Αγαπητά μου παιδιά
Μια φορά κι έναν καιρό, το διαζύγιο της συλλογικής μνήμης από την ιστορία (με την υστερία για σιωπηλό μάρτυρα) έκανε θάμα κι αντίθαμα μεγάλο. Μετέτρεψε τα χρόνια σε ογκόλιθους αδιαφορίας, απάθειας και –συχνά- βλακείας, που κατρακυλούσαν και πλάκωναν τον τόπο. Η Κοκκινοσκουφίτσα, όπως και πολλά άλλα καλόπαιδα, ασχολούνταν με εξυπνακισμούς, οριοθετώντας τα χέρσα λιβάδια του επαναστατικού της καθήκοντος, με ημερήσια, εβδομαδιαία ή μηνιαία λογοπλοκή επί χάρτου. Πιο κει, αμέριμνες ιδιωτεύουσες αγελάδες και τακτοποιημένα δημόσια γαϊδούρια έβοσκαν δίπλα σε ποταμούς αθλιότητας, μέσα στα σκιερά τοπία της τηφλεόρασης και το μονότονο ραδιοφονικό ντουπ-ντουπ, που θαρρείς κι ετοίμαζε αφρικανική ανθρωποθυσία, ονειρευόμενες τη μέρα που θα πιάσουν την καλή και θα μετατραπούν σε υπέροχα ανορεξικά μοντέλα, κολυμπώντα σε σπερμοφόρους (τουτέστιν μαλακία φέροντες) ποταμούς χλιδής.
Και τότε, τον καιρό που οι Μαρξ και Λένιν καταπλακώθηκαν από τους Μαρξ και Σπένσερ και που ο Σκρουτζ Μακ Ντακ κι ο Ντόναλντ συνενώθηκαν σε Μακ Ντόναλντς, τον καιρό που το κάρμα του Μίκι Μάους ενσαρκώθηκε στο κα(θα)ρμα του Μίκη Ανάξιον Εστί, ήρθε ένα άλλο θάμα: Ενα σάπιο, αηδιαστικό καλοκαίρι που βρωμοκοπούσε σκουπιδαριό! Εμετός έρεε παντού στο τοπίο, χολή που ξεχυνόταν από τηφλεόραση και φυλλάδες κι έτσι όπως ενωνόταν με τα σκατά (sorry, περιττώματα είναι πιο ευγενές να λέω) της λοιπής επίκαιρης ύλης, η ατιμόσφαιρα της άτιμης χώρας πήρε κάτι από Πτολεμαΐδα ή από δυτική Θεσσαλονίκη Κυριακή βράδυ (κάποιες φάλεσκου ξέρουν καλά τι εννοώ). Το σάπιο καλοκαίρι μοσχοβρωμούσε ευβόθρως και ευσκάτως, την ώρα που στα πριονισμένα κλαδιά πουστη ρίζουν τις ρίζες και τις πρίζες της γκλάμουρους και χάμουρους χώρας, εμφανίστηκαν αμέτρητοι πολύχρωμοι παπαγάλοι (και παπαάγγλοι της σκοτσέζικης αυλής επίσης, καθώς και οι απαραίτητοι παπααμερικάνοι από το ακανόνιστο –πλέον- πολύγωνο). Και μιλούσαν όλοι μ’ ανθρώπινη λαλιά, όπως συμβαίνει σε κάθε παραμύθι. Και ξερνούσαν χολή και σπέρματα (να πάλι η μαλακία) της δικής τους αλήθειας, όπως δεν συμβαίνει σε κανένα παραμύθι. Η χώρα του παραμυθιού μας έγινε παπαγαλοχώρα. Και τον σοφό Πιττακό της αρχαιότητας διαδέχτηκαν οι εξωνημένοι ψιττακοί της νέας εποχής (μεταξύ Πιττακού και ψιττακών παρενεβλήθη ένα άκρως διδακτικό για τους τελευταίους διάλειμμα με τον Παττακό).
Μετά το «σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» (Εντσενσμπέργκερ), να ‘σου τώρα το μακρύ καλοκαίρι της μαλακίας (ΜΜΕ burger). Σάστισε η σιωπηλή μειοψηφία, μούδιασε η φωνασκούσα μειονότητα, ζαλίστηκαν τα νοήμονα ζώα μπροστά στον κατακλυσμό των κρουνών της παραχάραξης και της βλακείας, της χαμέρπειας και της απόπειρας να ξαναγραφεί η ιστορία με αντιστροφή των χρωμάτων. Η εύοσμη δυσωδία, το πανάκριβο άρωμα της σαπίλας, που χρυσοπληρώθηκε με λεφτά των ζώων για να μην βρωμάει ο βασιλιάς του παραμυθιού, κάλυψε τη χώρα. Κι η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τον κακό βασιλιά και τις δομικές συνιστώσες της παραμυθίας, όπως αρέσκονται να λένε ορισμένοι επίβουλοι κυβερνήτες του μέλλοντος. Βαραίνει και τα ζωάκια που άφησαν ανοιχτά τόσα παράθυρα, που επιμένουν ακόμα και πάντα ν’ αφήνουν ανοιχτά παράθυρα, ν’ αρνούνται όχι μόνο να δεχτούν, αλλά συχνά και ν’ ακούσουν την αλήθεια (κάποια στιγμή θα πρέπει να προχωρήσουμε σε βαθύτερη παραμυθιακή ανάλυση).
Τρίτη επέτειος του σάπιου, δυσώδους καλοκαιριού, έτσι καθώς ακούμε τα βαριά, αργά βήματα της ιστορίας πάνω στα βρωμερά αστικά πλακόστρωτα. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τίποτα δεν είναι όπως παλιά».
Τρίτη επέτειος που πονάει αλλά και εμπνέει κάποιους. Το παραμύθι συνεχίζεται. Κι ο αγώνας. Και το τέλος αυτή τη φορά, αν κρίνουμε από τη σφοδρότητα των εγχώριων και παγκόσμιων μπουμπουνητών, δεν πρέπει να το ορίσουν οι αριθμοί. Ο νοών ανοήτω…