Εγινε και η «εθιμοτυπική» 24ωρη απεργία της ΓΣΕΕ. Ξέρουμε τον αντίλογο: δεν ήταν της ΓΣΕΕ και δεν ήταν εθιμοτυπική, ήταν των εργατών κτλ. κτλ. Μόνο που τα γεγονότα δεν συμφωνούν και τόσο με τις… αισιόδοξες εκτιμήσεις. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του Περισσού, για παράδειγμα, έπαιξαν για πάνω από ένα μήνα την κολοκυθιά με τις ημερομηνίες της 24ωρης. Στις 8 Νοέμβρη αρχικά. Στις 14 Νοέμβρη, όταν πήρε σχετική απόφαση το ΕΚΑ. Στις 28 Νοέμβρη, τελικά, όταν πήρε απόφαση η ΓΣΕΕ και το ΕΚΑ άλλαξε τη δική του ημερομηνία. Τούτο σημαίνει ότι περίμεναν την «κάλυψη» της ΓΣΕΕ (και προηγουμένως του ΕΚΑ) για να απεργήσουν. Οι παλαιότεροι λεονταρισμοί, με μια-δυο απεργίες που κήρυξε το ΠΑΜΕ, έχουν ενταφιαστεί μετ' επαίνων.
Η εικόνα των απεργιακών συγκεντρώσεων ήταν (και δεν μπορούσε παρά να είναι) απογοητευτική. Τρεις κι ο κούκος, κυριολεκτικά στη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ. Ούτε οι διοικήσεις των σωματείων και των ομοσπονδιών που ελέγχονται από την πρασινογάλαζη ηγεσία της ΓΣΕΕ δεν μπήκαν στον κόπο να παρατήσουν τη θαλπωρή της καφετέριας και να πάνε να κάνουν λίγο μπούγιο. Δυο-τρεις εκατοντάδες άτομα στη συγκέντρωση των πρωτοβάθμιων σωματείων, περίμεναν υπομονετικά την έλευση του φοιτηταριάτου (το οποίο… παραδοσιακά ξυπνάει πιο αργά) για να ξεκινήσουν την πορεία με όρους… αξιοπρέπειας. Ακόμα και η συγκέντρωση των δυνάμεων του Περισσού (και όχι βεβαίως του ΠΑΜΕ) ήταν σημαντικά μικρότερη από άλλες φορές, γεγονός που σχολιαζόταν από δικό του κόσμο.
Αν δεν υπήρχε η απεργία στις συγκοινωνίες, κανείς δε θα καταλάβαινε ότι υπήρχε 24ωρη γενική απεργία (μόνο στον ιδιωτικό τομέα, γιατί η ΑΔΕΔΥ είχε κάνει τη δική της νωρίτερα). Η πόλη λειτουργούσε κανονικά. Το ίδιο και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Οταν δεν υπάρχει απεργιακό κλίμα στους εργάτες, φοβούνται να συμμετάσχουν στην απεργία ακόμα και πολλοί από εκείνους που έχουν τη διάθεση να απεργήσουν. Ο φόβος της απόλυσης -ή έστω της δυσμένειας από τη διοίκηση- λειτουργεί αποτρεπτικά. Και κανείς δεν επιτρέπεται να χαρακτηρίσει αυτούς τους εργαζόμενους απεργοσπάστες. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πλήρη άγνοια (ή -ακόμα χειρότερα- παραγνώριση) της κατάστασης που υπάρχει στους χώρους εργασίας, ενώ στην πράξη θα οδηγούσε σε τυχοδιωκτικές συμπεριφορές.
Οταν εκθέτεις τέτοιους προβληματισμούς, η απάντηση που ακούς συνήθως είναι: «δηλαδή, να μη γίνει καμιά απεργία;». Πρόκειται κυριολεκτικά για στρεψοδικία, η οποία παραβλέπει το γεγονός ότι αυτό το πράγμα δεν είναι απεργία.
Το χειρότερο, όμως, είναι πως από τους «εραστές» αυτού του τύπου των απεργιών δεν υπάρχει η παραμικρή κριτική αποτίμηση. Την επομένη ακούς και διαβάζεις μόνο διθυράμβους για «μαζική συμμετοχή», «αποφασιστικότητα» και τα παρόμοια, καθώς και υποσχέσεις για «κλιμάκωση με νέους αγώνες».
Εκτιμήσεις και υποσχέσεις που δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα και τις άμεσες προοπτικές της. Εν γνώσει αυτών που τις εκφωνούν.
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ιδεοληψία και απόσπαση από την πραγματικότητα και να δει το φαινόμενο με κάποια συμπάθεια. Δεν πρόκειται, όμως, περί αυτού. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ταξικό πολιτικαντισμό, ανεξαρτήτως των φορέων που το εκφράζουν. Είτε, δηλαδή, πρόκειται για τις δυνάμεις του Περισσού είτε για δυνάμεις της πέραν του Περισσού αριστεράς και αντιεξουσίας.
Ολοι γνωρίζουν την πραγματικότητα, αλλά επιλέγουν (ο καθένας για τους δικούς του λόγους) να αναμασούν ιδεολογήματα, με αποτέλεσμα να υψώνουν τείχη ανάμεσα στην ταξική κατεύθυνση και τις πλατιές μάζες των εργατών. Αυτό που ονομάζουν ταξικό συνδικαλισμό δεν είναι παρά ένα αντίγραφο του αστικού κοινοβουλευτισμού, με τους «φωτισμένους εκπροσώπους» να απευθύνουν αγωνιστικές προσκλήσεις προς την εργατική μάζα, με την οποία έχουν καθόλου ή ελάχιστη επαφή.
Η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτεί κανείς στους φορείς της ταξικής φλυαρίας.
Π.Γ.