Αγαπητά μου παιδιά
«Πέθανε ο Στράτος και παρέλυσε το κράτος» τραγουδούσε πολύ σωστά (πωλείς οστά) ο νεότερος λαϊκός βάρδος Notis, ο οποίος μάλλον έχει και μια αδιόρατη σχέση με όσα ακολουθούν. Πράγματι, είναι ευδιάκριτη η κρατική παραλυσία που συνεχίζεται και δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Στράτου, όπως άλλωστε προϋπήρχε από καταβολής του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος, ως ενδογενής. Το ίδιο ευδιάκριτα είναι όμως και τα λόγια που άφησε πίσω του ως παρακαταθήκη ο εκλιπόντας, με κορυφαία τα «ο λαός τραγούδι θέλει / φτάνουν τα συνθήματα»…
Αυτός είναι και ο βασικός άξονας που πάνω του κινείται η λαϊκή μούσα αλλά και κάθε τι λαϊκό, όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Η πλειονότητα του λαϊκού στοιχείου συνεχίζει –παρά την κρίση– να γεμίζει τα (κατά έναν άλλο εκλιπόντα, τον Βαγγέλα) «πολιτιστικά κέντρα», συνεχίζει το «σύρμα πάνω, σύρμα κάτω, παίζω εγώ τον μπαγλαμά», συνεχίζει να τραγουδά «σε πείσμα των καιρών», συνεχίζει την εναγώνια τηλεθέαση και αγωνιώδη κατανάλωση και εν γένει τον χαβά του. Φέρνοντας πολλούς στα πρόθυρα της κρίσης…
Την ίδια ώρα το αυγό του φιδιού επωάστηκε με τη στοργή και το… προδέρμ της γνωστής μήτρας που το γέννησε και (τόμου ν΄)* της μάνας του, και από μέσα του βγήκαν καμιά πεντακοσαριά χιλιάδες (ανεπίσημες πληροφορίες κάνουν λόγο για ραγδαία αύξηση των γεννήσεων) εκκολαπτόμενα πλην «παραπλανημένα» φιδάκια, αθώα –όπως πάντα– και χαριτωμένα, πλαισιώνοντας τη νομενκλατούρα του νεοναζιφασισμού και αναφωνώντας τα αμίμητα «καλά κάνουν», «να ξεβρωμίσει ο τόπος» και διάφορα άλλα προϊόντα αθώας λαϊκής φιλοσοφικής απόσταξης.
Το γεγονός δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη την ευσυγκίνητη λαϊκή μούσα. Την κάθισε στο δρύινο –από πρώτης ποιότητας μελαμίνη της τίμιας λαϊκής πιάτσας– γραφείο της και την έσπρωξε να αποτυπώσει στο χαρτί το έπος του Chris Αυγίτη, ενός λαϊκού παιδιού, ενός ελληνογερμανού λουστράκου τύπου Βασιλάκη Καΐλα. Χρειάστηκε να ξεφυλλιστούν δεκάδες τόμοι της παγκόσμιας ψυχολογίας και ψυχιατρικής, επιστρατεύτηκαν αμέτρητοι espresso (αναφερόμαστε τόσο στον καφέ όσο και στην έγκριτη λαϊκή εφημερίδα), ερμηνευτικά, ετυμολογικά και –κυρίως– ορθογραφικά λεξικά για να αποκρυπτογραφηθούν τα ακατάληπτα με πρώτη ματιά κείμενα των ανώτερων Ελλήνων. Και μέρος του αποτελέσματος που προέκυψε παρουσιάζουμε σε πανελλήνια (πάνελ ηνία) πρώτη. Φυσικά καθίσταται αδύνατο να διατηρήσουμε την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτότυπου λόγου του Chris Αυγίτη, γιατί το πάθος του για την Ελλάδα και την ελληνομάθεια είναι τέτοιο, που θα χρειαζόταν περί το ένα δεκάλεπτο για να διαβάσει κανείς με στοιχειώδη επάρκεια την κάθε στροφή:
κι όσα έκανα, στον δάσκαλο πήγες μωρή και τα ‘πες.
Ηταν και του πατέρα μου η τίμια κι άγια ζώνη
κι εγώ από αντίδραση πήγα έγινα κλεφτρόνι.
Σαν ενηλικιώθηκα –τι βάσανο κι εκείνο–
οι γκόμενες με φτύνανε, με λέγανε κρετίνο
κι ο ψυχολόγος μου ‘χε πει τη… φύση μου να ψάξω
να το κοιτάξω σοβαρά, γιατί μπορεί ν’ αλλάξω…
Μα αργότερα που έτρεχα για την μαμά-πατρίδα
«άντρα» με έκανε αυτή και μου ‘δωσε ελπίδα.
Κι έπειτα γυμναστήρια, τα μπράτσα μου δυο πήχες
μα το μυαλό μου άπραγο, καιγότανε ως κι οι τρίχες.
Κι έτσι με το γυμνό μου σκαλπ, ήμουν σαν κασιδιάρης
άλλους έλεγα «άπλυτους» για να κρυφτώ ο βρομιάρης.
Το πιο καλό, όμως, κρύψιμο ήταν στη συμμορία
τη βιάζαμε, μας έφτυνε η κυρα-Ιστορία
κι έτσι περνούσε ο καιρός, μα πήραμε τα πάνω
να ‘ναι καλά ο αθώος λαός, ό,τι θέλω τον κάνω…
* βλέπε «Τα άπατα άπαντα της λαϊκής μούσας», εκδόσεις «Ψυχοκόρη»
** αντί του απλοϊκού «συνεχίζεται»