Αγαπητά μου παιδιά
Ξεφεύγοντας από την κάψα του καλοκαιριού που μόλις ήρθε, επιστρέφουμε στον χειμώνα. Εναν χειμώνα που δεν τελείωσε εδώ και δεκαετίες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών.
Η δέκατη μέρα του Φλεβάρη ήταν μια θλιβερή μέρα για την ανθρωπότητα. Πέραν του ότι την ημέρα αυτή έφυγε ο Νίκος Καββαδίας για τις χώρες των ποιητών και γεννήθηκε ο γράφων, η μέρα έχει να επιδείξει κι ένα ακόμη στοιχείο που την κάνει θλιβερή. Στις 10/2/1948 μια επιστολή έφτανε στα λευκά χέρια μιας γαλαζοαίματης. Αποστολέας ο στρατηγός Μάρσαλ, γνωστός σχεδιαστής της νέας ευρωπαϊκής μόδας της εποχής. Παραλήπτης η Λουΐζα, Τύρα, Βικτωρία, Μαργαρίτα, Σοφία, Ολγα, Καικιλία, Ισαβέλλα, Κρίστα, πιο γνωστή ως Φρειδερίκη, δισέγγονη της Βικτωρίας της Αγγλίας κι εγγονή του Γουλιέλμου της Γερμανίας, μέλος της ναζιστικής νεολαίας όθε ήτο παιδίσκη.
Μεταξύ άλλων, η επιστολή έγραφε:
”Κανόνισα να σταλεί στην Ελλάδα ως ανώτατος αμερικανός αξιωματούχος ο Βαν Φλιτ, ο ικανότερος κι επιθετικότερος διοικητής απ’ αυτούς που βγάλαμε στην διάρκεια του πολέμου. Οι επιτυχίες του, από την ώρα που βρέθηκε στις ακτές της Νορμανδίας μέχρι τις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου, όταν ήταν διοικητής μιας μονάδας 200.000 αντρών ανατολικά του Ρήνου, ήταν εντυπωσιακές. Παρ’ όλα αυτά παραμένει μετριοπαθής και σεμνός. Πιστεύω ότι θα προσφέρει ουσιαστικότατη βοήθεια στην εκστρατεία εναντίον των ανταρτών”.
Τον Απρίλη του ίδιου έτους, η βασιλομήτωρ (που προ οκταετίας είχε γεννήσει τον ιστιοπλέοντα Κοκό Ντεγκρέτσια) απάντησε στον Μάρσαλ, μιλώντας του για την “εξαίρετη εντύπωση που προκάλεσε ο Βαν Φλιτ, όχι μόνο στο σύζυγό μου και σ’ εμένα, αλλά και στους ελληνικούς και βρετανικούς στρατιωτικούς κύκλους, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι πολύ ικανός και συγχρόνως πολύ ανθρώπινος”.
Στη συνέχεια η αλληλογραφία Μάρσαλ – Φρειδερίκης έγινε ψιλοακατάλληλη για ανηλίκους και δεν μας αφορά.
Ο Βαν Φλιτ λοιπόν, ήρθε, είδε, έπραξε και απήλθε. Ηρθε ο Πιουριφόι, έπραξε κι απήλθε κι αυτός. “Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας”, ιδού ο Κανελλόπουλος και μια ατέλειωτη, θλιβερή συστοιχία από ξεπουλημένες μαριονέτες. Ιδού κι ο ματοβαμμένος καρόδρομος της Ιστορίας, τον οποίο διήλθαν πάμπολλα καθάρματα χωρίς να απολογηθούν για ο,τιδήποτε. Οι Βαν Φλιτ εξακολουθούν να έρχονται και να παρέρχονται, με άλλα ονόματα κι άλλα παράσημα. Κι οι συντεταγμένες μαριονέτες εξακολουθούν να τους υποδέχονται όπως πάντα, αναζητώντας μια καλύτερη θέση στη διεθνή σκηνή του ξεφτιλισμένου κουκλοθέατρου. Μισόν αιώνα μετά, η προϊστορία κάνει κύκλους στα ίδια κακοτράχαλα μονοπάτια, με τους ίδιους τυφλούς οδηγούς, αρνούμενη πεισματικά να σηκώσει το βλέμμα στον ήλιο.
Κι αν “ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν έγινε”, υπάρχουν και οι προδομένοι αγώνες. Υπάρχει το ουρλιαχτό της Κατερινούλας, που τρυπάει κάτι αηδιαστικές μέρες, μετά από “κανονισμένες απεργίες, ρουφιάνους και περιπολικά”, όπως έλεγε. Μετά από πορείες που δεν καταλήγουν στην αμερικάνικη πρεσβεία, αλλά στους “Μπαϊρακτάρηδες” της αριστεράς, με την ευγενική τσίκνα και την ομολογουμένως διαφορετική αισθητική, αλλά με τα ίδια σουβλάκια και τις ίδιες σαλάτες. Το ουρλιαχτό που λέει “το κόμμα, το χριστουλάκο τους, γιατί δεν φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια”.
Και γύρω ένας κόσμος που έκανε σημαία του την άθλια περί ελευθερίας αντίληψη του Καζαντζάκη που ακόμα μένει ανέγγιχτη στο απυρόβλητο. Ενας κόσμος που δεν πιστεύει τίποτα, δεν ελπίζει τίποτα και θεωρεί πως είναι πια ελεύθερος! Ενας κόσμος που άγεται και φέρεται σιδηροδέσμιος σε ιεροεξατεστικούς τροχούς, δίχως την παραμικρή αντίδραση. Ενας κόσμος που η φρίκη δεν τον αγγίζει κι είναι καταδικασμένος να αφυπνιστεί από τις βόμβες, υφιστάμενος την εκδίκηση που επιφυλάσσει η Ιστορία, όπως έλεγε κάποιος ήρωας της γαλλικής επανάστασης. Την εκδίκηση απέναντι στους ράθυμους, οι οποίοι δεν την δημιουργούν αλλά την υφίστανται, όπως έλεγε κι ο Κροπότκιν.
Ποιος άδειασε τους δρόμους; Ποιος επέτρεψε την ομηρία σας, την ομηρία μας; Ποιος θρηνεί, ποιος εργάζεται και ποιος εξεγείρεται; Ποιος θα παραμερίσει τους δεινόσαυρους για ν’ ανοίξει ο δρόμος που οδηγεί μακριά από την προϊστορία;
Put Αννα Βγενάκη