Υπάρχει κίνδυνος στρατιωτικού πραξικοπήματος στη σημερινή Γαλλία; Μόνο σαν ανέκδοτο θα μπορούσε ν’ ακουστεί. Παρά ταύτα, κάποιοι επιμένουν ότι η επιστολή περισσότερων των 1.000 απόστρατων (μεταξύ τους 20 στρατηγοί και 100 υψηλόβαθμοι αξιωματικοί), με την οποία απειλούν ότι αν ο Μακρόν δε βάλει τέλος στην «αποσύνθεση» της Γαλλίας, θα βάλουν οι εν ενεργεία συνάδελφοί τους, οδηγώντας το στρατό να αναλάβει «μια επικίνδυνη αποστολή προστασίας των πολιτισμικών μας αξιών», συνιστά απειλή.
Εχουν αυτοί οι απόστρατοι τη δύναμη να κινήσουν το στρατό μιας ιμπεριαλιστικής χώρας σε πραξικόπημα ενάντια στη νόμιμη κυβέρνησή της; Κι αν θεωρητικά είχαν τέτοια δυνατότητα, υπάρχει περίπτωση να πετύχαινε ένα τέτοιο εγχείρημα, με την αστική τάξη της Γαλλίας αντίθετη; Αστεία πράγματα. Που γίνονται ακόμα πιο αστεία, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Γαλλία δεν αντιμετωπίζει κάποια απειλή εργατικής εξέγερσης, ώστε να χρειάζεται να πάρει τα ηνία ο στρατός. Τις λαϊκές κινητοποιήσεις μια χαρά τις αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Μακρόν (όπως ακριβώς και οι προηγούμενες), χρησιμοποιώντας την αστυνομία, οι ειδικές δυνάμεις της οποίας (CRS) δε διαφέρουν σε τίποτα από επίλεκτα στρατιωτικά σώματα.
Τότε τι συμβαίνει; Καταρχάς, τίποτα πέραν του ότι ένα ακροδεξιό περιοδικό («Valleurs Actuelles») δημοσίευσε την εν λόγω επιστολή των απόστρατων. Η οποία θα περνούσε μάλλον απαρατήρητη, αν δεν την αναδείκνυε η Μαρίν Λεπέν, που δήλωσε ότι… συμμερίζεται τις αναλύσεις των φασιστοειδών και δεν τα καλούσε να προσχωρήσουν στο κόμμα της, που δεν ονομάζεται πια Εθνικό Μέτωπο (για να μη θυμίζει τον ακραίο φασιστικό λόγο του πατέρα Λεπέν), αλλά Εθνική Συσπείρωση. Για να αποφύγει, μάλιστα, τις κατηγορίες για πραξικοπηματισμό, η Λεπέν κάλεσε τα φασιστοειδή «να συμμετάσχουν στη μάχη που αρχίζει, μια μάχη ασφαλώς πολιτική και ειρηνική».
Δεν ξέρουμε αν η Λεπέν βρίσκεται πίσω από την ενέργεια των φασιστο-καραβανάδων ή αν απλώς τη γνώριζε και έσπευσε να την εκμεταλλευτεί πολιτικά. Είδαμε, όμως, την αμηχανία της κυβέρνησης Μακρόν, που χρειάστηκε τέσσερις μέρες για ν’ απαντήσει, διά της υπουργού Αμυνας, Φλοράνς Παρλί, που κατήγγειλε «ανεύθυνη» πολιτικοποίηση του στρατεύματος και θύμισε ότι «ο στρατός δεν υφίσταται για να κάνει πολιτική καμπάνια αλλά για να υπερασπίζεται τη Γαλλία». Μια μέρα αργότερα, η Παρλί επανήλθε ζητώντας την επιβολή κυρώσεων κατά όσων υπέγραψαν την επιστολή, αφήνοντας για πρώτη φορά ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν και εν ενεργεία στρατιωτικοί ανάμεσά τους (στην πρώτη δήλωσή της είχε τονίσει ότι είναι όλοι απόστρατοι).
