Αγαπητά μου παιδιά
Δόθηκαν και φέτος στη δημοσιότητα (γιατί να μη δο- θούν; Μήπως αλλάζει τίποτε και που τα ξέρουμε οι ιθαγενείς;) τα… κατεχόμενα, λέξη που συμπεριλαμβάνει τα υλικά αγαθά που νέμονται οι πατέρες του έθνους (ιδιότητα που κέρδισαν έχοντάς του γάμοι shit η μάνα). Οπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, τα περιουσιακά στοιχεία της συγκεκριμένης κλειστής και δεμένης με αιώνιο όρκο σιωπής σέχτας δεν παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις από αυτά των εργαζόμενων.
Αποδεικνύοντας και άπω δεικνύοντας ότι πράγματι αυτό το είδος ανθρώπου «σκίζεται» σχεδόν χωρίς ανταμοιβή για το καλό των συνανθρώπων του και της πατρίδας (αν και οι εργαζόμενοι μάλλον δεν έχουν πατρίδα, έχουν όμως εκείνοι και μάλιστα ποικιλοτρόπως πανάκριβη). Αλλωστε, ποιος δεν έχει σήμερα δεκαπέντε, είκοσι ή σαράντα ακίνητα; Ποιος δεν παίρνει εκατό ή και περισσότερες χιλιάδες ευρώ το χρόνο; Ποιος δεν έχει δυο, τρία, πολλά αυτοκίνητα, σκάφη (όχι αυτή που είναι για τα άπλυτα), οικόπεδα, βοσκότοπους, δασικές εκτάσεις, αγροτεμάχια και εξοχικά; Ε, ποιος; Ομως οι άθλιες διαδόσεις των κομμουνιστών και η πολιτική σπέκουλα επί του ζητήματος συνεχίζονται, έτσι ώστε να εξαπλώσουν τις κάκιστες ιδέες των και να ωθήσουν και πάλι τη χώρα προς τον κρημνόν, όπως σημείωσε και ο μητροπολίτης Σαμουνισύρου (Σάμου-Νισύρου, κατά το Πάρου-Νάξου: Παροναξίας) Θεοτέταρτος (μία θέση πριν τον Θεόπεμπτο).
Αποδεικνύοντας και άπω δεικνύοντας ότι πράγματι αυτό το είδος ανθρώπου «σκίζεται» σχεδόν χωρίς ανταμοιβή για το καλό των συνανθρώπων του και της πατρίδας (αν και οι εργαζόμενοι μάλλον δεν έχουν πατρίδα, έχουν όμως εκείνοι και μάλιστα ποικιλοτρόπως πανάκριβη). Αλλωστε, ποιος δεν έχει σήμερα δεκαπέντε, είκοσι ή σαράντα ακίνητα; Ποιος δεν παίρνει εκατό ή και περισσότερες χιλιάδες ευρώ το χρόνο; Ποιος δεν έχει δυο, τρία, πολλά αυτοκίνητα, σκάφη (όχι αυτή που είναι για τα άπλυτα), οικόπεδα, βοσκότοπους, δασικές εκτάσεις, αγροτεμάχια και εξοχικά; Ε, ποιος; Ομως οι άθλιες διαδόσεις των κομμουνιστών και η πολιτική σπέκουλα επί του ζητήματος συνεχίζονται, έτσι ώστε να εξαπλώσουν τις κάκιστες ιδέες των και να ωθήσουν και πάλι τη χώρα προς τον κρημνόν, όπως σημείωσε και ο μητροπολίτης Σαμουνισύρου (Σάμου-Νισύρου, κατά το Πάρου-Νάξου: Παροναξίας) Θεοτέταρτος (μία θέση πριν τον Θεόπεμπτο).
Γνωστά πράγματα από τα παλιά καλά χρόνια ακόμη («the good old days» που λένε και οι λατρευτοί εκ δυσμών πάτρωνες), τότε που η λαϊκή μούσα κιθαρωδούσε, φλογερωδούσε και γκαϊντωδούσε:
Χαρά στην κόκκινη μηλιά, χαρά στο παλικάρι
οπού το μήλο το χρυσό θ’ απλώσει για να πάρει.
