Αγαπητά μου παιδιά
Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κρύβει πίσω του μεγάλους μάστορες, που ως κάστορες ροκάνισαν και πελέκησαν τη ρίμα, ρημάζοντας το έδαφος ώστε να έρθει ως επιβεβλημένη αναγκαιότητα η αφηρημένη ποίηση που δεν γνωρίζει περιορισμούς μέτρου ή ομοιοκαταληξίας. Για να σας μπάσω στο μεσογειακό κλίμα της σημερινής παρουσίασης (πρόκειται για –άμεση- δράση χρηματοδοτούμενη από το ΕΣΠΑ που έσπασε πριν καν έρθει), θέτω υπ’ όψη σας τα εξής:
Στα μυθικά έργα του «η λιάρδα» και «Ωδή CIA» ο Ομηρος (του κράτους) εξιστορεί τον πόλεμο συμφερόντων μέσα στη λεκάνη-μπανιέρα της Μεσογείου. Ενώ ο Ξένος Φον στην «κάθοδο των εκατομμυρίων» μας δίνει και στοιχεία εγγεγραμμένα σε ασπίδες της εποχής (ελλείψει ψηφιακών δίσκων). Κάπως έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για έμμετρη αποτύπωση των τεκταινομένων και ξε-πήδησαν οι ποιητές της ύστερης, υστερικής προϊστορίας που δε λέει να τελειώσει, …το καντήλι μου. Εχοντας αυτά κατά νου κι εμμένοντας στην δημοτική και νομαρχιακή μας παράδοση, παρουσιάζουμε σήμερα κάποιους πρωτομάστορες του έμμετρου λόγου και του παραλόγου, παραγώγου των παραγωγικών βίων τους.
Στα μυθικά έργα του «η λιάρδα» και «Ωδή CIA» ο Ομηρος (του κράτους) εξιστορεί τον πόλεμο συμφερόντων μέσα στη λεκάνη-μπανιέρα της Μεσογείου. Ενώ ο Ξένος Φον στην «κάθοδο των εκατομμυρίων» μας δίνει και στοιχεία εγγεγραμμένα σε ασπίδες της εποχής (ελλείψει ψηφιακών δίσκων). Κάπως έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για έμμετρη αποτύπωση των τεκταινομένων και ξε-πήδησαν οι ποιητές της ύστερης, υστερικής προϊστορίας που δε λέει να τελειώσει, …το καντήλι μου. Εχοντας αυτά κατά νου κι εμμένοντας στην δημοτική και νομαρχιακή μας παράδοση, παρουσιάζουμε σήμερα κάποιους πρωτομάστορες του έμμετρου λόγου και του παραλόγου, παραγώγου των παραγωγικών βίων τους.
Crhis Χαζόπουλος: Ο ομογενής, ομογάλακτος κι ομογενοποιημένος ποιητής αναρριχήθηκε στην πυραμίδα της ποιητικής ιεραρχίας, αφού πρώτα μελέτησε το έργο των αρχαίων τραγικών: Κρύψορχις, Κλειτοριδοσθένης, Συνούσιος ο Τυανεύς, Πεοκρούστης, Αιδοιόλειξ ο επί Κολωνώ ήταν εκείνοι που τον σημάδεψαν. Τω καιρώ εκείνω του χειμερινού ηλιοστασίου, προσπάθησε να διευρύνει τα όρια της ποίησης, κατερχόμενος ιλιγγιωδώς τις βαθμίδες της πυραμίδας που με κόπο ανέβηκε. Αφησε πίσω του τις ποιητικές συλλογές «η μούσα που g@μούσα», «ημερολόγιο ενός αθέατου Ιουλίου Καίσαρα» και «ο δωδεκάλογος του γλύφτου». Ιδού ένα απόσπασμα από το ποίημα «το καρνέ του Αδου»:
Σαν έρθουν μάνα οι φίλοι μου, στρώσε να τους πηδήσω
να υπογράψω σύμβαση και να τους διορίσω.
Κάποιοι τα παίρνουν σε λεφτά, σε είδος κάποιοι άλλοι
καθώς έχει αναβαθμιστεί των τάξεων η πάλη.
Τώρα δεν συγκρουόμαστε για πλήρη εξουσία
μια θέση είναι αρκετή, θέση με σημασία.
Στο πάνθεον των ποιητών της όψιμης αρχαιότητας, εξέχουσα –λόγω στήθους– θέση έχει μία ανώνυμη ποιήτρια της Τσε-κα από το Ιρκούτσκ (τσκ, τσε-κα). Συνέγραψε υψηλή ποίηση ποιώντας αρχικά την νήσσαν και προσπαθώντας κατόπι να πουλήσει (μέθοδος η οποία εφαρμόστηκε αργότερα στα όπου γης χρηματιστήρια, εξ ου λέγεται και χρηματισμός). Συνέγραψε πλείστα όσα ποιήματα, με σαφώς καλύτερο το πωλητικό «ταπεινοί και διορισμένοι», απ’ όπου παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
Συμβατικώς τη σύμβαση σύμπας ο κόσμος ξέρει
σαν βγω θα επιδιώξουνε κι άλλοι να βάλουν χέρι
στο στήθος και στο μπούτι μου ωσάν να ήμουν κότα
κι η εξουσία ένοχος –μόνος– θα ‘ναι σαν πρώτα.
Η διαφθορά δεν είν’ ανθός, η διαφθορά είναι ρίζα
δεν είν’ η βάση αμέτοχη, είναι στην ίδια πρίζα.
Ακολουθεί χρονολογικά το παρ’ ανωνύμου γραφέν δημώδες και δυσώδες άσθμα «ο γερο-Δήμος», που αναφέρεται σ’ ένα γέροντα κούκο:
Ο γερο-Δήμος κάηκε, ο γερο-Δήμος πάει
νομίζει πως κουτόχορτο το πόπολο μασάει
κούκου ρε Δήμο γέροντα, κούκου ρε κοτζαμπάση
όλοι οι του πηδήματος μπλεχτήκατε στη φάση;
Η λογοτεχνική περιήγησή μας, διασχίζει κλάδους, κλαδιά και κλαδάκια, διέρχεται από τα μέρη του Ταρζάν και της μόνον προφορικά καταγεγραμμένης παράδοσης της ζούγκλας και καταλήγει, πού λέτε; Ακριβώς! Καταλήγει εκεί, στο μέγαρο με τον παίδαρο:
Δεν ήξερες, δε ρώταγες βρε Κωνσταντή και μένα
που σου ‘χει γίνει εμμονή πως έμεινα παρθένα;
Το σχολαρχείο Κωνσταντή δεν είν’ μπαρ με σφηνάκια
υπάρχει ανταγωνισμός και πέφτουνε κορμάκια.
Για ρώτα με τι πέρασα, τι σου ‘βαλα να τάξεις
άλλοι πηδάν για να πηδώ κι εγώ δυο-δυο τις τάξεις.
Το μακροσκελές τελευταίο ποίημα, αποτελούμενο από 152 -προσεχώς 151- στροφές, αφού διατρέχει εκείνα που έγιναν και όλοι ξέρουν, καταλήγει εκεί που αρχίζει η μοντέρνα ποίηση:
Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα
Και πριν να ‘ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα.
Παρακαλώ μη καγχάζετε, αν μετρήσετε θα δείτε ότι κι αυτό είναι σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ανθ’ ημών Γουλιμής, καληνύχτα σας…
Αψύς Ανδριανού