Αν αφήσουμε στην άκρη το πολιτικό παιχνίδι (ποιος είπε τι, και γιατί το είπε τη δεδομένη στιγμή), τι μένει από τις γνωστές δηλώσεις του υφυπουργού Σγουρίδη; Η αλήθεια γυμνή, διατυπωμένη με τον πιο κυνικό τρόπο. Και είναι αυτό που πόνεσε τον Τσίπρα από τις δηλώσεις Σγουρίδη και δεν έκανε δεκτές τις «εξηγήσεις» που έδωσε εκ των υστέρων.
Ο Σγουρίδης έσπασε το μύθο «εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους», από τον οποίο προσπαθούν να γραπωθούν οι Τσιπραίοι και επιβεβαίωσε ότι «όλοι ίδιοι είναι». Οτι η αστική πολιτική είναι μια σκυταλοδρομία, στην οποία εναλλάσσονται τα κόμματα εξουσίας (μόνα τους ή σε ομάδες που συμμαχούν), χρησιμοποιώντας ως αποκλειστικό εργαλείο πλέον το ψέμα.
Ο χώρος της στήλης δεν επιτρέπει μια εκτενή ανάλυση. Περιοριζόμαστε, λοιπόν, να θυμίσουμε ότι από τις στήλες της «Κ» έχουν στο παρελθόν παρουσιαστεί αναλύσεις για την εξαφάνιση των διαφορών ανάμεσα στα αστικά κόμματα εξουσίας, που απετέλεσε την αιτία και για την απώλεια της σχετικής αυτονομίας τους από την οικονομική ολιγαρχία.
Οσο τα αστικά κόμματα παρουσίαζαν διαφορές στην πρακτική πολιτική (πάντα μέσα στα όρια αντοχής και ανοχής του συστήματος), μπορούσαν να οργανώνουν με σχετική άνεση τις κοινωνικές συμμαχίες της αστικής τάξης. Ηταν κόμματα μαζικά, με ιμάντες μεταβίβασης της πολιτικής τους στις λεγόμενες κοινωνικές οργανώσεις (συνδικάτα κτλ.), γεγονός που τους επέτρεπε να χαίρουν αυτής της περιβόητης σχετικής αυτονομίας, η οποία ενίοτε τα έφερνε σε σύγκρουση με κύκλους της αστικής τάξης.
Από τη στιγμή που το σύστημα άρχισε να αντιμετωπίζει προκρισιακά προβλήματα και στη συνέχεια να μπαίνει σε βαθιά κρίση, βάδισε σε μια συντηρητική ανασυγκρότηση, στην προώθηση της οποίας ευθυγραμμίστηκαν τα βασικά πολιτικά ρεύματα εξουσίας (στην Ευρώπη σοσιαλδημοκράτες και συντηρητικοί). Αφού, λοιπόν, δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν διαφορετική (για την ακρίβεια διαφοροποιημένη) οικονομική και κοινωνική πολιτική, τα αστικά κόμματα εξουσίας έπρεπε να καταφύγουν στο προεκλογικό ψεύδος, το οποίο δεν έβρισκε την παραμικρή αντιστοίχιση με την κυβερνητική πολιτική τους.
Αυτό είχε διαφανεί ήδη από τη δεκαετία του '90, όμως την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων επήλθε η πλήρης αποκάλυψη.
Το 2009, ο Καραμανλής επέλεξε να δραπετεύσει από την κυβερνητική εξουσία. Ο Παπανδρέου, μολονότι γνώριζε τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα, αγχωμένος μη τυχόν χάσει για τρίτη φορά, επέλεξε να υποσχεθεί τα πάντα. Το διαβόητο «λεφτά υπάρχουν» (που συμπύκνωνε ένα μεγάλο πακέτο υποσχέσεων προς τα αστικά στρώματα) διαψεύστηκε τρεις μήνες μετά τις εκλογές, ενώ λίγο μετά το εξάμηνο άρχισε η προετοιμασία για το πρώτο Μνημόνιο.
Ο Σαμαράς πήρε τη σκυτάλη και άρχισε τα «Ζάππεια». Αυτός δεν έλεγε «λεφτά υπάρχουν», αλλά υποσχόταν απαλλαγή από τη μνημονιακή πολιτική, χάρη σ' ένα «διαφορετικό μείγμα πολιτικής», το μυστικό του οποίου κατείχε αυτός και μόνον αυτός, ως αλχημιστής της πολιτικής. Πήγε σε εκλογές αφού προηγουμένως υποχρεώθηκε να ψηφίσει το δεύτερο Μνημόνιο (μαζί με το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ), νίκησε με την ψυχή στο στόμα υποσχόμενος «επαναδιαπραγμάτευση», την οποία ουδέποτε έκανε, όπως είναι γνωστό.
Η σκυτάλη πέρασε στον Τσίπρα, που ξεπέρασε τους προηγούμενους σε υποσχέσεις και σε διαβεβαιώσεις ότι όλες οι υποσχέσεις θα γίνουν πράξη. Και σε εφτά μήνες είχε υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο.
Τι είπε ο Σγουρίδης; «Ετσι παίζεται το παιχνίδι, δε σε ψηφίζει αλλιώς ο λαουτζίκος». Οι Τσιπραίοι προσπαθούν να πείσουν ότι αυτοί «δεν παίζουν έτσι το παιχνίδι». Αυτό το παραμυθάκι τελείωσε. Και δεν το τελείωσε ο -έτσι κι αλλιώς αναξιόπιστος- Σγουρίδης. Αυτός έβαλε απλά το κερασάκι στην τούρτα.
Π.Γ.