Η Πρωτομαγιά είναι μέρα της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Θα τ’ ακούσουμε κατά κόρον αυτό μέχρι και την Τρίτη. Οι παλιές παπαριές περί «μέρας της άνοιξης, μέρας των λουλουδιών» έχουν φθαρεί τόσο που έχουν εγκαταληφθεί. Ο κυρίαρχος λόγος έχει εκμοντερνιστεί. Η άρχουσα τάξη προσφέρει στο προλεταριάτο μια «δική του μέρα», για να τη γιορτάζει ανώδυνα για το σύστημα. ‘Η μάλλον, μέσα στο σύστημα, ενσωματωμένο σ’ αυτό. Οπως γιορτάζονται μια σειρά άλλες «μέρες», παγκόσμιες οι περισσότερες. Αν δεν υπήρχαν κάποια παλιά στερεότυπα, αλλά και ο φόβος της επιστροφής του επαναστατικού προλεταριακού κινήματος, ίσως η Πρωτομαγιά να οριζόταν και να γιορταζόταν ως «παγκόσμια μέρα των εργαζομένων» από τον ΟΗΕ.
Δεν έχει κανένα νόημα, λοιπόν, να παρακολουθήσει κανείς τις φιέστες που θα στήσουν τα αστικοποιημένα συνδικάτα, ούτε να καταγράψει τα όσα θα πουν από τα μπαλκόνια οι ηγέτες τους. Γι’ αυτούς είναι απλά η μέρα στην οποία θα βάλουν τα καλά τους και θα δώσουν την καθιερωμένη παράσταση. Αλλοτε, άκουγες από τα χείλη τους να μιλούν ακόμα και για απελευθέρωση της εργατικής τάξης, για κατάργηση της μισθωτής δουλείας. Εδώ και καιρό έχουν εγκαταλείψει αυτόν τον βερμπαλισμό και περιορίζονται στις μοντέρνες θεωρίες περί «κοινωνικών συνομιλητών» και τα παρόμοια.
Το ερώτημα είναι τι νόημα έχει για την εργατική τάξη αυτή η μέρα, πέρα από το συναισθηματικό φορτίο που αναπόφευκτα αισθανόμαστε όλοι όσοι εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως η εργατική τάξη είναι η ατμομηχανή της κοινωνίας, είναι ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού, πως ο καπιταλισμός δεν είναι αιώνιο σύστημα, αλλά θα γκρεμιστεί κι αυτός (όπως όλα τα προηγούμενα εκμεταλλευτικά συστήματα της Ιστορίας), όχι αυτόματα αλλά κάτω από τα χτυπήματα της προλεταριακής επανάστασης.
Η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε όχι απλώς ως μέρα μνήμης, ως μέρα τιμής για τους νεκρούς του αγώνα, αλλά και ως μέρα απολογισμού και αγωνιστικών δεσμεύσεων για το μέλλον. Αν κανείς μείνει μόνο στο εθιμοτυπικό της ημέρας, έχει αυτόματα υποβιβαστεί στο επίπεδο του πιστού κάποιας θρησκείας. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους ηγέτες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που πιστεύουν μόνο στον δικέφαλο θεό καπιταλισμός-αστική δημοκρατία, αλλά και σε πολιτικές συλλογικότητες που επιμένουν αντικαπιταλιστικά, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, οι οποίες θεωρούν ότι ένα από τα μεγαλύτερα καθήκοντα του έτους είναι κάθε Πρωτομαγιά να σηκώνεις τα λάβαρα και να παίρνεις μέρος σε κάποιες από τις συγκεντρώσεις που γίνονται (η επιλογή του «κατάλληλου» τόπου δίνει περιεχόμενο στις αναζητήσεις τουλάχιστον δυο εβδομάδων πριν την Πρωτομαγιά). Αδυνατώντας (ή μη θέλοντας) να αντιληφθούν ότι ακόμη και ως καταγγέλλων γίνεσαι μέρος της εθιμοτυπίας που έχει ξεφτιλίσει (και) την Πρωτομαγιά.
