Αγαπητά μου παιδιά
Οταν εξαρθρώθηκε η «τρομοκρατία» στην Ελλάδα, όλοι εμείς οι φτωχοί πλην τίμιοι νοικοκυραίοι, ανακουφιστήκαμε. Παρόλο που ανέβηκε κατακόρυφα η τιμή των φαρμάκων (δύο ντεπόν έφτασαν να κάνουν 19.192,02 ευρώ), είπαμε δε βαριέσαι (όπως λέμε πάντα) κι αρχίσαμε να κοιμόμαστε με ευελφάλεια (πότε εδώ και πότε εκεί, ευέλικτα αλλά με ασφάλεια).
Ωστόσο, σύντομα καταλάβαμε πως κανείς δεν κοιμάται ήσυχος.
Είναι, βλέπετε, κι άλλη μια οργάνωση, πολύ χειρότερη, που όχι μόνον κυκλοφορεί ανενόχλητη μα έχει και την κοινωνική στήριξη. Μια οργάνωση με αμέτρητες παραφυάδες, διακλαδώσεις, διασυνδέσεις και διαπλοκές. Μια οργάνωση με… εκπληκτική οργάνωση.
Αλλάζει συχνά χρώματα, πρόσωπα, μεθόδους και φρασεολογία μα είναι πάντα η ίδια εις τους αιώνες των αιώνων.
Είναι αυτή που τροφοδοτούσε κάποτε τον Καιάδα και θεσμοθετούσε τους εξοστρακισμούς. Αυτή που άνοιγε την Κερκόπορτα κάνοντας την ανήξερη στις σελίδες μιας στρεβλής Ιστορίας που γράφεται υπό την απαραίτητη έγκρισή της. Μετά προσκυνούσε αγάδες, πασάδες και ντερβισάδες. Γεννούσε κοτζαμπάσηδες, γενίτσαρους και Νενέκους. Φυλάκιζε και σκότωνε Κολοκοτρώνηδες, καλούσε ξένους βασιλιάδες, ξένες δυνάμεις, ξένες εταιρίες και ξένους προπονητές. Μεθούσε, ήθελε την Αγκυρα κι έχασε και τη Σμύρνη, αντάλλαξε Ιμβρο και Τένεδο με το τρίγωνο του Κάραγατς. Λέγοντας όχι στους Γερμανούς, φόρεσε κουκούλες κι έδειχνε με το βρωμερό της δάχτυλο. Ανοιξε τα ξερονήσια, τους φακέλους και τις κάνες των όπλων. Ανοιξε την πόρτα στην δικτατορία, πούλησε την Κύπρο. Ξαναλέγοντας όχι στους νέους Γερμανούς, που τώρα λεγόταν Αμερικανοί, τους άνοιξε όλες τις πόρτες. Τα λιμάνια. Τις σιδηροτροχιές. Τις εθνικές οδούς για να περνούν οι φάλαγγες του θανάτου που μιλούσαν για ειρήνη. Μια ειρήνη που βρωμάει όσο όλοι οι πόλεμοί της μαζί. Εφερε το μεταπολιτευτικό μοντέλο της απάθειας, του βολέματος και του εφησυχασμού. Μετατρέποντας το συγκεκαλυμμένο «όχι» του βρωμερού παρελθόντος της σε απερίφραστο «ευχαριστώ» του απροσχημάτιστα ξεπουλημένου και ξετσίπωτου μέλλοντός της.
Είναι αυτή η οργάνωση που αφήνει χιλιάδες προκηρύξεις, ένα απίστευτο χαρτοβασίλειο που δεν περιέχει τίποτα και -κυρίως- δεν απολογείται για τίποτα και σε κανέναν. Ενα τιποτένιο χαρτοβασίλειο που δεν υπηρετεί ανθρώπους, αλλά που το υπηρετούν άνθρωποι, πηγαινοφέρνοντάς το από δω κι από κει μαζί με τις ζοφερές μέρες τους. Αυτές τελειώνουν, εκείνο όχι.
