Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, το πάλαι ποτέ «ανφάν τερίμπλ» του γαλλικού σινεμά, στα 83 του χρόνια πια, σοκάρισε τη δημοκρατική και αριστερή Γαλλία δηλώνοντας στη Monde: «Ηλπιζα ότι το Εθνικό Μέτωπο θα κερδίσει. Θεωρώ ότι ο Φρανσουά Ολάντ πρέπει να διορίσει, το είπα ήδη στο ραδιοφωνικό σταθμό France Inter, όμως εκείνοι το παρέλειψαν, πρωθυπουργό τη Μαρίν Λεπέν». Οταν ο έκπληκτος δημοσιογράφος τον ρώτησε γιατί το λέει αυτό, ο Γκοντάρ απάντησε: «Για να κινηθούν λίγο τα πράγματα». «Για να προσποιούμαστε ότι κινούνται, ακόμα και αν δεν κινούνται στην πραγματικότητα. Αυτό είναι καλύτερο από το να προσποιούμαστε ότι δεν κάνουμε τίποτα», προσέθεσε χαμογελώντας, έγραψε η εφημερίδα. «Πριν από καιρό, ο Ζαν Μαρί Λεπέν είχε ζητήσει να εκδιωχθώ από τη Γαλλία. Εγώ το μόνο που επιθυμώ είναι κάτι να κινηθεί λίγο…» προσέθεσε.
Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τον Μπέρτολτ Μπρεχτ να δηλώνει κάτι ανάλογο το 1932, λίγο πριν την άνοδο των ναζί στην εξουσία; ‘Η τον Κώστα Βάρναλη να λέει το ίδιο για τον Ιωάννη Μεταξά;
Ο Φαμπρίς Αρανιό, ένας νεαρός ελβετός κινηματογραφιστής που συνεργάστηκε με τον Γκοντάρ στην τελευταία του ταινία και έτυχε να βρίσκεται στην Ελλάδα αυτές τις μέρες, προσπάθησε αμήχανα να τον δικαιολογήσει. Δεν είναι φασίστας –είπε– αλλά θέλησε να πει πως «αν η Μαρίν Λεπέν θέλει τόσο πολύ την εξουσία, ας της δώσουμε τον προεδρικό θώκο κι ύστερα να πονέσουμε κι έτσι να το ξεπεράσουμε».
Επιεικώς βλακώδες. Από πολιτική άποψη αποκρουστικό: αφού δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, ας δώσουμε την εξουσία στους φασίστες, μπας και μετά ξυπνήσουμε! Η Ιστορία έχει απαντήσει σ’ αυτή τη βλακεία.
Αρκετοί καλλιτέχνες συχνά προκαλούν, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή στην καλλιτεχνική τους πρόταση. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται για κάποιο καλλιτεχνικό ζήτημα, αλλά για ένα πολιτικό ζήτημα. Και στα πολιτικά ζητήματα η ιδιότητα του καλλιτέχνη δεν προσφέρει σε κανέναν το ακαταλόγιστο.
Εκείνο που μπορεί να πει κανείς, ξεκινώντας απ’ αυτή την πολιτική πρόκληση του Γκοντάρ, είναι πως υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «οργανικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες» του κινήματος και σ’ αυτούς που κάποια περίοδο της ζωής τους ήρθαν σε κάποια επαφή με το κίνημα, αλλά δεν έγιναν οργανικό στοιχείο του.
Ο Μαγιακόβσκι, ο Μπρεχτ, ο Βάρναλης, ο Γληνός υπήρξαν «οργανικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες» του κινήματος. Μάτωσαν μαζί με το κίνημα, υπέφεραν προσωπικά, πάλεψαν, επέλεξαν να υπηρετήσουν το «εμείς» αντί για το «εγώ». Ο Γκοντάρ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Από ζάμπλουτη ελβετική οικογένεια, ιδιοφυής αναμφισβήτητα, πρωτοπόρος στο κινηματογραφικό του έργο, προοδευτικός σίγουρα, ήρθε κάποια περίοδο της ζωής του σε επαφή και με το κίνημα. Ουδέποτε, όμως, έγινε οργανικό στοιχείο του. Ισως μια μικρή περίοδο, η οποία και στο έργο του χαρακτηρίζεται ως «μαοϊκή περίοδος».
Τέτοιοι καλλιτέχνες είναι πάντοτε επιρρεπείς στον ελιτισμό, στην πρόκληση, σε εγωιστικές συμπεριφορές. Οταν αυτές περιορίζονται στο πεδίο της τέχνης που υπηρετούν, κάποια πράγματα μπορεί να τους συγχωρηθούν. Ακόμη και ο κωλοπαιδισμός που δείχνουν μερικές φορές, νομίζοντας ότι αποτελούν το κέντρο του κόσμου. Οταν διαβαίνουν το όριο και επιδεικνύουν την ίδια συμπεριφορά αναφερόμενοι σε μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, τότε δεν μπορεί να τους συγχωρεθεί τίποτα. Ειδικά ο κωλοπαιδισμός στα ογδονταφεύγα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι να τους στηλιτεύσεις, ενθυμούμενος τη φράση του Παύλου Σιδηρόπουλου: «Κράτα το τραγούδι και γάμα τον καλλιτέχνη».
Π.Γ.