Ενα από τα αγαπημένα δόγματα της αστικής ιδεολογίας αναφέρεται στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Ανεξαρτησία όχι μόνο από την εκτελεστική (κυβέρνηση) και τη νομοθετική (Βουλή) εξουσία, αλλά και από τις αντιμαχόμενες τάξεις της κοινωνίας. Μάλιστα, αυτόν τον δογματικό κανόνα συχνά τον κατεβάζουν από τα ύψη της θεωρητικής σύλληψης του Μοντεσκιέ και τον εκλαϊκεύουν δεόντως: η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο των φτωχών απέναντι στις αυθαιρεσίες των πλουσίων.
Για να μπορέσει να σταθεί αυτό το ιδεολόγημα έχει ανάγκη από επιβεβαιώσεις. Μπορεί αυτές ν' αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις, όμως προπαγανδιστικά ανάγονται σε κανόνα. Δικαιώνεται, για παράδειγμα, ένας απολυμένος συνδικαλιστής κι αμέσως η υπόθεση γίνεται πρώτη είδηση, για να σκεπάσει τον κανόνα που θέλει όλες τις απεργίες, για τις οποίες έχει κατατεθεί εργοδοτική προσφυγή, να κρίνονται από τα ίδια δικαστήρια παράνομες και καταχρηστικές.
Αλλες φορές, τα αστικά δικαστήρια εμφανίζονται σαν να βάζουν φρένο σε κυβερνητικές ενέργειες που ξεπερνούν κάποιο όριο. Στις περισσότερες απ' αυτές τις περιπτώσεις τα αστικά δικαστήρια εμφανίζονται ως εγγυητές του συστήματος, τα συμφέροντα του οποίου δεν ταυτίζονται πάντοτε με τις αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων. Αλλοτε πάλι, ακολουθώντας μια τακτική διολίσθησης, τα αστικά δικαστήρια εκτονώνουν τη λαϊκή διαμαρτυρία, αναζητώντας την κατάλληλη στιγμή για να πάρουν μια απόφαση υπέρ του κεφαλαίου, που μπορεί να είναι ακόμα και παράνομη. Είναι αυτό που ονομάζουν «ωρίμανση».
Δείτε τι έγινε με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Τα ποινικά δικαστήρια αποφάσισαν σε πρώιμο βαθμό για το σκανδαλώδες του πράγματος. Απήγγειλαν σοβαρότατες κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα, προφυλάκισαν τους καλόγερους, οδήγησαν αστούς πολιτικούς εκτός ενεργούς πολιτικής, κι όταν η υπόθεση ξεχάστηκε και δε συγκινούσε πλέον, με μια προκλητική σκανδαλώδη απόφαση απάλλαξαν όσους είχαν ξεμείνει ως κατηγορούμενοι στην υπόθεση.
Πάρτε την υπόθεση του γηπέδου στο άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας. Οταν τα νήματα κινούσε ένας τυχάρπαστος καπιταλιστής, χωρίς να έχει καμιά κυβερνητική στήριξη, το ΣτΕ δεν πήρε το ρίσκο να συγκρουστεί με τον κόσμο της περιοχής που «έβραζε». Το λεγόμενο σχέδιο Γρανίτσα απορρίφθηκε σε διάφορα επίπεδα από το ΣτΕ. Οταν στο παιχνίδι μπήκε άλλος καπιταλιστής, με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια και με γερές πολιτικές πλάτες, το ΣτΕ έκανε στροφή 1800, εκτιμώντας ότι μια δική του απόφαση θα έγερνε αποφασιστικά τη ζυγαριά υπέρ του καπιταλιστή, σπέρνοντας απογοήτευση και περιθωριοποιώντας τον λαϊκό παράγοντα.
Τα ίδια και στην περιοχή του Προμπονά: το ΣτΕ έκρινε αρχικά παράνομη την υπουργική απόφαση που βόλευε τους άρπαγες καπιταλιστές και παρέδιδε στις βουλιμικές τους ορέξεις μια περιοχή που θα έπρεπε να λειτουργήσει σαν ανάσα πρασίνου και αναψυχής. Μερικά χρόνια αργότερα, παρέδωσε την ίδια περιοχή στους καπιταλιστές, που στο μεταξύ είχαν οργανώσει καλύτερα την πολιτική στήριξή τους. Από την άποψη των πραγματικών δεδομένων δεν άλλαξε τίποτα, ώστε να δικαιολογείται η ριζικά διαφορετική δικαστική κρίση. Απλά, τα πράγματα «ωρίμασαν» ώστε να δοθεί η τελική υπέρ των καπιταλιστών λύση σε δικαστικό επίπεδο.
Μπορεί κανείς να φέρει άπειρα παραδείγματα, με την αστική Δικαιοσύνη να ερμηνεύει με σκανδαλώδη αυθαιρεσία το ίδιο το αστικό νομικό πλαίσιο, προκειμένου να εξυπηρετήσει καπιταλιστικά συμφέροντα. Ως μηχανισμός, η Δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή αλλά έχει μάτι αετού, για να μπορεί να διακρίνει πού είναι το συμφέρον και να κρίνει πώς θα μεθοδεύσει την πορεία προς την ικανοποίηση αυτού του συμφέροντος, εξασφαλίζοντας παράλληλα την «κοινωνική ειρήνη». Αυτός είναι ο σκοπός της, αυτό είναι το μέλημά της.
Π.Γ.



