Δεν υπάρχει στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και του Περισσού, συμπεριλαμβανόμενων των αρχηγών των δύο αυτών κομμάτων της αστικής Αριστεράς, που να μην αποδίδει σήμερα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη εγκληματικές ευθύνες για τη διαχείριση της πανδημίας. Το ίδιο συναντά κανείς και σε δηλώσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚΟΚΙΝΑΛ.
Περιττεύει να θυμίσουμε ότι εμείς μιλούσαμε για εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από την περίοδο του πρώτου λοκντάουν. Οχι αερολογώντας, αλλά μιλώντας συγκεκριμένα και εξειδικεύοντας την πολιτική μας και σε ό,τι αφορά τα μέτρα πρόληψης (πώς θα εμποδιστεί η διασπορά του κοροναϊού) και σε ό,τι αφορά την ενίσχυση του ΕΣΥ και στο πρωτοβάθμιο και στο δευτεροβάθμιο (νοσοκομειακό) επίπεδο.
Πού ήταν τότε όλοι οι σημερινοί «κριτικοί»; Εγλειφαν τον Τσιόδρα, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο ενός τεράστιου, παγκόσμιου βεληνεκούς επιστήμονα, και έσκαγαν από το κακό τους επειδή ο Μητσοτάκης μάζευε όλο το «χαρτί».
Υψώσαμε τους τόνους όταν είδαμε την άτακτη έξοδο από το λοκντάουν, η οποία υπέκρυβε τον πόθο για γρήγορη επιστροφή στην καπιταλιστική «κανονικότητα». Κι αρχίσαμε να κραυγάζουμε όταν είδαμε ότι είναι έτοιμοι να ρίξουν τη χώρα στα νύχια της πανδημίας, προκειμένου να εξυπηρετήσουν την αχορταγιά των ξενοδόχων, των αερομεταφορέων, των εφοπλιστών της ακτοπλοΐας, του τουριστικού κυκλώματος. Η θέση μας υπήρξε σαφέστατη: να μην ανοίξουν φέτος τα σύνορα στον εξωτερικό τουρισμό.
Πού ήταν τότε όλοι οι σημερινοί «κριτικοί»; Εξαφανισμένοι. Μουγκοί. Εξακολουθούσαν να γλείφουν τον Τσιόδρα, ακόμα κι όταν θρηνούσε για τα καθηλωμένα στο έδαφος αεροπλάνα και συμφωνούσε ότι οι πτήσεις πρέπει να έχουν πληρότητα 100%. Ανέχονταν την κοροϊδία των δειγματοληπτικών ελέγχων στις πύλες εισόδου, ενώ ήταν προφανές ότι ήταν κοροϊδία.
Πέρασε ο Ιούλης, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβρης, έγινε προφανές ότι στη χώρα έχει αρχίσει πρόωρα το δεύτερο κύμα, ότι η κατάσταση τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη, όπως αποδείκνυαν η έκρηξη των «ορφανών» κρουσμάτων και των ενεργών κρουσμάτων, μούγκα οι σημερινοί «κριτικοί».
Κατά τον Οκτώβρη, άρχισαν να ψελλίζουν μερικά λογάκια κριτικής στην κυβέρνηση για τη διαχείριση του τουρισμού και για τις ελλείψεις στο ΕΣΥ, αλλά τις στρατηγικές επιλογές για τη διαχείριση της πανδημίας δεν τις αμφισβήτησαν ποτέ. Δε χρειάζεται να θυμίσουμε ότι εμείς από τα τέλη Σεπτέμβρη ζητήσαμε την επιβολή νέου λοκντάουν, για να «μαζευτεί» η διασπορά του ιού, που είχε πλέον καταστεί ανεξέλεγκτη.
Κι όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε το δεύτερο «λοκντάουν» χωρίς τέτοιο αίτημα ν’ ακουστεί ούτε μια φορά από χείλη στελεχών της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Κριτίκαραν την κυβέρνηση μόνο για τις παλινωδίες της και την κατηγορούσαν ότι δεν ακούει τους επιστήμονες. Μέχρι που βγήκε ο Τσιόδρας στις 5 Νοέμβρη στο πλευρό του Μητσοτάκη και τους διέψευσε, επιβεβαιώνοντας αυτό που ήταν προφανές από την πρώτη στιγμή (για όποιον έχει μάτια για να βλέπει και δεν αλληθωρίζει): ότι ο Τσιόδρας και οι όμοιοί του ήταν «ενσωματωμένοι» στην κυβερνητική πολιτική. Οτι υπηρετούσαν τις ανάγκες της καπιταλιστικής «κανονικότητας» και όχι τη δημόσια υγεία, την υγεία του ελληνικού λαού.
