Στα 35 χρόνια της μεταχουντικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ουδέποτε υπήρξε προεκλογική περίοδος τόσο άνευρη, τόσο αδιάφορη, τόσο ανιαρή σαν αυτή που διανύουμε. Κυκλοφορείς στο δρόμο και δεν καταλαβαίνεις ότι σε λίγες μέρες έχει εκλογές. Αδεια χάσκουν τα κομματικά περίπτερα στις πλατείες, ενώ οι παρακείμενες καφετέριες είναι γεμάτες από κόσμο που απολαμβάνει τις τελευταίες ζεστές μέρες του χρόνου. Οι υποψήφιοι αλιεύουν σταυρούς γυρνώντας σπίτι-σπίτι, αφού συγκεντρώσεις με λίγο κόσμο δεν μπορούν να οργανώσουν.
Ολο το παιχνίδι παίζεται στην τηλεόραση. Τα απαξιωμένα ντιμπέιτ ξαφνικά απέκτησαν αξία. Είχαμε… προκριματικό και μετά… τελικό ανάμεσα στους δύο. Ανάμεσα σ’ αυτούς γίνεται η σύγκριση. Μια σύγκριση παράξενη. Το αποτέλεσμα είναι προεξοφλημένο και η συζήτηση γίνεται μόνο για την έκταση του σκορ. Σαν να παίζει ο Θρασύβουλος με τη Μπαρτσελόνα. Η πλάκα είναι πως και οι δυο αντίπαλοι έχουν αποδεχτεί αυτή την πραγματικότητα. Τον Παπανδρέου, βέβαια, τον βολεύει, αλλά ο Καραμανλής γιατί την αποδέχτηκε; Γιατί απλούστατα είναι αποφασισμένος να φύγει και κυνηγά αξιοπρεπή ήττα. Γιατί απλούστατα, το παιχνίδι το καθορίζουν άλλοι και όχι οι παίχτες. Οι ίδιοι που έφεραν στην εξουσία τον Καραμανλή και λοιδορούσαν τον Παπανδρέου, κάνουν τώρα την αντίθετη δουλειά. Στα σκουπίδια ο Καραμανλής, πάνω ο Παπανδρέου. Ακόμα και οι λονδρέζοι μπουκμέικερ προσπαθούν να στήσουν παιχνίδι όχι με την εύρεση του νικητή, αλλά με άλλα στοιχεία, όπως η διαφορά της ήττας και η κατάκτηση αυτοδυναμίας από το σίγουρο νικητή. Κάτι ήξερε η ΝΔ, όταν αμέσως μετά τις ευρωεκλογές αποφάσιζε να απαγορεύσει τις δημοσκοπήσεις τις δυο τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες. Χωρίς την απαγόρευση, σήμερα τα πράγματα θα ήταν χειρότερα γι’ αυτή.
Ολα τούτα είναι αποτέλεσμα της ταύτισης των δυο μεγάλων αστικών κομμάτων στην ουσία της πολιτικής. Μιας πολιτικής που στη σημαντικότερη διάστασή της, την οικονομική, καθορίζεται πλέον στις Βρυξέλλες. Η σχέση ψηφοφόρων – κομμάτων εξουσίας είναι μια άρρωστη σχέση. Μισοεμπιστεύονται τον ένα, επειδή έχουν σιχαθεί τον άλλο και τους εναλλάσσουν συνεχώς στην εξουσία. Χωρίς να τους εμπιστεύονται, χωρίς να ελπίζουν. Τους αλλάζουν όπως αλλάζουν ντεκόρ στο σαλόνι τους, για να αποκτήσουν την ψευδαίσθηση ότι η καθήλωση στον καναπέ αποκτά νέο ενδιαφέρον.
Στη σκιά των δυο εναλλασσόμενων μεγάλων στριμώχνονται οι τρεις μικροί (ο τέταρτος ήταν απλά μια φούσκα που εξυπηρέτησε το σύστημα την περίοδο των ευρωεκλογών). Δεν διεκδικούν τίποτα περισσότερο από τον συμπληρωματικό ρόλο που έχουν ως τώρα. Η φιλοδοξία τους φτάνει το πολύ σε μια μικροαύξηση του ποσοστού, όταν δεν αγωνίζονται για να εξασφαλίσουν απλώς την επιβίωση.Αποδέχονται πλήρως τους κανόνες του παιχνιδιού. Αποδέχονται τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Στο πλαίσιό του ζουν, δρουν και αναπαράγονται. Στα δεξιά της ΝΔ ο ένας, στ’ αριστερά του ΠΑΣΟΚ οι άλλοι δύο. Για να διαθέτει το ουράνιο τόξο όλα τα χρώματα.
Τι δουλειά έχουν οι «ζωντανοί» άνθρωποι, οι άνθρωποι που θέλουν ν’ αγωνιστούν για ν’ αλλάξουν τον κόσμο, σ’ αυτό το στημένο παιχνίδι; Καμία, είναι η απάντηση. Αποχή, λοιπόν, κι αντάμωμα στους δρόμους του αγώνα, όπου ανθίζει η ελπίδα.