Αγαπητά μου παιδιά
Δυστυχώς η λαϊκή μούσα δεν ανάρρωσε ακόμα (θα θυμάστε τι έπαθε από την αποκοτιά της να μην ακολουθήσει τη διαδρομή των εκ του Περισσού συντρόφων, σ’ ένα επιλεγμένο, πανέμορφο περιπατητικό μονοπάτι), παρ’ όλο που κάποιοι ΣυΡιζΑίοι σύντροφοι την έμπασαν στο κυνοβούλιο μαζί με τους δυο γέρους του Muppet show. Τα χημικά που έφαγε ήταν τόσο πολλά, που σε συνδυασμό με τα άλλα χημικά που συμπεριλαμβάνει κρυφά ή φανερά το καθημερινό διαιτολόγιό της, της έκαναν ζημιά. Oλα αυτά λειτουργούν σωρευτικά και ήρθε η ώρα που φράκαρε η καημένη, όσο κι αν αυτή κατάφερε να ζήσει το όνειρο του Τζιμάκου («στης βουλής τα έδρανα / αχ κι εγώ να έκλανα»).
Ετσι, ζητώντας τη βοήθειά της για να συνεχίσουμε την καταγραφή της παμπάλαιας και ως φάρσας επαναλαμβανόμενης επικαιρότητας, η ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου και του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. (το ίδιο είναι) λαϊκή μούσα μάς έστρεψε στα χαϊκού! Σύμφωνα με την ίδια, με τα δις λεξικά (δυσλεξικά) που κυκλοφορούν, αλλά και με τις εν κύκλω παιδιές, πρόκειται για «γιαπωνέζικα τρίστιχα ποιήματα εμπνευσμένα από τη σοφία του Ζεν, που έχουν το χαρακτηριστικό ενός ευχάριστου ξαφνιάσματος για κάτι οικείο και καθημερινό που λέγεται ήρεμα και ευγενικά, αγγίζοντας τα πράγματα στην ουσία τους».
Τα χαϊκού συνήθως δεν έχουν ομοιοκαταληξία. Ο λόγος τους είναι απλός, ίσως λίγο επιτηδευμένος μα όχι σύνθετος, σαν –ας πούμε– το αξιακό σύστημα της Ντόρας Μπακογιάννη, όπως φανερώθηκε στην υπεράσπιση του συζύγου της για το θλιβερό όσο και ασήμαντο θέμα του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Μα ούτε και τόσο επιτηδευμένος, όπως οι λέξεις που διαλέγει ο Φώτης Κουβέλης για να μην δυσαρεστήσει ούτε τον αστυφύλαξ ούτε τον χωροφύλαξ. Και βέβαια καθόλου διφορούμενος, όπως το όνομα Καψής που με λατινικούς χαρακτήρες μετατρέπεται σε μπάτσο που βλέπει (cop sees). Ομως η λαϊκή μούσα στο πυρετικό παραλήρημά της προτίμησε να πρωτοτυπήσει, βάζοντας τη σφραγίδα της. Παραθέτουμε τα δύο πρώτα χαϊκού με τη σειρά που τα συνέγραψε, σεβόμενη μεν την ιεραρχία αλλά –ωιμέ!– μην «αποκηρύσσοντας τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»:
Πιάσε απ’ τα μαλλιά
τον τραπεζοτσολιά
ρίξ’ τον στα σκυλιά.
ρίξ’ τον στα σκυλιά.
και
Ω Benny, τι πολιτισμός!
Ο λόγος σου χρησμός.
Τι έπαθε ο εξαερισμός;
Για να μην παριστάνουμε όμως τους ξερόλες και τους Βενιζέλους, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν ξέρουμε από χαϊκού και ιαπωνική ποίηση. Κι έτσι δεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα ό,τι μας σέρβιρε η μεταμοντέρνα λαϊκή μούσα, γιατί ο server της Wikipedia ήταν «κρεμασμένος» και στο σπίτι δεν έμεινε έντυπη εγκυκλοπαίδεια με τις τιμές που έχει φέτος το πετρέλαιο (θα μάθατε για τη φετινή στροφή των νοικοκυριών όσον αφορά στα θερμαντικά μέσα). Η λαϊκή μούσα, που είπε ότι μπορεί να ομοιοκαταληκτούν οι δύο από τους τρεις στίχους.
Είτε οι πρώτοι
Αννα, τι ωραίο λιονταρίσιο κεφάλι!
Τι διακόσμηση γεμάτη κάλλη
για τα «King street» λουστρίνια μου.
είτε οι τελευταίοι
Σε παρακαλώ Αντωνάκη
μην πέφτεις στη λούμπα.
Κάνε μια κωλοτούμπα.
Υπήρξαν όμως και στιγμές που η λαϊκή μούσα υιοθέτησε τον ακριβή τρόπο γραφής των χαϊκού, έτσι όπως τον μάθαμε μέσα από τις γιαπωνέζικες σειρές και ταινίες ή τα περιοδικά της παγκόσμιας ποίησης και της παγκοσμιοποίησης (τώρα το μυαλό μου έκανε ένα κλικ και θυμήθηκα τον Πέτρο Κωστόπουλο, αλλά γι’ αυτόν θα πούμε άλλη φορά καθώς δεν θέλω να ξανακυλήσω στο θρήνο): απλά, ελεύθερα και χωρίς ομοιοκαταληξία.
Σε σκέφτομαι βλέποντας τη βροχή.
Αγάπη μου, τι όμορφος λαιμός!
Ηδονικά θα πάλλεται στο ικρίωμα…
και άλλοτε με μια αφοπλιστική ευαισθησία.
Απόψε οι δρόμοι γέμισαν μάρμαρα
δάκρυα και –τι ωραίες!– φωτιές.
Αντε γαμηθείτε κοπρόσκυλα.
Orson Welles – «πολίτης καίειν»