Οταν επιβλήθηκε το δεύτερο «λοκντάουν» εμείς καταγγείλαμε ότι είναι «μισό». Ζητήσαμε πραγματικά καθολικό λοκντάουν, με αναστολή κάθε μη αναγκαίας παραγωγικής, εμπορικής και άλλης οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να «μαζευτεί» η διασπορά του ιού, η οποία ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το πρώτο κύμα και απλωμένη γεωγραφικά σε όλη τη χώρα.
Ακούσατε κάποιον από τους σημερινούς «κριτικούς» της κυβέρνησης να ζητήσει το ίδιο; Ούτε που το διανοήθηκαν, γιατί σε καμιά περίπτωση δε θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την κεφαλαιοκρατία. Περιορίστηκαν σε γενικόλογη κριτική στην κυβέρνηση για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, για την ενίσχυση του ΕΣΥ, για τις παραβιάσεις των μέτρων προστασίας από «κάποιες» επιχειρήσεις. Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν «κάποιες» επιχειρήσεις, αλλά η καπιταλιστική λειτουργία ως σύνολο.
Αυτοί που θυμήθηκαν να μιλήσουν σήμερα για εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης κάνουν πολιτική σπέκουλα. Βλέπουν τις εκατόμβες των νεκρών, ακούνε τη βοή από την οργή του κόσμου και προσπαθούν να βγάλουν πολιτική υπεραξία, αντιλαμβανόμενοι ότι ο Μητσοτάκης είναι με την πλάτη στον τοίχο. Ακόμα και μέσα στον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη, όμως, με μια εκατόμβη νεκρών κάθε μέρα, οι λέξεις «καθολικό λοκντάουν» δεν έχουν βγει από τα στόματά τους. Δεν είναι ταξικοί εχθροί της κεφαλαιοκρατίας, είναι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το έγκλημα διαρκείας που συντελείται σε βάρος του ελληνικού λαού έχει κορυφωθεί από τον Νοέμβρη, όμως αυτό είναι το αποτέλεσμα όσων έγιναν τους προηγούμενους μήνες. Δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Τα πάντα ήταν προδιαγεγραμμένα. Κι εμείς αυτό μπορούμε να το πούμε με σιγουριά, γιατί προειδοποιούσαμε με όση δύναμη φωνής διαθέτουμε.
Το έγκλημα διαρκείας που συντελείται σε βάρος του ελληνικού λαού έχει υπεύθυνους (την κυβέρνηση Μητσοτάκη), έχει όμως και συνυπεύθυνους (την αστική αντιπολίτευση).
Για να είμαστε πλήρεις, όμως, πρέπει να πούμε ότι αυτό το έγκλημα έγινε επί ενός λαού που δεν μπόρεσε ούτε για μια στιγμή να προσπαθήσει να το αποφύγει. Πληρώνουμε και την απουσία ταξικής οργάνωσης. Και την απουσία ταξικού προσανατολισμού. Αφήσαμε τη διαχείριση της πανδημίας ενός φονικού ιού στα χέρια μιας κυβέρνησης, μιας αντιπολίτευσης και μιας δράκας «ενσωματωμένων» επιστημόνων, που όλοι μαζί μας έδειχναν μια ζυγαριά με δύο δίσκους. Στον ένα έβαζαν τη δημόσια υγεία, στον άλλο την «οικονομία». Και η ζυγαριά έγερνε πάντοτε προς τη μεριά της «οικονομίας».
Αυτό, ως λαός, ως εργατική τάξη, το αποδεχτήκαμε παθητικά. Και το πληρώνουμε ακριβά, με τόσες ζωές χαμένες που θα μπορούσαν να μη χαθούν, αν υπήρχε ταξική αντίσταση με αιχμή αιτήματα για την προστασία από την πανδημία. Επειδή η πανδημία δεν τέλειωσε, ούτε προβλέπεται να τελειώσει σύντομα, ας γνωρίζουμε ότι τα καταστροφικά της αποτελέσματα, το κόστος σε ζωές και σε σακατεμένες υγείες θα είναι τόσο μικρότερο όσο περισσότερο μπολιάσουμε τη συμπεριφορά μας με το πνεύμα της ταξικής αντίστασης.
Μόνο ο λαός θα σώσει το λαό, έλεγε ένα σύνθημα που πρωτογράφτηκε έξω από το γήπεδο της «Ράγιο Βαγιεκάνο» στη Μαδρίτη. Ας του δώσουμε συγκεκριμένο περιεχόμενο…