Ερμηνεύτηκε ως «το mea culpa» του Τσίπρα και η ερμηνεία δεν είναι λάθος. Αν τη δεις από τη σκοπιά της αστικής πολιτικής. Γιατί αν τη δεις από την αντίθετη σκοπιά, από τη σκοπιά του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, τότε είναι λάθος, καθώς εκλαμβάνει την υποκρισία ως ειλικρίνεια.
«Δεν είναι κακό ότι άλλαξα, κακό είναι ότι κάποιοι παραμένουν αδιόρθωτοι», είπε ο Τσίπρας σε μια αποστροφή της δευτερολογίας του στο Ευρωκοινοβούλιο, την περασμένη Τρίτη.
Βολική για πολλούς εκδοχή. Για την υφυπουργό Παπακώστα, για παράδειγμα, η οποία ως βουλευτίνα της Δεξιάς έσουρνε τα μύρια όσα στον Τσίπρα και τώρα έγινε υφυπουργός του, υποστηρίζοντας ότι η ίδια δεν άλλαξε, άλλαξε όμως ο Τσίπρας (κατά βάθος υπονοεί ότι τα όσα έσουρνε στον Τσίπρα ήταν χρήσιμα και για τον ίδιο και για τη χώρα, διότι κάποια στιγμή κατάλαβε και έγινε άλλος άνθρωπος…).
Πέρα από γραφικές (μπορείτε να προσθέσετε όποιον χαρακτηρισμό θέλετε) περιπτώσεις τύπου Παπακώστα, υπάρχουν και τα ορφανά του ΣΥΡΙΖΑ, που κατηγορούν τον Τσίπρα για προδοσία, για εγκατάλειψη των ριζοσπαστικών (αν όχι επαναστατικών) θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και συμβιβασμό με τις δυνάμεις της αντίδρασης. Από τη λάιτ εκδοχή του Βαρουφάκη μέχρι τη χαρντ του Λαφαζάνη και την έξαλλη της Ζωής (για να μη μιλήσουμε για τους απογοητευμένους οπαδούς του «Οχι» στο δημοψήφισμα, που πολιτικά βρίσκονται αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ), η θεωρία ότι «άλλαξε ο Τσίπρας» είναι βολική για την απόκρυψη των δικών τους ευθυνών.
Ο Τσίπρας, βέβαια, δεν έχει στο μυαλό του ούτε την Παπακώστα ούτε τα ορφανά του ΣΥΡΙΖΑ όταν εκφέρει δημόσια το mea culpa του. Σε άλλο ακροατήριο απευθύνεται. Στο ακροατήριο των πολιτικών εκπροσώπων των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, το οποίο εξακολουθεί να τον στηρίζει. Στα γκεσέμια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας θέλει ν' αποτελέσει την ελληνική συνιστώσα.
Στα μέσα του 2015, όταν τα παιχνίδια έλαβαν τέλος, ο Τσίπρας παραμύθιαζε τον ελληνικό λαό ότι υπέστη ωμό εκβιασμό και αναγκάστηκε να κάνει έναν άδικο για τη χώρα συμβιβασμό. Διαβεβαίωνε ότι ο ίδιος και το κόμμα του δεν άλλαξαν, αλλά κάνουν μια αναγκαστική υποχώρηση, προκειμένου να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους (θυμόσαστε, ασφαλώς, το «παράλληλο πρόγραμμα» και τα υπόλοιπα φληναφήματα εκείνης της περιόδου). Τώρα, στους μεν ιμπεριαλιστές δηλώνει δημόσια ότι «άλλαξε», στον δε ελληνικό λαό προσφέρει μια άλλη εκδοχή: «Κάναμε μια σοφή επιλογή και δικαιωθήκαμε, αφού πετύχαμε την έξοδο από τα Μνημόνια».
Ούτε ο Τσίπρας άλλαξε, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οπως δεν είχε αλλάξει ο Σαμαράς, όταν στην πρώτη επίσκεψή του ως πρωθυπουργός στο Βερολίνο, έκανε ενώπιον της Μέρκελ δημόσια αυτοκριτική για τα «Ζάππεια». Τα αστικά κόμματα και οι αστοί πολιτικοί αλλάζουν τη ρητορική τους ανάλογα με τη συγκυρία, όμως δεν αλλάζουν την ταξική τους αποστολή. Αυτή παραμένει πάντοτε η ίδια.
Η διαφορά ενός αστικού κόμματος από ένα καπιταλιστικό συνδικάτο τύπου ΣΕΒ είναι ότι το καπιταλιστικό συνδικάτο είναι ένα ανοιχτό ταξικό όργανο, ενώ ένα αστικό κόμμα πρέπει να εμφανίζεται ως «υπεράνω τάξεων», προκειμένου να οργανώνει ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες για λογαριασμό της αστικής τάξης. Μόνο με κόμματα που μπορούν να ασκούν κοινωνική δημαγωγία μπορεί να λειτουργήσει η αστική πολιτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα καθαρόαιμο αστικό κόμμα. Και ο Τσίπρας ένας τυχοδιώκτης αστός πολιτικός που κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία της πολιτικής κρίσης, που διαμορφώθηκε κατά την πρώτη διετία εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής. Οπως γνωρίζουν οι αναγνώστες μας, αυτό δεν το λέμε εκ των υστέρων. Το λέγαμε πάντοτε. Το λέγαμε και τότε που πολλοί έπλεαν στην ευτυχία του «Οχι».
Π.Γ.