Αγαπητά μου παιδιά
«Οι σώφρονες δεν πρέπει να μιλάνε, γιατί κινδυνεύουν να πουν βλακείες», σκεφτόμουν λίγο πριν αρχίσω να σας γράφω. Και κάνοντας την αυτοκριτική μου, κατάλαβα αυτό που ευθαρσώς και ευθρασώς ομολογώ: «Εχω πει αρκετές βλακείες τον τελευταίο καιρό και δεν χρειάζεται να προσθέσω κι άλλες». Πρόκειται για σκληρές προσωπικές σκέψεις που προκάλεσαν ένα εσωτερικό τσουνάμι –ξεκίνησε από τον ωκεανό των στομαχικών υγρών– άρσης της αυτολογοκρισίας και το πήγα παρακάτω, κοιτάζοντας στον σπασμένο καθρέφτη μου και αναλογιζόμενος πόσο μαλάκας μπορεί να γίνει κάποιος.
Μόνη παρηγοριά σε τέτοιες δραματικές στιγμές, το βγαλμένο από τη ζωή (ποια Λάσκαρη ρε;) λαϊκό τραγούδι. Εκείνο που οι κακεντρεχείς λένε «σκυλάδικο», μα που αποτυπώνει τα πάθη, τους πόνους, τα μεράκια, μα κυρίως τον βαθύ πολιτισμό και το δυσθεώρητο επίπεδο του λαού μας. Γιατί τι άλλο από αυτά είναι οι στίχοι
αυτή σου δίνει για να φας.
Anyway που λένε οι φίλοι και σύμμαχοι της δύσης, στράφηκα κι εγώ στην ισχυρή τραγουδιστική πλειοψηφία και σαν καλός πλην απατημένος ψηφοφόρος του συγκυβερνώντος (τι θα πει με ποιους ρε;), γάβγισα:
με απαλλοτρίωσες.
Μαζί μου ό,τι κι αν βίωσες το θυσίασες
με έκτισες, με σοβάτισες και τώρα με γκρεμίζεις
και με τα μπάζα μου αλλού λακκούβες θα γεμίζεις.
Το βαθύ λαϊκό τραγούδι έρχεται από τα βάθη της ιστορίας του αδούλωτου ελληνισμού και φτάνει πληρέστατο και εμπλουτισμένο στις μέρες μας. Μπορεί οι ακραιφνείς πατριώτες να κατηγορούν άλλους λαούς ότι ήταν πάνω στα δέντρα όταν οι αρχαίοι Ελληνες έχτιζαν Παρθενώνες (ποια Μακρόνησος ρε;), αλλά τώρα στα δέντρα βρίσκονται οι ίδιοι. Και άδουν:
έχω και φωνή έχω και κορμάρα.
Δεν είμαι η Beyonce, ψήφισα τον Καμίνη
στάχτη και Burberry όλη η Αθήνα ας γίνει.
Σαφής σα φις και ευδιάκριτη η συχνά αδιάκριτη πολιτική ματιά των δημιουργών, φτάνει μέχρι τη στιχοπλοκή που προάγει τη στήριξη των κυβερνητικών μέτρων και του μνημονίου:
θέλω να ευχαριστηθείς και να μ’ ευχαριστήσεις
Βέβαια, μετά απ’ όλα αυτά, ο λαός θέλει να ξεδώσει και ξεχάσει βρε αδερφέ. Να φτιάχνεται όλη τη μέρα για να βγει τη νύχτα και να χορέψει στα τέσσερα τραγουδώντας
δε με θέλεις εν ολίγοις.
Μου ‘φυγε η ψυχή μέσα στην νύχτα
μ’ αυτά που λες έτσι στην ψύχρα.
ή
Στο internet σε ψάχνω με 500 Pentium
αλλά δεν είσαι πουθενά για αυτό θα πάω σε μέντιουμ
και το μέντιουμ ρωτάω πού να βρίσκεσαι.
Μια στιγμή μονάχα να ανοίξω το PC
το μηχάνημα δουλεύει στην σωστή κατεύθυνση
και μου λεει αυτή που ψάχνεις είναι στην διεύθυνση
www τελεία άπιστη τελεία com.
Ωσπου το τραγούδι επιστρέφει στον συνδυασμό προσωπικού και πολιτικού προβληματισμού (σαφείς οι αναφορές και τα πρόσωπα πίσω τους) και κλείνει τα σημερινά γραφόμενα που αντλούμε από δημοσιοποιημένα δήγματα και όχι από το μυαλό μας:
και μαλακία να έκανες εγώ σε συγχωρούσα.
Πάντα σε όλους έλεγα το πόσο σε ποθούσα
και τα λεφτά μου τα καλά για σένα τα κρατούσα.
Μπορεί να ήτανε σωστό μπορεί να ‘ταν και λάθος
κανένανε δεν άκουγα απ’ το μεγάλο πάθος.
Και εκεί απάνω η σχέση μας που ήτανε κανόνι
πετάς μια φράση πούστικια «θέλω να μείνω μόνη».
Χάλασα ένα μύριο σε κάρτες και δωράκια,
τι μαλάκας ήμουνα, δεν τα ‘τρωγα σουβλάκια;
Και καπνίζω πούρα για σένανε χαμούρα
και καπνίζω πίπες για τα ψέματα που είπες.
Για σένανε δεν άνοιξα μονάχα την καρδιά μου,
ανοίξανε και οι τσέπες μου και φύγαν’ τα λεφτά μου.
Και μη μου πείτε ότι και αυτό του το δίδαξε η εξουσία, όσο κι αν τον άφησε να βρει τον δρόμο προς τα εκεί…