Αλλη μια Πρωτομαγιά θλίψης για την εργατική τάξη, σε όλο τον κόσμο. Η κατάσταση είναι απελπιστική, απ' όλες τις απόψεις. Η απελπισία, όμως, είναι ο χειρότερος σύμβουλος, γιατί οδηγεί στην αδράνεια και την παραίτηση. Τα λόγια του ποιητή πρέπει να οδηγήσουν τη σκέψη μας: «Κι αν είν' ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς».
Στην Ελλάδα, εφτά χρόνια μετά την έναρξη των Μνημονίων, η εργατική τάξη και όλος ο εργαζόμενος λαός δε βιώνουν απλώς μια στερημένη ζωή μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά βιώνουν τις χειρότερες όψεις της απόλυτης εξαθλίωσης. Εκμεταλλευόμενη την κρίση του συστήματός της, η κεφαλαιοκρατία προχώρησε σε μια στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση, ολοκληρώνοντας την κινεζοποίηση των εργαζόμενων. Ο εργασιακός μεσαίωνας δεν είναι πια ένα σύνθημα. Είναι ζωντανή πραγματικότητα, στην οποία θέλουν να μας σπρώξουν όσο γίνεται πιο βαθιά, για να μη μπορούμε να βγούμε απ’ αυτή και να περιοριζόμαστε σε μια μάχη οπισθοφυλακών, διεκδικώντας το ένα ή το άλλο επιμέρους αίτημα, χωρίς να μπορούμε ν’ αλλάξουμε την κατάσταση.
Εφτά χρόνια μετά την έναρξη των Μνημονίων, φαίνεται καθαρά και η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στην καταστροφική πορεία της κρίσης, στη διαχείρισή της από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και στην πολιτική διαχείριση από τα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα.
Οι «αντιμνημονιακοί» του 2010 μπήκαν σε συγκυβέρνηση με τους μνημονιακούς το 2011 και σε νέα συγκυβέρνηση το 2012, για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους εναπομείναντες «συνεπείς αντιμνημονιακούς», που έφτιαξαν συγκυβέρνηση το 2015, για να συνεχίσουν την ίδια πολιτική. Μπορεί να ονειρεύτηκαν ότι θα τους επιτραπεί να κάνουν κάποια μικρομερεμέτια στη μνημονιακή πολιτική, που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν αλώβητοι την πορεία τους στην εξουσία, όμως σ' ένα εξάμηνο είχαν απαλλαγεί από τις… αυταπάτες τους, είχαν ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο, συνέχισαν με εφαρμοστικούς νόμους να προσθέτουν καινούργια αντιλαϊκά μέτρα στις πλάτες του λαού (χωρίς να καταργήσουν ούτε ένα από τα μέτρα των προηγούμενων Μνημονίων) και σήμερα είναι έτοιμοι να ψηφίσουν το τέταρτο Μνημόνιο (με τη μορφή της παράτασης του τρίτου), με την -πρωτοφανή στα κοινοβουλευτικά χρονικά- προνομοθέτηση πρόσθετων αντιλαϊκών μέτρων για το 2019 και το 2020 (για το μετέπειτα διάστημα θα φροντίσει η επόμενη μνημονιακή συγκυβέρνηση).
Αυτή η σκυταλοδρομία των αστικών κυβερνήσεων δεν έγινε πραξικοπηματικά-δικτατορικά. Με την ψήφο του λαού έγινε. Μια ψήφο φορτωμένη με ελπίδες, πότε για ριζική αλλαγή της κατάστασης και πότε για «ένα-δυο πραγματάκια έστω». Οι ήττες στο πεδίο των ταξικών αγώνων, των χειραγωγημένων από την αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία έτσι που να μετατρέπονται σε ειρηνική-άσφαιρη διαμαρτυρία και να οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα, μετατράπηκαν σε θρησκευτική αφοσίωση στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Οταν χάνουμε κατά κράτος σε διαδοχικές μάχες με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, στην πραγματικότητα «με κάτω τα χέρια», όταν χάνουμε ακόμη και τα στοιχειωδέστερα δικαιώματα, όταν μετά από δεκαετίες ξαναέχουμε εργατικές οικογένειες που δεν έχουν να φάνε, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο εχθρός μας νίκησε γιατί εμείς δεν ήμασταν στοιχειωδώς οργανωμένοι σε ταξική βάση, στοιχειωδώς ικανοί ακόμη και για μια οργανωμένη άμυνα που θα καθυστερούσε την επέλαση του αντίπαλου.
