Αγαπητά μου παιδιά
Φτάσαμε στην Κυριακή των αποκριών (από-κρέας ή carne-vale) αλλά μερικοί δεν φαίνονται διατεθειμένοι να σταματήσουν να τρώνε σάρκες. Εμείς, τα ιερά σφάγια, παρακολουθούμε τις πτήσεις και τις κάθετες εφορμήσεις των όρνεων, ενώ γύρω μας πλανιέται ακόμα η τσίκνα της Πέμπτης και τα άρματα που ξαναβγαίνουν στους δρόμους καταλύοντας την κυκλοφοριακή δημοκρατία. Ο George πήρε πάλι το Atos, έβαλε βενζίνη με δανεικά από ευεργέτες που θέλησαν και πάλι να κρατήσουν την ανωνυμία τους και βγήκε στο μεϊντάνι. Τα φιρμάνια και οι μετακηρύξεις –μην μου πείτε κι εσείς ότι είναι προκηρύξεις– πληθαίνουν και οι συζητήσεις στους ολυμπιακούς κύκλους της πρωτεύουσας και στα πηγάδια του μετρό της συμβασιλεύουσας παίρνουν και δεν δίνουν (όσον αφορά τα συμπεράσματα). Κάτι θλιβεροί κονδυλοφόροι κάνουν… ρεσάλτο στα blogs και στις ιστιοσελίδες –τις αποκαλώ έτσι γιατί φουσκώνει τα πανιά τους ο στρατηγός άνεμος που έρχεται από τα δυτικά, μαζί με μέλανες επιδοτήσεις μελάνης– γράφοντας άλλος το μακρύ, άλλος το κοντό και άλλος της ψιλής του το χαβά. Ο καρναβαλιστής δεδικαίωται βεβαίως, αφού υπερπηδήσαμε πλέον την Τσικνοπέμπτη και φτάσαμε στη βρώμικη βδομάδα πριν τη λυτρωτική έλευση της μοναδικής καθαρής Δευτέρας του έτους.
του πάρτι τα μπαλόνια σκάει, χαιρέκακη καρφίτσα
άλλοτε ταμπουρώνεται, άλλοτε ξεμυτίζει
σε χώρα – παιδική χαρά, σε κόσμο – βράσε ρύζι.
Υπό το βάρος των πρώτων εξαγγελιών Σαμαρά χωρίς να ερωτηθούν τα υποζύγια και της θλιβερής διαπίστωσης του καθηγητή Πάκη ότι ο Καποδίστριας πέθανε – ο Καποδίστριας πάει, στρεφόμαστε σε ενδοσκοπήσεις, ομφαλοσκοπήσεις και κλείνουμε τ’ αφτιά στις δημοσκοπήσεις.
κι ας με λένε στο γαλάζιο δάσος «κόκκινη τρελή».
λύκοι, ύαινες, τσακάλια, θέλουνε το καλαθάκι
της γιαγιάς και περιμένουν ένα μου μικρό λαθάκι.
Περπατώ και σαλιαρίζω εις το δάσος το πυκνό
που μες στα φυλλώματά του έκρυβε έναν Φασιανό
στου Ντελακρουά το πλάι και πιο κει απ’ τον Πικάσο.
Ε, ρε πλάκα το μπορντέλο! Αμα δεν τα πω θα σκάσω!
Αλεπούδες με κοιτάζουν και λαγούς καλημερίζω
και σαν βλέπω τα γουρούνια πάντα μου ‘ρχεται και βρίζω.
Μόνο με τους παπαγάλους τα μπερδεύω λιγουλάκι:
ένας λέει «έλα» κι άλλος των τρανών είναι τσιράκι.
Εκανα την πρακτική μου ως είναι γνωστό τοις πάσι
δίχως μύτη να ανοίξει, δίχως τζάμι να ‘χει σπάσει
και στο κατηχητικό μας –ζούλα κι εκ του περισσού–
καπιταλιστές μας ‘δίναν στα κρυφά τιραμισού.
Γράφω αράδες, αραδιάζω δηλαδή του νου το μάγμα
κι η γιαγιά με κοροϊδεύει και μου λέει «σιγά το πράγμα
στη δική σου ηλικία εγώ κόλλαγα βαρέα
μ’ ήξεραν όλοι οι δρόμοι Αθηνών μα και Περαία».
Πρέπει να ομολογήσω της γιαγιάς το μεγαλείο
χρησιμοποιούσε λόγια διαρκώς ως εργαλείο
από φάμπρικα σε δρόμους κι από σύναξη σε πάρκα
δεν καθότανε στιγμή, ήτανε μεγάλη μάρκα
και κατόρθωνε να πείσει για το δίκιο του αγώνα
από τους χαρτογιακάδες μέχρι και τη θεια-Παγώνα.
Τώρα στέκει σαστισμένη και διαβάζει προκηρύξεις
άλλοτε φωνάζει «μπράβο» κι άλλοτε «ήξεις αφίξεις»
και στο internet σερφάρει βλαστημώντας κάθε βράδυ
μουρμουρίζοντας ξαπλώνει «δεν ψοφάει το ρημάδι».
Κοκκινοσκουφίτσα speaking: η γιαγιά να μην πεθάνει
πριν προλάβει η καημένη την ανάσταση να κάνει.
Τούτος είναι ο καημός της, ένα μέλλον δοξασμένο
το μπορντέλο να το δει σε ερείπια σωριασμένο.
Τόνι Σαγματοποιός