια στιγμή ανακήρυξε τη Μακρόνησο Ιστορικό Τόπο (το 1989) την αφήνει σκόπιμα να μετατραπεί σε σωρό από ερείπια, για να σβήσει τη μνήμη του εγκλήματος σε βάρος του ανθού της Ελλάδας.
Ο Ζισουά με τους συνεργάτες του έφτιαξαν ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ («Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας»). Τα ποιήματα του Ρίτσου, του Λειβαδίτη και του Λουντέμη ακούγονται στα ελληνικά και αντιπαρατίθενται με τις εικόνες της ερείπωσης του ιστορικού τόπου. Κι η τελευταία σκηνή της ταινίας δείχνει σκαφάτους ν' αποβιβάζονται στη Μακρόνησο για το μπάνιο τους. Επέμεινε πολύ να τελειώσει την ταινία μ' αυτή τη σκηνή, μολονότι συνεργάτες του έλεγαν πως ενδεχομένως ν' αδυνάτιζε την ταινία. Ηταν η προειδοποίηση ενός ευαίσθητου καλλιτέχνη προς όλους εμάς που (πρέπει να) είμαστε οι κληρονόμοι της ιστορικής μνήμης. Το πρόσθετο μαγάρισμα αποτελεί τη ζωντανή επιβεβαίωση της προειδοποίησης.
Η ταινία του Ζισουά απορρίφθηκε από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης! Προβλήθηκε σε διεθνή φεστιβάλ, πήρε βραβεία, αλλά δεν κρίθηκε «άξια» για το ελληνικό φεστιβάλ, όπου προβάλλονται ακόμα και τηλεοπτικής αισθητικής ντοκιμαντέρ. Η απόρριψη δεν είχε καλλιτεχνική, αλλά πολιτικά αίτια. Ηταν μια ακόμα ενέργεια της οργανωμένης λήθης ενάντια στη μη οργανωμένη μνήμη. Οι δημιουργοί επιτρέπουν εδώ και καιρό τη δωρεάν προβολή της στην Ελλάδα (μπορείτε να την κατεβάσετε από την ιστοσελίδα https://commedeslionsdepierre.net/thefilm/about/?lang=el). Ομως, το πρόβλημα παραμένει: είναι δικό μας καθήκον η διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Για να λειτουργήσει ως σχολείο και όχι επειδή υποκριτικά «πρέπει» να οργιζόμαστε από τη βεβήλωση.
Π.Γ.