Η είδηση είναι λίγο μπαγιάτικη, σύμφωνα με την κυρίαρχη δημοσιογραφική αντίληψη, όμως αυτό που υπάρχει κάτω από την είδηση κάθε άλλο παρά μπαγιάτικο είναι. Μιλάμε για την υπόθεση της Μανωλάδας και τη δικαστική της διερεύνηση.
Ολα έγιναν σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους δικαίου. Ενα δικαστήριο αποτελούμενο στην πλειοψηφία του από πολίτες, το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πάτρας, έκρινε ομόφωνα αθώους τους ιδιοκτήτες που διέταξαν την αιματηρή επίθεση εναντίον 35 μεταναστών από το Μπαγκλαντές. Καταδίκασε μόνο τους επιστάτες που άνοιξαν πυρ, σε ποινές φυλάκισης από 7 έως 14 χρόνια για πρόκληση σωματικών βλαβών (όχι για απόπειρες ανθρωποκτονίας), ενώ στην έφεσή τους δόθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Επειδή ξέσπασε σάλος διεθνώς, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παρήγγειλε να εξεταστεί η δυνατότητα αναίρεσης (έφεση δεν μπορούσε να γίνει, γιατί η απόφαση ήταν ομόφωνη). Ο αντεισαγγελέας που ανέλαβε την υπόθεση έκρινε ότι δε συντρέχει λόγος να ασκηθεί αναίρεση, διότι η απόφαση του ΜΟΔ Πάτρας περιλάμβανε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας.
Ως προς την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία φρόντισαν οι επαγγελματίες δικαστές της σύνθεσης του ΜΟΔ να πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις. Ως προς την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας, όμως, αρκεί να αναρωτηθούμε αν είναι ή όχι απόπειρα ανθρωποκτονίας το να ρίχνεις με καραμπίνα πάνω σ’ ένα πλήθος ανθρώπων, τραυματίζοντας τελικά 35 απ’ αυτούς. Ομως, οι δικαστές (πολίτες και επαγγελματίες) «εκτίμησαν ελεύθερα» τις αποδείξεις και σχημάτισαν «απροκατάληπτα» την πεποίθηση ότι υπήρξαν μόνο προκλήσεις σωματικών βλαβών. Αφού η κρίση τους υπήρξε ομόφωνη και η απόφασή τους αιτιολογήθηκε, δεν μπορεί να γίνει τίποτα πλέον.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι εν προκειμένω υπάρχει διπλό ζήτημα: ταξικό και ρατσιστικό.
Ξέρουμε πολύ καλά πως αν έβγαινε μια μη αρεστή απόφαση από ΜΟΔ που δίκαζε πολιτική υπόθεση, η αναίρεση θα ήταν δεδομένη, ακόμη και αν η απόφαση εμπεριείχε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Γι’ αυτό, άλλωστε φρόντισαν να πάρουν τις υποθέσεις ένοπλης επαναστατικής δράσης από την αρμοδιότητα των ΜΟΔ και να τις υπαγάγουν στην αρμοδιότητα των γνωστών τρομοδικείων.
Μπορούμε επίσης να σκεφτούμε πως αν η υπόθεση αφορούσε έλληνες εργάτες, η δικαστική εκκαθάριση θα ήταν διαφορετική. Σ’ αυτή την περίπτωση το ταξικό στοιχείο θα υποχωρούσε μπροστά στην ανάγκη να κρατηθούν κάποιες ισορροπίες στη λειτουργία του συστήματος. Στα μαλακά θα έπεφταν οι κατηγορούμενοι στο δεύτερο βαθμό.
Ομως, εν προκειμένω είχαμε εργάτες αλλοδαπούς. Είχαν, δηλαδή, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που οδηγούσαν σε μια προκλητική δικαστική απόφαση από τον πρώτο κιόλας βαθμό. Οι δικαστές που πήραν αυτή την απόφαση, ιδιαίτερα οι πολίτες που είναι η πλειοψηφία στα ΜΟΔ, ακολούθησαν τις επιταγές του υφέρποντος ρατσιστικού ρεύματος. Αυτού που κατατρώει τα σωθικά της εργαζόμενης κοινωνίας και τροφοδοτεί φαινόμενα τύπου Χρυσής Αυγής. Τα ανώτερα κλιμάκια της αστικής Δικαιοσύνης έβαλαν την τελική σφραγίδα, διαχειριζόμενα την υπόθεση με πολιτικάντικη μαεστρία: πρώτα «έρευνα για τη δυνατότητα αναίρεσης», όταν το θέμα ήταν καυτό, και μετά «όλα έγιναν σωστά, δεν μπορεί να γίνει αναίρεση», όταν το θέμα είχε φύγει από την πρώτη γραμμή της δημοσιότητας.
Αν εξετάσεις το ζήτημα από αυστηρά νομική άποψη, δε θα βρεις κανένα σοβαρό ψεγάδι. Το κράτος δικαίου, στα τυπικά-εξωτερικά χαρακτηριστικά του, λειτούργησε πλήρως. Μόνο που πρόκειται για το αστικό κράτος δικαίου. Με τα μόνιμα ταξικά χαρακτηριστικά του και το ρατσισμό σαν κερασάκι στην τούρτα.
Π.Γ.