Τι έχει να απολογήσει η εργατική τάξη της χώρας μας αυτή την Πρωτομαγιά; Ενα ολοστρόγγυλο μηδενικό, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ακόμα και στο επίπεδο των μερικών διεκδικήσεών της, των διεκδικήσεων που αφορούν τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης. Δεν κατάφερε να υπερασπιστεί ούτε το μεροκάματό της. Αφησε τις τύχες της στα χέρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, η οποία με όλη της την άνεση έκανε τις συμφωνίες της με τ’ αφεντικά και την κυβέρνηση, με τον τρόπο που κλείνονται αυτές οι συμφωνίες σε συνθήκες κοινωνικού κενού. Αφησε τους απεργούς δασκάλους της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς στήριξη. Αφησε τους φοιτητές των ΑΕΙ και ΤΕΙ, τα παιδιά της, τους αυριανούς συναδέλφους στην εργασία, χωρίς στήριξη σ’ έναν πολύμηνο σκληρό αγώνα που συνάντησε την άγρια κρατική καταστολή. Επέλεξε την τακτική του «καναπέ». Δεν έχει, λοιπόν, τίποτα ν’ απολογίσει σ’ αυτόν τον τομέα. Μόνο αισθήματα ντροπής για το σημείο που κατάντησε μπορεί να αισθάνεται. Γιατί κάθε εργάτης αισθάνεται ντροπή που δε μπορεί να υπερασπίσει ούτε το ψωμί του και το ψωμί των παιδιών του. Αλλο αν δεν έχει βρει το κουράγιο να ξεκολλήσει απ’ αυτή την κατάσταση.
Και βέβαια, ακόμα πιο θλιβερά είναι τα πράγματα (αναπόφευκτη συνέπεια) στο μέτωπο της επαναστατικής πολιτικής συγκρότησης της εργατικής τάξης. Η ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης είναι καταθλιπτική. Οσοι επιμένουν να επικαλούνται επιστημονικές κοινωνιολογικές αλήθειες θεωρούνται «απολιθώματα» ή «ρομαντικοί που ονειρεύονται στον ξύπνιο τους». Σε πολιτικό επίπεδο ολόκληρο το σκηνικό έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά. Οχι μόνο η επαναστατική βία, αλλά και η αναγκαία αμυντική βία, η αντιβία απέναντι στην κρατική καταστολή καταγγέλλονται ως έγκλημα καθοσιώσεως. Οι αστοί -έχοντας αξιοποιήσει τις εμπειρίες του παρελθόντος- εξακολουθούν να βλέπουν το φάντασμα της προλεταριακής επανάστασης να πλανιέται πάνω από το σάπιο κόσμο τους, όμως το προλεταριάτο το συνειδητοποιεί λιγότερο απ’ αυτούς. Οραματίζεται λίγο και οργανώνεται επαναστατικά λιγότερο έως ελάχιστα.
Ο απολογισμός, λοιπόν, είναι και φέτος αρνητικός. Ομως, ενσωματωμένοι και οπορτουνιστές θα πουν και πάλι τα γνωστά μεγάλα λόγια, που για τους πρώτους είναι σκέτη απάτη και για τους δεύτερους τονωτική ένεση στο πεσμένο ηθικό τους.
Δεν έχουμε ανάγκη, λοιπόν, από μεγάλα λόγια και ενέσεις ηθικού. Εχουμε ανάγκη από μεγάλες αλήθειες, που δεν θα χαϊδεύουν αυτιά. Από ζύμωση που θα προσπαθεί να ενεργοποιήσει το ταξικό φιλότιμο και να ξαναφέρει στο προσκήνιο το ταξικό κεκτημένο. Να δείξει το δρόμο για τη δραπέτευση από το αδιέξοδο του ατομικισμού και της ήττας, προς μια νέα συλλογικότητα, εξοπλισμένη με την πείρα του παρελθόντος, γειωμένη στο σήμερα, με το βλέμμα στραμμένο στο αύριο.