Η ρητορική των φασιστο-καραβανάδων δε διαφέρει σε τίποτα από τη ρητορική της γαλλικής Ακροδεξιάς: «κίνδυνος ισλαμοποίησης της Ευρώπης», «φονικές απειλές», «η αποσύνθεση πλήττει την πατρίδα μας» και τα παρόμοια. Οσο οι δημοσκοπήσεις θα δείχνουν ότι η Λεπέν ενισχύεται και οδεύει προς μια «μάχη στο νήμα» με τον Μακρόν στις επόμενες προεδρικές εκλογές, τόσο ο Μακρόν θα εφαρμόζει ακόμα πιο δεξιά πολιτική. Ετσι, οι φασιστο-καραβανάδες –ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες προθέσεις τους- θα λειτουργούν ως ένας μοχλός που μετατοπίζει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα προς τα δεξιά.
Η Λεπέν, βέβαια, παίζει με τη φωτιά. Γιατί αν ο Μακρόν καταφέρει να εκμεταλλευτεί προπαγανδιστικά φωνές όπως αυτή των φασιστο-καραβανάδων, για να δημιουργήσει κλίμα «απειλής κατά της δημοκρατίας», μπορεί να πάρει «ψήφο ανοχής» ακόμα και από ψηφοφόρους που σήμερα διακηρύσσουν «ούτε Μακρόν ούτε Λεπέν». Και είμαστε σίγουροι ότι αυτό θα προσπαθήσει να κάνει, ποντάροντας στην επανάληψη του φαινομένου του 2002, όταν ο δεξιός Ζακ Σιράκ πήρε στο δεύτερο γύρο το εκπληκτικό 82,2% των ψήφων (στον πρώτο γύρο είχε πάρει μόνο 19,88%), έχοντας απέναντί του τον Ζαν Μαρί Λεπέν (που στον πρώτο είχε έρθει δεύτερος με 16,86%, αφήνοντας τρίτο τον σοσιαλδημοκράτη Λιονέλ Ζοσπέν).
Ο Σιράκ ακολούθησε μια πανέξυπνη τακτική, κλείνοντας το μάτι στους αριστερούς ψηφοφόρους. Παρά την πίεση που δεχόταν, αρνήθηκε να κάνει debate με τον Λεπέν, δηλώνοντας ότι είναι έτοιμος να υποστεί κάθε πολιτικό κόστος όμως δεν πρόκειται να κάνει πολιτικό διάλογο με κάποιον που ξεχειλίζει από μίσος κατά των μεταναστών!
Από τότε, βέβαια, έχει κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα. Στις εκλογές του 2017 ήταν ο Μακρόν που προκαλούσε τη Λεπέν για debate και το κατόρθωσε τελικά (η Λεπέν αρχικά ήταν αρνητική). Ο Μακρόν κέρδισε το δεύτερο γύρο με 65,1% και η Λεπέν πήρε 34,9%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο απ’ αυτό που είχε πάρει ο πατέρας της πριν από 15 χρόνια.
Και ξανακύλησε νερό κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα, που ξέβαψε το μακιγιάζ του Μακρόν και αναπτέρωσε τις ελπίδες της Λεπέν, ιδίως από τότε που κόμματα σαν αυτό του Μελανσόν δηλώνουν ότι θα καλέσουν τους ψηφοφόρους τους σε αποχή από το δεύτερο γύρο. Αν, όμως, η Λεπέν συνεχίσει το φλερτ με φασιστοειδή σαν τους απόστρατους καραβανάδες, ο Μακρόν δε θα έχει άλλη λύση από το να σηκώσει υποκριτικά τους αντιφασιστικούς τόνους, εμφανιζόμενος σαν το δημοκρατικό αντίβαρο στη Λεπέν. Θα το πάει, δηλαδή, όχι σε μάχη πολιτικής, αλλά σε μάχη συναισθημάτων.
Αυτά τα θαυμαστά φαινόμενα τσίρκου (πιρουέτες, κωλοτούμπες, αστείοι και θλιμμένοι κλόουν) συμβαίνουν όταν η εργατική τάξη δεν έχει ταξικά ανεξάρτητη πολιτική, όταν δε στοιχίζεται πίσω από ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, αλλά άγεται και φέρεται από δημαγωγούς αστούς πολιτικούς.
Π.Γ.