Χρόνια τώρα, παλεύουμε κάτω από ξένες σημαίες. Αρκούμασταν στο λίγο, ξεχάσαμε τι σημαίνει να είσαι εργάτης, εμπιστευόμασταν τον κάθε λαοπλάνο, παρασυρόμασταν από τις σειρήνες μιας ψεύτικης ευμάρειας, χτίζαμε μικροαστικά όνειρα αγνοώντας τι σημαίνει καπιταλισμός. Κι όταν η κρίση χτύπησε και ο ταξικός εχθρός εξαπέλυσε τη βίαιη επίθεσή του, αιφνιδιαστήκαμε, χάσαμε τον μπούσουλα, νομίσαμε ότι αρκεί ο θυμός και η αλλαγή της ψήφου για ν’ αλλάξουν μια κατάσταση που ξεπηδούσε από την ίδια την ουσία του καπιταλιστικού συστήματος.
Τιμώντας την Εργατική Πρωτομαγιά, σε συνθήκες που δεν τιμούν την εργατική τάξη -όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκόσμια- δε χρειαζόμαστε μεγάλα λόγια και κούφια αγωνιστικά προσκλητήρια, σαν αυτά που απευθύνουν ακόμα κι αυτοί που έχουν ξεπουλήσει με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Χρειαζόμαστε μερικές απλές ταξικές αλήθειες, που μας βάζουν μπροστά στα ιστορικά μας καθήκοντα.
Η τάση του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, να επιδιώκει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσω της οποίας επιτυγχάνει το μέγιστο κέρδος, είναι μια αντικειμενική τάση μέσα στον καπιταλισμό. Ο βαθμός που το επιτυγχάνει αυτό, όμως, εξαρτάται από την πορεία της ταξικής πάλης. Από το πόσο ισχυρή, οργανωμένη και αποτελεσματική είναι η αντίσταση της εργατικής τάξης. Η τάση του κεφαλαίου δεν καταργείται ποτέ μέσα στον καπιταλισμό, όμως η ταξική πάλη του προλεταριάτου μπορεί να ανακόψει την ορμή της, να ακυρώσει πλευρές της, να καθυστερήσει την εφαρμογή των πιο καταστροφικών μέτρων.
Ολόκληρη η ιστορία του εργατικού κινήματος τους τελευταίους δυο αιώνες είναι ιστορία πάλης ενάντια στους συνεχείς σφετερισμούς του κεφαλαίου. Το αίμα των εργατών του Σικάγο σφράγισε τους αγώνες για το 8ωρο, όπως προηγουμένως το αίμα των Κομμουνάρων του Παρισιού έβαλε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία τη δυνατότητα ενός εργατικού κράτους, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Οι εργατικοί αγώνες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, συχνά βίαιοι και αιματηροί, οδήγησαν σε μια σειρά κατακτήσεις, ειδικά όταν τα βήματα των εργατών φωτίζονταν από τη νίκη της μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και τη δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους, που αναπτυσσόταν θυελλώδικα έχοντας βάλει τους καπιταλιστές και το σύστημά τους στο μουσείο.
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ιστορικά τελειωμένο. Ενα σύστημα εχθρικό προς τους εργαζόμενους. Ενα σύστημα εχθρικό ακόμα και για τον αέρα που αναπνέουμε. Οι εργαζόμενοι είναι οι μοναδικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου. Από τη δική τους εργασία δημιουργούνται τα πάντα. Οι καπιταλιστές σαν παράσιτα απομυζούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου. Σε περιόδους κρίσης, το μέγεθος της εκμετάλλευσης, το μέγεθος της αδικίας φαίνονται πιο καθαρά. Αυτό το ιστορικά τελειωμένο σύστημα, όμως, μπορεί και διαιωνίζει την ύπαρξή του, καταδικάζοντας την κοινωνική πλειοψηφία στη φτώχεια, τη μιζέρια, ακόμα και την πείνα, όσο η εργατική τάξη του το επιτρέπει, όσο δεν βρίσκει απέναντί του ένα ρωμαλέο επαναστατικό κίνημα που θ’ απαιτήσει να περάσουν τα μέσα παραγωγής σ’ αυτούς που τα δημιούργησαν και τα κινούν, να περάσει το προϊόν της παραγωγής σ’ αυτούς που το παράγουν, να γίνει ο κοινωνικός πλούτος κτήμα της εργαζόμενης κοινωνίας.
Για να σπάσει ο κύκλος των Μνημονίων και της κινεζοποίησης, πρέπει να σπάσει ο πολιτικός κύκλος του μεσσιανισμού και της ανάθεσης. Και για να γίνει αυτό, πρέπει η εργατική τάξη να πάψει να συγκεντρώνεται κάτω από ξένες σημαίες. Πρέπει ν’ αποκτήσει δική της φωνή, συμβατή όχι μόνο με τα άμεσα συμφέροντά της, αλλά και με το ιστορικό πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Πρέπει να οργανωθεί πολιτικά.
Αν το καθήκον της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης φαίνεται σαν ανάβαση στο Εβερεστ, ας αναλογιστούμε πως όπως καμιά βουνίσια κορφή δεν έμεινε απάτητη, έτσι κι αυτό το καθήκον κάθε άλλο παρά ακατόρθωτο είναι. Και είναι μονόδρομος!