Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μητσοτάκης, έντρομος μπροστά στον κίνδυνο να συνθλιβεί από την άγρια σύγκρουση Μαρινάκη-Σαββίδη, πραγματοποίησε μια ωμή πολιτική παρέμβαση σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση. Σημειώνουμε ότι αυτό είναι διαφορετικό από την παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας σε μη δικαστική υπόθεση. Είναι άλλο να ψηφίζεις μια νομοθετική διάταξη π.χ. για να ικανοποιήσεις το αίτημα μιας απεργίας εργαζόμενων και άλλο να ψηφίζεις μια νομοθετική διάταξη για να αλλάξεις την απόφαση ενός δικαιοδοτικού οργάνου, που ασκεί δικαστικά καθήκοντα. Στην πρώτη περίπτωση η εκτελεστική εξουσία (μέσω της νομοθετικής) ρυθμίζει ένα ζήτημα της απόλυτης αρμοδιότητάς της, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παρεμβαίνει στο δικαιοδοτικό έργο της -υποτίθεται- ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας.
«Η κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει ένα θέμα του ποδοσφαίρου να θέσει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή που τόσο δοκιμάστηκε στα χρόνια της κρίσης», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πέτσας. Kαι σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ εξήγησε: «Η δική μας παρέμβαση είναι μια πολιτική επιλογή και να την εξηγήσω. Πολιτική επιλογή γιατί βλέπουμε ένα θέμα το οποίο έχει τις ρίζες του στις χρόνιες παθογένειες του ποδοσφαίρου, να εξελίσσεται σ’ ένα θέμα που μπορεί να διαταράξει την κοινωνική συνοχή και να δημιουργήσει πρόβλημα σε μία περίοδο, που η Ελλάδα πρέπει να είναι ενωμένη. Σε μια περίοδο που έχει κρίσιμα εθνικά θέματα».
Μας λένε, λοιπόν, ότι η κοινωνική συνοχή είναι ύψιστο αγαθό και, ως εκ τούτου, για χάρη της μπορεί να παραβιαστεί ωμά η αστική νομιμότητα και η θεσμική κανονικότητα του αστικού κράτους. Το θυμήθηκαν αυτό όταν ένας καπιταλιστής απειλεί να κινητοποιήσει τον «ιδιωτικό στρατό» του ενάντια στην κυβέρνηση. Κι επειδή βρισκόμαστε σε οιονεί προεκλογική περίοδο, φοβούνται τις ψήφους που θα χάσουν. Με την ωμή παρέμβασή τους, άλλωστε, δεν προκαλούν κάποια δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό ή κάποια δαπάνη στα ταμεία καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Σε πλείστες άλλες περιπτώσεις, όμως, όταν αναπτύσσονται κοινωνικοί αγώνες, το πρώτο που επικαλούνται οι κυβερνήσεις είναι το ισχύον νομικό πλαίσιο. Πολλές φορές μας έχει τύχει, κατά την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων, να ακούμε τους κήρυκες του συμβιβασμού, να επικαλούνται το ισχύον νομικό πλαίσιο και να ζητούν να κλείσει ο αγώνας μ' έναν άδικο για τους αγωνιζόμενους συμβιβασμό, επειδή είναι «μαξιμαλιστικό» να προβάλλονται αιτήματα που απαιτούν άμεση νομοθετική παρέμβαση. Και τι δεν έχουμε ακούσει σε τέτοιες περιπτώσεις. Μέχρι και ότι δεν υπάρχει νομοσχέδιο του συγκεκριμένου υπουργείου για να προστεθεί ως ρύθμιση αυτό που απαιτούν οι αγωνιζόμενοι! Ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά τις τροπολογίες που κατατίθενται εκπρόθεσμα, σε άσχετα νομοσχέδια, ακόμα και μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα (αυτό συνέβη και με την τροπολογία για να μην πέσει κατηγορία ο ΠΑΟΚ).
Ετσι, το νομικό πλαίσιο μετατρέπεται σε αξεπέραστο φραγμό για τα αιτήματα των κοινωνικών αγώνων. Αποκτά ξαφνικά τη μορφή των πλακών του Μωυσή. Κι όταν οι αγωνιζόμενοι δεν «μασάνε» αλλά συνεχίζουν, παραμερίζοντας τους «μετριοπαθείς» που ζητούν «εδώ και τώρα συμβιβασμό», οι κυβερνήσεις στέλνουν τα ΜΑΤ, ανοίγουν τα δικαστήρια, απειλούν με ή μοιράζουν ποινές. Τότε δε θεωρούν ότι «απειλείται με διατάραξη η κοινωνική συνοχή».
Πέραν όλων των άλλων, λοιπόν, η σπουδή με την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να παρέμβει στη δικαστική διαδικασία, αλλάζοντας με νομοθετική παρέμβαση fast track το πλαίσιο ποινών για μια υπόθεση που αφορά «κάπο» του ποδοσφαίρου, που διαθέτουν «ιδιωτικούς στρατούς», μας διδάσκει ότι την ανάπτυξη των ταξικών και κοινωνικών αγώνων δεν πρέπει να την αφήνουμε να την καθορίζει το νομικό πλαίσιο, αλλά το αντίθετο. Να αναπτύσσουμε τον αγώνα μέχρι τα έσχατα όριά του, διεκδικώντας την αλλαγή του νομικού πλαισίου. Οι κυβερνήσεις ξέρουν πώς να το κάνουν, όταν στριμωχτούν.
Π.Γ.