Αγαπητά μου παιδιά
Επανερχόμαστε απόψε (η ελληνική νύχτα είναι μεγάλη, έχοντας προ καιρού κλέψει τα πρωτεία από την πολική) σ’ ένα μεγάλο έπος των καιρών. Και χρησιμοποιούμε τον ίδιο πρόλογο, γιατί βιαζόμαστε να πάμε σ’ ένα γιαούρτι (κατά το «τσάι» του παρελθόντος. Για περισσότερα όρα κατά «Αντικυνωνικά» μεριά»): Ο «Ξενερωτόκριτος» είναι ένα έπος του καιρού των ρέπος, που η ευγενική χορηγός της στήλης λαϊκή μούσα, αποτύπωσε και διέσωσε ως τις νύχτες μας (είπαμε: μέρες πια –και ειδικά άσπρες– δεν υφίστανται).
Τον καιρό που το κτήνος των προφητών και των γραφών (ο καπιταλισμός) έκανε όλο και πιο λυσσαλέες τις επιθέσεις του, τον καιρό που ξαναγύριζε στη μάνα του φεουδαρχία και στης μάνας του, τον καιρό που προσπαθού-σε να μαζέψει κάθε παραγόμενο ψίχουλο και να βυθίσει τους λαούς νικημένους σ’ ένα σκοτάδι δίχως επιστροφή, η μούσα έγραφε. Και διάβαζε…
– Τα ‘μαθες Ψωροκώσταινα τα θλιβερά μαντάτα;
Μπορεί ο χρόνος ν’ άλλαξε μα ίδια είν’ τα… data.
– Κατέχω το κι ο κύρης σου νύχτα έφυγε και πάει
κι άφησε πίσω τον Λουκά για να σε αποφάει.
– Μωρή ζουρλή, μωρή ζαβή, μωρή αλλοπαρμένη
αφού άλλοι ορίζουνε, εμένα τι μου μένει;
– Τι να σου μείνει έρμε κι εσέ, για κοίτα στον καθρέφτη
που σκουληκιάζεις, προσκυνάς, βορά του κάθε κλέφτη.
– Για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί εγώ δεν βρίζω
κι αν συνεχίζεις άτιμη (σημ: ΑΤΜ στο κείμενο) να, σε καταχερίζω.
– Αθίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω
σιγά να μην καταδεχτώ εσένα πια να βρίσω.
– Γιατί Αρετούσα; Πέθαινες για μένανε νομίζω.
Τι έγινε; Το μάτι σου άλλο δεν το γεμίζω;
– Το μάτι μου το άδειασες, άδειος κι εσύ αντάμα
και από ρήγας έγινες μία καημένη ντάμα.
– Για να σου πω! Για πρόσεξε, σ’ εμένα μη τη βγαίνεις
γιατί είμαι υπόδειγμα όλης της οικουμένης.
– Χα! Ιδέστε μούτρα σύντροφοι, ο «αγανακτισμένος»
στις στάχτες μύθων κάθεται! Τι πρέζα, ο καημένος…
– Οχι! Βγήκα στο Σύνταγμα, πήγα σε λιτανείες
mail αποκαλυπτικά στέλνω μα και ταινίες.
– Και περιμένεις άμοιρε να σηκωθούν οι άλλοι
κι αφού «ζυγίσεις» ίσως πας κι εσύ. Αχ, μαύρο χάλι.
– ‘Γω ο Ξενερωτόκριτος έχω υποχρεώσεις
δάνεια, κάρτες, κέρατα, βροχή πέφτουν οι δόσεις.
– Το δυο χιλιάδες δώδεκα ήρθε συφοριασμένε
κι ακόμα γλείφεις ψίχουλα που σου πετούν καημένε.
Κι έτσι συνεχίζεται ο διάλογος για καμιά δεκαριά χιλιάδες στροφές ακόμα. Το ξαναείπαμε: Το αχυροποίητο (ναι, αχυροποίητο) έπος αποτελείται από χίλιες στροφές, επτά γέφυρες και δεκαέξι σταθμούς διοδίων, μετά τις αποικιοκρατικές συμβάσεις που υπέγραψε η μούσα με τους κούτρα-χορηγούς και τζάμπα (με κρατικό παραδάκι, ακριβέστερα) μάγκες. Εμείς παραθέσαμε μερικά ομοιοκατάληκτα δύστυχα δίστιχα, ενώ το υπόλοιπο έπος θα το βρούμε μπροστά μας ενόσω κάποιοι –πάντα αγανακτισμένοι– θα σκέφτονται τι να κάνουν, οι πολιτικοί μαγαζάτορες θα κάνουν ότι σκέφτονται και οι λιγότερο ψύχραιμοι θα σκέφτονται από πού να την κάνουν…
Lou Cash