Αγαπητά μου παιδιά
Ανθ’ ημών Γεώργιος Σουρής με ένα απάνθισμα από τον «Φασουλή» του, αφού η λαϊκή μούσα βρίσκεται κλινήρης συνεπεία της ανοιξιάτικης γύρεως που μέσω αερίων μαζών μεταφέρεται ως την Κύπρο:
Πενήντα χρόνια πέρασαν ως σήμερα σωστά
αφότου στου συντάγματος το μάγκανο γυρίζομε
και τώρα την κοιλίτσα του καθένας μας βαστά
κι όλοι μας για το σύνταγμα φαιδρά πανηγυρίζομε.
Πενήντα χρόνια πέρασαν καλά κι ευτυχισμένα
που Φασουλήδες οι Ρωμιοί γινήκαν’ σαν κι εμένα
που φύλλα του συντάγματος καθένας εματσούλιζε
που βάλαμε πουκάμισα κολλαριστά με βόρακα
που βγάλανε για λευθεριές οι ρήτορες τον κόρακα
και το κρασί της λευτεριάς μας έχει κάνει τάπα.
Πενήντα χρόνια πέρασαν με λούσα μοσχομάγκικα
πενήντα χρόνια πέρασαν που δεν φορούμε κάπα
πενήντα χρόνια πέρασαν που κλέβομε με φράγκικα.
Κι εκεί που βλέπεις πως και σε δεν σε ψηφά κανείς
ας γίνω, λες καθ’ εαυτόν, και λίγο ευγενής.
Κι εκεί που μήτε σώβρακο δεν έχεις να φορέσεις
ας βάλω, λες, μεταξωτό να θαμβωθούν τα πλήθη
Κι εκεί που μόνος δεν μπορείς στην τρύπα να χωρέσεις
ας σύρω, λες, οπίσω μου αυτό το κολοκύθι.
Πενήντα χρόνια πέρασαν Ελλάς μου ζωοδότειρα
και χοίροι πίνουνε νερό μέσ’ από δισκοπότηρα
κι όλοι τα νύχια ξύνομε στη σάπια σου κουφάλα
και λέγει κάθε γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
κι όλα τα πολιτεύματα μανέστρα κι ανακάτωμα
και λογοδιάρροι’ αγιάτρευτη και γενικό ξεπάτωμα.
Μα έλα τέλος πάντων, βουλή αγαπημένη
Να δούμε εις το κράτος τι διάβολο θα γένει.
Απ’ την αυλή σου έξω το πνεύμα μου γυρίζει
Κατάκλειστη σε βλέπω και όλο ξεροβήχω
Ακόμα η σημαία ψηλά δεν κυματίζει
Και πάω προς νερού μου στον πλαϊνό σου τοίχο
Και δος του στην αυλή σου ξαναγυρίζω πάλι
Με χέρια σταυρωμένα και με σκυφτό κεφάλι.
Ηθελα προστάτης να ‘μια της εργαζομένης σφαίρας
Και να γίνομαι το θέμα της νυκτός και της ημέρας.
Ηθελα προστάτης να ‘μια του λαού του φουκαρά
Κι ο λαός μου μια χαρά
Να με κάνει δυνατό
Κι είδωλό του λατρευτό.
Ενα φόβητρο να γένω
Σε παράθυρα να βγαίνω
Σε ταράτσες και μπαλκόνια
Για τη φτώχεια να μιλώ
Και να κεραυνοβολώ
Τα χορτάτα τα κωθώνια.
Ολους τους κεφαλαιούχους
Στου διαβόλου τα τεφτέρια
Να τους γράφω κάθε τόσο
Κι από τα δικά των χέρια
Τους εργάτας να γλιτώσω.
αφότου στου συντάγματος το μάγκανο γυρίζομε
και τώρα την κοιλίτσα του καθένας μας βαστά
κι όλοι μας για το σύνταγμα φαιδρά πανηγυρίζομε.
Πενήντα χρόνια πέρασαν καλά κι ευτυχισμένα
που Φασουλήδες οι Ρωμιοί γινήκαν’ σαν κι εμένα
που φύλλα του συντάγματος καθένας εματσούλιζε
που βάλαμε πουκάμισα κολλαριστά με βόρακα
που βγάλανε για λευθεριές οι ρήτορες τον κόρακα
και το κρασί της λευτεριάς μας έχει κάνει τάπα.
Πενήντα χρόνια πέρασαν με λούσα μοσχομάγκικα
πενήντα χρόνια πέρασαν που δεν φορούμε κάπα
πενήντα χρόνια πέρασαν που κλέβομε με φράγκικα.
Κι εκεί που βλέπεις πως και σε δεν σε ψηφά κανείς
ας γίνω, λες καθ’ εαυτόν, και λίγο ευγενής.
Κι εκεί που μήτε σώβρακο δεν έχεις να φορέσεις
ας βάλω, λες, μεταξωτό να θαμβωθούν τα πλήθη
Κι εκεί που μόνος δεν μπορείς στην τρύπα να χωρέσεις
ας σύρω, λες, οπίσω μου αυτό το κολοκύθι.
Πενήντα χρόνια πέρασαν Ελλάς μου ζωοδότειρα
και χοίροι πίνουνε νερό μέσ’ από δισκοπότηρα
κι όλοι τα νύχια ξύνομε στη σάπια σου κουφάλα
και λέγει κάθε γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
κι όλα τα πολιτεύματα μανέστρα κι ανακάτωμα
και λογοδιάρροι’ αγιάτρευτη και γενικό ξεπάτωμα.
Μα έλα τέλος πάντων, βουλή αγαπημένη
Να δούμε εις το κράτος τι διάβολο θα γένει.
Απ’ την αυλή σου έξω το πνεύμα μου γυρίζει
Κατάκλειστη σε βλέπω και όλο ξεροβήχω
Ακόμα η σημαία ψηλά δεν κυματίζει
Και πάω προς νερού μου στον πλαϊνό σου τοίχο
Και δος του στην αυλή σου ξαναγυρίζω πάλι
Με χέρια σταυρωμένα και με σκυφτό κεφάλι.
Ηθελα προστάτης να ‘μια της εργαζομένης σφαίρας
Και να γίνομαι το θέμα της νυκτός και της ημέρας.
Ηθελα προστάτης να ‘μια του λαού του φουκαρά
Κι ο λαός μου μια χαρά
Να με κάνει δυνατό
Κι είδωλό του λατρευτό.
Ενα φόβητρο να γένω
Σε παράθυρα να βγαίνω
Σε ταράτσες και μπαλκόνια
Για τη φτώχεια να μιλώ
Και να κεραυνοβολώ
Τα χορτάτα τα κωθώνια.
Ολους τους κεφαλαιούχους
Στου διαβόλου τα τεφτέρια
Να τους γράφω κάθε τόσο
Κι από τα δικά των χέρια
Τους εργάτας να γλιτώσω.
Σ’ ουρείς