Είναι αυτή που μπάζωσε τα ρέματα και πνίγει στο όνομα της ασυδοσίας που βάφτισε ανάπτυξη. Αυτή που στεφάνωσε με φωτοχημικά σύννεφα τις νεκρουπόλεις των παρανοϊκών ρυθμών. Που έχτισε τη βιομηχανική ζώνη της Θεσσαλονίκης από κει που φυσάει ο Βαρδάρης και τώρα κάνει την ανήξερη. Που δολοφονεί σε εργασιακά κάτεργα, πνίγει σε πλωτές νεκροφόρες και εκτελεί σε στοιχειωμένες «εθνικές» καρμανιόλες, που θύει στους βωμούς του κέρδους και της εξαπάτησης, της μάγκικης και τσαμπουκαλεμένης κουτοπονηριάς. Είναι αυτή που υπόσχεται τα πάντα μεθυσμένη από την υποταγή που τόσο εύκολα επέβαλε, αυτή που τελικά δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πιπιλάει αυτάρεσκα το δάχτυλό της. Είναι αυτή που έδιωξε τις γιαγιάδες από τα πεζούλια και τις μυρωμένες πνοές από τις γειτονιές. Αυτή που συντηρεί το έγκλημα, την ανεργία και την αμορφωσιά για την ολοκληρωτική καθυπόταξη της κοινωνίας. Αυτή που εφηύρε το aids στα εργαστήρια των πληρωμένων επιστημόνων της, αυτή που διέχυσε το φόβο και την αποσύνθεση μεταξύ των κοινωνικών κυττάρων. Αυτή που συντηρεί τα κόμματα και τα προσκόμματα, τις ομάδες και την αγελαία συγκρότηση, τη μόδα και τόσα άλλα ευφυή όσο και ποταπά τεχνάσματα για τη χειραγώγηση και τη διαίρεση των ανθρώπων. Αυτή που έβαλε το βωμό της τηλεόρασης, το νέο θεό, σε περίοπτη θέση σ’ όλα τα σπίτια και γαλουχεί εκεί νυχθημερόν τις στρατιές της ευτέλειας και της αδιαφορίας. Αυτή που ξερίζωσε τα παιδιά από τις αυλές, τις αυλές από τα σπίτια και τα σπίτια από το φως και την άπλα της ζωής.
Μια σκοτεινή οργάνωση. Με αμέτρητους μικρούς και μεγάλους εγκεφάλους, εκτελεστικά και περιφερειακά όργανα και υπερσύγχρονα μέσα διεξαγωγής ενός άνισου, αδυσώπητου κοινωνικού πολέμου. Βγαίνει αυτάρεσκα στα παράθυρα. “Σκασμός, μιλάει ο υπουργός” που έλεγε κι ο Τάσος Λειβαδίτης. Χτενίζεται πάνω στους απεγνωσμένους, χαμογελάει στους εγκλωβισμένους, χασμουριέται πάνω στους ταλαίπωρους και φλυαρεί, φλυαρεί ακατάπαυστα χωρίς ποτέ να λέει κάτι.
Η «τρομοκρατία» εξαρθρώθηκε. Ωστόσο κανείς δεν κοιμάται ήσυχος.
Είναι, βλέπετε, άλλη μια οργάνωση. Φριχτή και μίζερη μαζί, ανίκανη μα παντοδύναμη, αποτελεσματική μα τόσο αδύναμη. Ντυμένη χίλιες ιδέες μα τόσο γυμνή. Αποτρόπαια αλλά τόσο ελκυστική, που όλοι τρέχουν ξωπίσω της, εκλιπαρούν την εύνοιά της, ικετεύουν για μια θέση κοντά της, δίπλα της, μέσα της.
Είναι μια ακόμη οργάνωση. Κενή και πειστική, βρώμικη μα λαμπερή, ανήμπορη αλλά πανίσχυρη.
Με το αίμα, με το ψέμα…
Χάιδω Καράμπελα