Οταν επιβλήθηκε η καραντίνα την περασμένη άνοιξη, ήταν διάχυτος στον κόσμο ο φόβος για τον άγνωστο ιό. Οι εικόνες από τη γειτονική Ιταλία, οι μακάβριες πομπές των καμιονιών με τα φέρετρα που μεταφέρονταν από το Μπέργκαμο για να ταφούν σε άλλες πόλεις, λες κι επρόκειτο για άγνωστους νεκρούς μιας φονικής μάχης, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Ο κόσμος φοβήθηκε μη γίνει κι εδώ το ίδιο. Και καλά έκανε και φοβήθηκε. Η ζωή είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο.
Εξι μήνες από τότε, δε φαίνεται να επαναλαμβάνεται ο ίδιος φόβος. Λες και ο κόσμος έχει συνηθίσει. Λες και θεωρεί ότι το πράγμα είναι πλέον σχετικά ελεγχόμενο. Πολλοί φοβούνται πλέον μια νέα καραντίνα περισσότερο από το φονικό ιό.
Μαγαζάτορες κάθε είδους βγάζουν φλύκταινες όταν ακούνε για λοκντάουν. Βάζουν μπροστά ακόμα και εργαζόμενους στα μαγαζιά τους (τους οποίους κατά τα άλλα τους έχουν του μπάτσου και του κλώτσου) να οργανώνουν «κινήματα» διαμαρτυρίας στα social media.
Τον ιδιοκτήτη καφετέριας ή ταβερνείου μπορούμε να τον καταλάβουμε. Ηταν έτοιμος να παραγγείλει καινούργιο SUV και δεν μπορεί να ανεχτεί την ιδέα ότι θα χρειαστεί να το αναβάλει για κάνα χρόνο. Τον εργαζόμενο στα καφέ ή το ταβερνείο, όμως, που ενώνει τη φωνή του με το αφεντικό, μπορούμε να τον καταλάβουμε μόνο ως ταξικά ηττημένο εργάτη.
Για τους μεγάλους καπιταλιστές, βέβαια, ούτε λόγος. Οι δικές τους επιχειρήσεις δεν έκλεισαν ούτε κατά το πρώτο λοκντάουν. Δεν κλείνουν ούτε όταν εμφανιστούν κρούσματα ανάμεσα στους εργαζόμενους. Οταν είναι λίγα, κατά κανόνα τα κρύβουν. Είτε μόνοι τους είτε σε συνεργασία με τον αμαρτωλό ΕΟΔΥ. Μόνο όταν ξεπεράσουν τις κάμποσες δεκάδες αναγκάζονται να κλείσουν για κάποιες μέρες. Και η ζημιά είναι και πάλι μικρή.
Την περίοδο του πρώτου κύματος ακούστηκαν αρκετές φωνές από καπιταλιστικές επιχειρήσεις με πολλούς εργαζόμενους, που ζητούσαν μέτρα προστασίας. Τώρα, σπάνια ακούγονται. Κι ας είναι τα πράγματα χειρότερα από κάθε άποψη.
Τι είναι αυτό που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη εργατικών αντιστάσεων στο ζήτημα της διαχείρισης της πανδημίας; Είναι ο φόβος για τις συνέπειες. Ο φόβος για το χαμένο μεροκάματο. Η κινδυνολογία του αφεντικού και των ρουφιάνων του ότι η επιχείρηση μπορεί να βάλει οριστικό λουκέτο.
Ετσι, ο εργάτης και η εργάτρια σκύβουν το κεφάλι, «πατικώνονται» στα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πάνε και να γυρίσουν από τη δουλειά, στριμώχνονται στη δουλειά και προσέχουν όσο μπορούν και παρακαλούν να σταθούν τυχεροί και να μην «αρπάξουν» τον ιό οι ίδιοι ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς τους.
Αυτή είναι η εικόνα μιας ηττημένης εργατικής τάξης, που δεν έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της, στο συλλογικό της αγώνα, και αφήνει αναγκαστικά την προστασία της ζωής των ευάλωτων ανθρώπων της και της δημόσιας υγείας γενικά στα χέρια της κυβέρνησης των καπιταλιστών.
Το έχουμε ξαναπεί και θα το επαναλάβουμε: εμείς δεν κουνάμε το δάχτυλο σε κανέναν. Δεν μπορούμε, όμως, να κλείσουμε τα μάτια μπροστά σε μια ζοφερή πραγματικότητα. Να παριστάνουμε τους ανθρώπους που πλέουν σε πελάγη αγωνιστικής ονειροφαντασίας. Χρέος μας είναι να κάνουμε έκκληση να κατανικήσουμε το φόβο και να υψώσουμε ανάστημα για την προστασία των ανθρώπων μας. Αλλιώς, οι καπιταλιστές θα μας πατήσουν και με τα δυο πόδια το σβέρκο.
Π.Γ.