Αγαπητά μου παιδιά
Επειδή αυτές τις ώρες προέχουν άλλα πράγματα και δεν υπάρχει και η καλύτερη των διαθέσεων, αντιγράφουμε –όχι από τεμπελιά– αποσπάσματα από ένα ενδεικτικό των σκέψεων άρθρο που βρήκαμε στο διαδίκτυο. Με τη σκιά εκείνου του «ο παππούς πρόσφυγας, ο πατέρας μετανάστης, εσύ ρατσιστής»…
«Απ’ το πρωί μες στη βροχή και μέσα στο λιοπύρι / για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι και δόξα τω θεώ», από το τον Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη και με αρχικό ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο στο θεατρικό έργο «Η γειτονιά των αγγέλων» (1963). Εχουν περάσει πενήντα χρόνια από τότε που ο Στέλιος Καζαντζίδης έκτιζε τη φήμη του τραγουδώντας για τα προβλήματα του εργατικού κόσμου και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι έλληνες μετανάστες στις φάμπρικες της Γερμανίας. «Στις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές / πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν / και κλαίνε οι μάνες, αχ μοναχές», από την ομώνυμη σύνθεση του Καζαντζίδη σε στίχους Κώστα Βίρβου. Ο Καζαντζίδης τραγουδά και το «Στις φάμπρικες της ξενιτιάς» με ανάλογο θέμα του Θόδωρου Δερβενιώτη, το «Ψωμί της ξενιτιάς» των Γιάννη Βασιλόπουλου και Παύλου Ζεμανίδη και «Το διαβατήριο» των Δερβενιώτη-Βίρβου. Το παραδοσιακό «Τζιβαέρι» και η «Αχάριστη» του Βασίλη Τσιτσάνη είναι δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια που επίσης αναφέρονται στην ξενιτιά. Ως συνέχεια της οικονομικής κατάστασης της εποχής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος καταπιάστηκε αρκετές φορές με το θέμα και έγραψε ολοκληρωμένα άλμπουμ, όπως «Οι Εργάτες» το 1976 με ερμηνευτή τον Λάκη Χαλκιά και τραγούδια όπως τα «Ανεργία», «Το παράπονο του εργάτη», «Χωρίς υπερωρίες», «Οικοδόμος δίχως σπίτι». Λίγα χρόνια πριν είχε γράψει ένα από τα πιο πετυχημένα έργα του με τίτλο «Μετανάστες» και ερμηνευτές τους Βίκυ Μοσχολιού και Λάκη Χαλκιά. Οι στίχοι ήταν του Γιώργου Σκούρτη: «Η φάμπρικα δεν σταματά, δουλεύει νύχτα μέρα / και πώς τον λέν’ το διπλανό και τον τρελό τον Ιταλό / να τους ρωτήσω δεν μπορώ, ούτε να πάρω αέρα».
Αυτά λέει το άρθρο (κόψαμε και κάποια που δεν μας άρεσαν), ενώ αίσθηση έκανε το «Νερό κι αλάτι» των «Υπεραστικών» για το οποίο ακούσαμε πολλά καλά: «Σαράντα μέρες κλάψε με πατέρα, ρημάξανε τον τόπο μας, θα φύγω. Ανθρώπινη ζωή θα πάω να χτίσω, τους φράχτες και τις νάρκες θ’ αψηφήσω. Στη φτώχεια που γεννήθηκα η ανάγκη με παιδεύει. Αδιέξοδες οι μέρες μου κι οι νύχτες μου συντρίμμια. Δουλέμποροι σταθήκανε μπροστά μου, σε μαύρα σαπιοκάραβα με ρίξαν. Με φόρτωμα της γης τους κολασμένους στα άγρια τα πελάγη ξανοιχτήκαν. Στο κύμα που λυσσομανά η ανάσα μας κομμένη, να κρέμεται απ’ το βλέμμα μας μια τόση δα ελπίδα. Σε τούτα εδώ τα χώματα που ήρθα, στ’ αμπέλια, στις ελιές, μέσα στους κάμπους αβγάτιζα το βιος του αφεντικού μου, φωνή δεν είχα, μαύρη η δουλειά μου. Κλεισμένος σ’ εργοτάξια, θαμμένος σε υπόγεια, να τρέφονται απ’ τη σάρκα μου αχόρταγα θηρία. Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι και λίγοι κόκκοι ζάχαρης, πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας. Ο ιδρώτας μου κυλούσε μες στις πόλεις, σε δρόμους, εργοστάσια, ναυπηγεία. Τα χέρια μου πληγιάζαν στους χειμώνες που μάτωνα για ξένα μεγαλεία. Και στήριγμα στους γέροντες που απόβλητοι σωπαίναν. Στο άδειο προσκεφάλι τους μια στάλα από φροντίδα. Αυτοί που νόμιμα μ’ απομυζούσαν λαθραία ονομάσαν τη ζωή μου, να ιδρώνω, να κοπιάζω, να παράγω, μα δίκιο να μη βρίσκω στο κελί μου. Και τρέμω τα τσιράκια τους που με παραφυλάνε. Γυρεύω τα αδέρφια μου, τους ντόπιους τους εργάτες. Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι και λίγοι κόκκοι ζάχαρης, πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας. Ο θάνατος πια δε θα με τρομάξει, πεθαίνω τώρα πλάι σε συντρόφους. Πατρίδα μου είναι η σφιχτή γροθιά μου κι ο αγώνας για της τάξης μου τα δίκια. Ζωή να χτίσω πάλεψα κι αυτοί με πολεμάνε. Αυτοί που όλο το μόχθο μας δικό τους τον κρατάνε. Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι και λίγοι κόκκοι ζάχαρης, πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας. Αντίο σας. Αμπντούλ, Νορντίν, Αχμέντ, εργάτη μετανάστη Χαμίντ, Χασάν, αδερφέ μου».