Η σκανδαλολογία των τελευταίων ημερών δε λέει να κοπάσει. Εκεί που νομίζουν ότι κάποιο ζήτημα εκτονώθηκε ξεπετάγεται άλλο. Εκεί που τα πυρά επικεντρώνονται σε κάποιο στέλεχος της κυβέρνησης και οι άλλοι ησυχάζουν και προσπαθούν να «συμμαζέψουν» τις «αυλές» τους, ο κύκλος ανοίγει και αγκαλιάζει και άλλους. Αν μάλιστα αληθεύουν τα όσα γράφονται σε καλά ενημερωμένες φυλλάδες του αστικού Τύπου, τότε τις επόμενες μέρες ίσως να δούμε και νέα διεύρυνση. Ακόμη και αυτό να μη γίνει, όμως, γεγονός είναι πως η σκανδαλολογία έχει πλέον φτάσει στην «αυλή» του Μαξίμου, χτυπώντας έναν από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του Καραμανλή, τον Δ. Σιούφα.
Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε πως ξαναζούμε μέρες του 1988-89 και του 1992-93. Είναι φανερό ότι η κατάσταση τείνει να πάρει τη μορφή μιας πολιτικής κρίσης. Η κυβέρνηση Καραμανλή, που κατάφερε, με μια υποχώρηση της τελευταίας στιγμής και τη βοήθεια του θέρους (και δευτερευόντως κάποιων οπορτουνιστών), να βγει αλώβητη από την κρίση των φοιτητικών καταλήψεων, αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τον κίνδυνο να μπει σε μια διαδικασία που δε θα μπορεί να ελέγξει την κατάσταση.
Εχει πλήρη συνείδηση, όμως, η κυβέρνηση, ότι η κατάσταση είναι αντιστρεπτή, αν καταφέρει να κλείσει συμφωνίες με τα μεγάλα συμφέροντα που συγκρούονται και που κάνουν όλο το παιχνίδι. Μπορεί να ελέγξει την κατάσταση η κυβέρνηση (με το απαραίτητο κόστος, βέβαια), γιατί βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολιτική κρίση που περιορίζεται μόνο στις κορυφές του συστήματος, με μια κρίση από τα πάνω. Με μια κρίση που εκτυλίσσεται σε κοινωνικό κενό. Η εργαζόμενη κοινωνία περιορίζεται στο ρόλο του παθητικού θεατή, του τηλεοπτικού καταναλωτή ειδήσεων προσεκτικά φιλτραρισμένων και επεξεργασμένων από τους επαγγελματίες της προπαγάνδας (που την αποκαλούν ενημέρωση ή επικοινωνία).
Το κοινωνικό γεγονός των ημερών είναι η μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών, που έχει νεκρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ομως, αυτό το σημαντικό κοινωνικό γεγονός έχει απομονωθεί και εξελίσσεται παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις, χωρίς να τις επηρεάζει και χωρίς να επηρεάζεται απ’ αυτές. Στον αντιπολιτευόμενο πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο δεν βλέπεις τον παραμικρό συσχετισμό. Οι προσπάθειες κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης της απεργίας είναι συντονισμένες και εμφανέστατες. Οι -κατά τα άλλα αντιπολιτευόμενες την κυβέρνηση- θεσμικές δυνάμεις (κόμματα – συνδικάτα) προσφέρουν χέρι βοήθειας στην κυβέρνηση, για να μπορέσει να οδηγήσει αυτή την κοινωνική κινητοποίηση στον εκφυλισμό και την ήττα.
Πού ποντάρουν και ακολουθούν αυτή την τακτική; Στο γεγονός ότι οι πλατιές εργαζόμενες μάζες, μολονότι βλέπουν με συμπάθεια την απεργία των δασκάλων (απόδειξη ότι δεν έχουμε διαμαρτυρίες έξω από τα σχολεία) δε δείχνουν τη διάθεση να μετατρέψουν αυτή τη συμπάθεια σε ενεργό συμπαράσταση. Και σ’ αυτό το ζήτημα κυριαρχεί ο ρόλος του παθητικού συμπαθούντα και όχι ο ρόλος του εργαζόμενου πολίτη που γνωρίζει τη σημασία της αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους του. Οι θεσμικοί φορείς της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να προσφέρουν εναύσματα προς αυτή την κατεύθυνση, όμως δεν το θέλουν, γιατί στη συμπεριφορά τους κυριαρχεί η συστημική υπευθυνότητα. Θα μπορέσουν άραγε οι αντισυστημικές δυνάμεις να καλύψουν ένα μέρος έστω αυτού του κενού;
Π.Γ.