Συζητάμε για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Για το αν θα πρέπει να γίνεται έτσι ή αλλιώς. Με διευθυντικό δικαίωμα ή με συλλογική σύμβαση; Σε ετήσια ή τετράμηνη βάση; Συζητάμε για τις υπερωρίες. Μέχρι πόσες τη βδομάδα, το μήνα, το χρόνο; Και πόσο πρέπει να πληρώνονται;
Η ευελιξία στην αγορά εργασίας είναι η λέξη της μόδας. Εννοια ιερή και απαραβίαστη. Στο δημόσιο διάλογο που γίνεται ουδείς διανοείται να αρνηθεί την αναγκαιότητά της. Συζητούν μόνο τους όρους και τα όρια εφαρμογής της. Διότι πρέπει «να γίνουμε» ανταγωνιστικοί.
Το χειρότερο είναι ότι μας δουλεύουν κιόλας. Γιατί αυτό που επαναλαμβάνεται συνεχώς, ότι μόνο με την ευελιξία θα συγκρατηθεί στην Ελλάδα η υπάρχουσα παραγωγική βάση και οι θέσεις εργασίας, με προοπτικές μεγέθυνσης μάλιστα, δεν είναι εκβιασμός. Είναι κάτι χειρότερο: δούλεμα. Ο αλαζών πρόεδρος των βιομηχάνων δεν το έκρυψε. Με τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις θα υπάρξει αύξηση της ανεργίας. Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει να γίνουμε Βουλγαρία. Με φορολογία κερδών 15%, με μεροκάματα των 10 δολαρίων, με μεσαιωνικές εργασιακές σχέσεις. Μέχρι να γίνει αυτό, όσοι μπορούν να επενδύσουν στη χειμαζόμενη ανατολική Ευρώπη θα το κάνουν και παράλληλα θα πιέζουν να εξομοιώνονται τα ισχύοντα στην Ελλάδα με τα ισχύοντα εκεί.
Και επειδή το δούλεμα γίνεται εκβιασμός, σε λίγο θα συζητάμε για νέες πλευρές της ευελιξίας. Για τη «διευκόλυνση της κινητικότητας των εργαζομένων», φερειπείν. Που σημαίνει ελευθερία στις απολύσεις και αλλαγή στο καθεστώς των αποζημιώσεων (για να μπορούν να απολύουν χωρίς να σκέφτονται το κόστος). Κι ας μη μιλήσουμε για τα λεφτά που προορόζονταν για τους άνεργους και μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο σε επιδότηση των επιχειρήσεων.
Μιλάμε για την ανεργία και δεν μιλάμε για τα μοναδικά μέτρα που μπορούν να την τιθασεύσουν: μείωση των ωρών εργασίας (ως ανέκδοτο αντιμετωπίζεται πια το 35ωρο – 5ήμερο) και μείωση των ορίων συνταξιοδότησης (η συζήτηση γίνεται για αύξηση στα 65 όλων των ορίων που είναι πιο κάτω). Μέτρα που, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει ο καθένας, όχι μόνο θα μείωναν την ανεργία, αλλά θα έκαναν και πιο ανθρώπινη τη ζωή των εργαζόμενων.
Αυτή η συζήτηση, όμως, απαγορεύεται διά ροπάλου. Οποιος δοκιμάζει να την κάνει θεωρείται αιρετικός, λαϊκιστής, μαξιμαλιστής, εξωπραγματικός, αν όχι υπονομευτής της εθνικής μας οικονομίας. Ακούσατε μήπως τη ΓΣΕΕ να κάνει έναν υπαινιγμό έστω, για αντιπερισπασμό, βρ’ αδερφέ, στις ιταμές αξιώσεις των βιομηχάνων; Αλλά η ΓΣΕΕ είναι θεσμική δύναμη, που γνωρίζει την εθνική της αποστολή και ξέρει πως έτσι θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα, άρα θα ρίξουν τα κέρδη τους για να μείνουν στην αγορά.
Εμείς, όμως, που αυτό ακριβώς θέλουμε, μήπως είναι καιρός να την ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση και να την επιβάλουμε;