Αγαπητά μου παιδιά
Σήμερα –με τη στενή έννοια– που ο μήνας έχει εννιά, σήμερα –με την ευρεία έννοια– που οι υπηρέτες του λαού τρώνε και πίνουν και ο κυρίαρχος λαός μηδέ τρώει ουδέ πίνει, παραδινόμαστε στην παράδοση που τα είπε άπαξ όλα, γιατί ποτέ δεν αλλάζουν, εκτός από τα πρόσωπα! Κι όπως λέει κι ο αντεθνικός ύμνος «έλα, ασήμωσε και κλάψε»:
Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά, μην η βροχή τα δέρνει;
Ουδ’ άνεμος τα πολεμά κι ουδέ βροχή τα δέρνει
μόνε διαβαίνει ο χοντρός μ’ αρματωλούς και κλέφτες!
Σέρνει τους νιούς από μπροστά, δελφίνους το κατόπι
κι ένα κοπάδι πρόβατα στη ράχη ροβολάνε.
Κι ο Κωνσταντής επρόβαλε στους κάμπους καβαλάρης
με δεκαπέντε dvd, μ’ εννιά ζυγιές παιχνίδια
με τετρακόσιους άρχοντες με στόμα μπουκωμένο.
Τηράει δεξά, τηράει ζερβά, τον ουρανό κοιτάζει
κι ενώ προσμένουν το χρησμό χάσκοντας όλοι γύρω
πέφτει κοιμάται στην πλαγιά, μέσα στις παπαρούνες.
Αναψε λοιπόν το γλέντι, σουβλίστηκαν τα αρνιά της χού-ντας κι ο βαρύς ελαφρολαϊκός βάρδος τραγουδάει:
Τρώτε και πίνετ’ άρχοντες κι εγώ να σας διηγούμαι
για ποδηλάτη αψηλό, τον εγγονό του γέρου
που ‘θελε σώνει και καλά στα μαρμαρένια αλώνια
να ανταμώσει τον χοντρό και να ‘ρθουνε στα χέρια
να δουν ποιος είν’ καλύτερος, ποιος είν’ αντρειωμένος
ποιος θα μαζεύει τ’ άχερο και ποιος θα τρώει δαμάλια.
Τα τραγούδια της τάβλας συνεχίστηκαν από την αριστερή πλευρά της, όπου μια παρέα καθώς πρέπει και κατηχούμενων νέων με τα προσευχητάρια της, υμνούσε την πλατυτέρα των ουρανών παντοκράτειρα:
Η Αλεξάνδρα η μοσχονιά, το αγρίμι των εδράνων
εβγήκε και παινεύτηκε: Σύριζα δε λογιάζει
γιατί είν’ τα πρόβατα πιστά κι η Λιάνα παλικάρι
και έχουνε τον τρόπο τους μέσα στις δυσκολίες
να προσκυνούνε τον πασά, να ρίχνουνε και «σμπάρα»
να πολεμάνε τους οχτρούς από τα καραούλια.
Λίγο παρακεί –κατά κάποιους δεξιότερα, κατ’ άλλους αριστερότερα, παντού ή και πουθενά– ακούστηκε το αργόσυρτο κλαρίνο της (γηραιάς) ηπείρου και οι πολύχρωμοι νέοι με τα νταούλια και τα σουραύλια οχλαγωγούσαν:
Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια
με το μαντίλι στο λαιμό, το βαριοκεντημένο
με το μαλλί στο μέτωπο γλειμμένο απ’ αγελάδα
φορούσε το σακάκι του και γλυκοτραγουδούσε:
«Γεια σου Ευρώπη έμορφη με τα χρυσά, τ’ ασήμια
γεια ρωμιοσύνη και σ’ εσέ, ήρθα και μη φοβάσαι».
Και τότε η ομήγυρη έστρεψε το βλέμμα τέρμα δεξιά, στραβολαίμιασε για να καμαρώσει τους πατριώτες κι άκουσε το παρατεταμένο τραγούδι της παρατεταγμένης λοξής (εντελώς) φάλλαγας:
Και στα στερνά άλλος χοντρός το λόγγο ροβολάει
σέρνοντας μεγαλέξαντρους, καταραμένα φίδια
με μανουάλια, σβάστικες, κίονες μα και κύνες
που τηνε βγάζει μπέικα πουλώντας δεκανίκια
και νανουρίζει το ντουνιά, διηγιέται παραμύθια
γλείφει διαρκώς τα δάχτυλα και θέλει κι άλλο μέλι.
Ωσπου κεραυνός έπεσε εκεί που ήταν δάσος και θα ξαναγίνει δάσος, φωνή μεγάλη ακούστηκε από τον ουρανό κι από τα σωθικά της γης ταυτόχρονα, έκλ@σε η νύφη και σχόλασε ο γάμος, γαμώτο:
Πού πας περιστεράκι μου να φτιάσεις τη φωλιά σου;
Αν τηνε φτιάσεις στο βουνό, κουφός σου τη χαλάει
αν τηνε φτιάσεις στο γιαλό, πλοία δεν βάζει ο τάπας
κι αν τηνε φτιάσεις καταγής, σου τη χαλούν τα φίδια.
Πού πας περιστεράκι μου να φτιάσεις τη φωλιά σου
κι εμάρανες τα όνειρα κι έκαψες τον αγώνα;
Αχρηστοτέλης Επαυλίδης