Για να έρθει η σημερινή λαϊκή μούσα και να συγκεκριμενοποιήσει με τα απαλά, ρομαντικά χρώματα της ρουστίκ γραφίδας της:
Πριν δέκα χρόνια αφέντη μου την έβγαζες με σπόρια
στο καφενείο του χωριού κι ονειρευόσουν πλούτη.
Και να τώρα, τ’ απόκτησες! Χωρίς κανείς να ξέρει
πούθε κρατάει η σκούφια σου και πούθε τα λεφτά σου.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και στη συνέχεια να τα πάρουμε στο κρανίο χωρίς όμως να αποπειραθούμε να πάρουμε ό,τι μας ανήκει, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αυτή ιστορία είναι παλιά σχεδόν όσο και ο κόσμος. Μόλις εμφανίστηκε ο δεύτερος άνθρωπος κατά τας γραφάς («ο τρίτος άνθρωπος» παρουσιάστηκε από τον Graham Green πολύ αργότερα), έκανε ταυτόχρονα την εμφάνισή της και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η οποία μετά λύπης βλέπουμε να επεκτείνεται και στην εκμετάλλευση ζώων από ζώα. Είτε με το μήλο (που δεν ήταν το μήλο του Αδάμ όπως επικράτησε να λέγεται από τους συσκοτιστές, αλλά της Εύας) είτε με ο,τιδήποτε άλλο, ο καπιταλισμός ξεπήδησε –για τους λάτρεις της three σκιάς– από τα πλευρά μας ή –για τους λάτρεις της επιστήμης– από κάποιο εγγενές μικρόβιο της εξελικτικής διαδικασίας.
Κι έτσι, έφτασε η λαϊκή μούσα –χωρίς να χρειαστεί να αποτινάξει το παρελθόν της όπως έκανε δις ο Ανδρέας Λοβέρδος και πολλοί άλλοι– να τραγουδά για την Τρισεύγενη (που δεν είναι άλλη από την ευγενή, θηλυκή πλευρά του Τρισέ) και στη συνέχεια της ιστορίας για την Αννούλα του dall’ Ara, την Helen Taylor εκ Θεσσαλονίκης και άλλα κορίτσια του δίκην ελληνικής ταινίας και αριστίδην πλουτισμού:
Τρισεύγενη, ξιπόλητη μπήκες στο παρλιαμέντο
μ’ ένα βρακί, ένα ταγέρ κι ένα ζευγάρι γόβες
και δεν προφταίνεις να μετράς σήμερα τα σκουτιά σου
που δέκα σπίτια αγόρασες για να χωρέσουν όλα…
Αντίστοιχα τραγούδια γράφτηκαν και για άρρενες πλουτίσαντες, όπως το δίστιχο για τον καθόλου δύστυχο Κωνσταντή που υπάρχει σε κάθε συλλογή παραδοσιακών ασθμάτων. Ονομα που παραδοσιακά πλαισιώνει κατά κόρον (core on: το κουκούτσι όταν είναι σε λειτουργία, αντικείμενο προσεχούς κύκλου που θα γίνει με αδιαμφισβήτητα παραδείγματα) τον ναό της δημοκρατίας:
Σαν το κισσό οπού κολλά στο δέντρο κι όλο απλώνει
έτσι κολλήσαν’ Κωνσταντή πάνω σου τόσα πλούτη.
Ομως, το κουφαλαιώδες ζήτημα είναι ότι δεν έχουν ακόμη ωριμάσει οι συνθήκες ώστε η λαϊκή μούσα να φτάσει στο «διά ταύτα» και να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω φιλολογικά ερωτήματα. Και δυστυχώς λίγοι φαίνονται πραγματικά πρόθυμοι (προ θυμού) να βοηθήσουν…
Chuff* Τ. Αρης
* Chuff: θόρυβος εξάτμισης ή πορδής (εις όλα τα αγγλοελληνικά λεξικά).