Αγαπητά μου παιδιά
Απόντος του άλλου εαυτού μου που συλλέγει λίθους (μειδιάτε, αλλά σε λίγο θα είναι δυσεύρετοι και πολλοί θα με εξαναγκάσουν σε ένταξη στη μαύρη αγορά), σήμερα θα ομιλήσω με την ιδιότητα και τη γλώσσα του ιεροδιδασκάλου, διότι αυτό επιτάσσουν οι δύσκολες συνθήκες του παρόντος.
Η ιστορία αυτού του ευλογημένου τόπου βρίθει από θείες και πάνσεπτες μορφές, που θαρρείς και ξεφυτρώνουν από την άγια γη όπως οι χαίνουσες πληγές της πανώλης στο δέρμα. Και σαν έρπης ζωστήρ απλώνονται παντού, θεματοφύλακες μιας πλούσιας και υποδειγματικής ιστορίας που χαλκευμένη διδάσκεται μέσα από τις λειτουργίες της διά βίου πάθησης.
Ο ευλογημένος τόπος των Εφιαλτών, των Νενέκων, των πορτιέρηδων της Κωνσταντινουπόλεως, των κοτζαμπάσηδων, των ευλαβικώς κλινόντων το γόνυ, των δωσίλογων και των κουκουλοφόρων που πλέον απεκάλυψαν το θείο πρόσωπό των, ο εύφορος τόπος των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ραδιουργιών και του μεσαίωνος που εδώ δεν βιάστηκε να τελειώσει, «προώρισται να ζήσει και θα ζήσει» καθώς λέγει και ο ποιητής. Η ανυπέρβλητος Ελλάς που επέζησε στις χιλιετίες εν αντιθέσει με πλείονες άλλους (είχε τον τρόπο της…) που εξέθρεψε πλουσιοπάροχα τα τέκνα της (εφοπλιστάς, βιομηχάνους, ραντιέρηδες, αεριτζήδες, τυχάρπαστους και μη), καλείται τώρα να εκθρέψει και τους εξ αλλοδαπής αδελφούς της. Μα τι εφαντάσθητε; Ητο ποτέ δυνατόν να αδιαφορήσει απέναντί των τώρα που τους βρήκαν τα δύσκολα; Η Ελλάς των Κανάρηδων που προσέτρεχον να προσφέρουν το στέμμα εις Δανίας, αργότερα εις Βαυαρίας και εις σύμπαντες τους κεντροευρωπαϊκούς δρυμούς, θα έμενε αδιάφορος τώρα που υπάρχει απτή ανάγκη; Το λέγει άλλωστε και η δημοτική μας παράδοσις:
Την ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη
τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάνει μαύρα
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.
Ξεύρετε τι θα πει να υπάρχει τόσος αναξιοποίητος πλού-τος εδώ αδελφοί μου και να μην υπάρχει εκείνο το αναπτυξιακό εργαλείο που θα τον εξορύξει και θα τον παραδώσει ατόφιο εις αυτούς που τον έχουν ανάγκη και γνωρίζουν τι να τον κάνουν; Είναι δυνατόν να αφήνεται εις ανάξια χέρια, με τον κίνδυνο να γίνει καμιά… στραβή; Αυτό οσμίστηκαν οι εις ξένην αδελφοί και ζητούν τη βοήθειά μας, την παραδοσιακή ελληνική αρωγή που ουδέποτε ηρνήθη αυτή η χώρα. Ακόμα και όταν δεν υπήρχε λόγος, πρώτα έξω προσέβλεπε (με το «έξω» να υπέχει τη σημασία του «άνω») και μετά ένδον.
Ας δώσουμε όμως βήμα εις την λαϊκή μούσα, να περιγράψει τα αενάως συμβαίνοντα εις άτινα μόνο τα ονόματα αλλάζουν:
Σημαίνει ο ΓΑΠ, η τρόικα, σημαίνει η Ευρωλάνδη
σημαίνει κι η αγια-βουλή, το μέγα μοναστήρι
σημαίνει κι η αγια-βουλή, το μέγα μοναστήρι
με τα τρακόσα σήμαντρα και με τις πέντε στάνες
κάθε μια στάνη και βοσκός, κάθε βοσκός και ποίμνη.
Ψάλλουν ζερβά Αλέξανδροι, δεξιά οι πατριάρχες
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά μας τα ‘καναν τσουρέκια.
Η Αλέκα λέει το μακρύ, ο Αλέξης το κοντό του
ο Αντώνης και οι Γιώργηδες κρατούν ρυθμό και ίσο
η χορωδία των λοιπών ακολουθεί το μέτρο
σκούζουν οι καπιταλιστές, οι άγιοι πατέρες
μέσα ρέει η κατάνυξη κι απ’ έξω μπινελίκια
όμως ξάφνου ακούγεται φωνή απ’ τα ουράνια
φωνή θεού (οργή λαού, μα δε γ@μεις) που λέει:
«Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια
ποιμένες συναινέσετε κι “αντάρτες” κάντε μόκο
γιατί ‘ναι θέλημα θεού να πουληθούν τα πάντα.
Σκύψτε τώρα, φιλήστε μου ευλαβικά τα τέτοια
που φέρνω σας προοπτική να βγάλετε απ’ την κρίση
τον ντόπιο καπιταλισμό μετά από δυο αιώνες
και στείλτε λόγο να ‘ρθουνε κοψοχρονιά οι μάγκες.
Ενας να πάρει τον αφρό, ο άλλος τα φιλέτα
κι ο τρίτος ο καλύτερος να πάρει όλα τ’ άλλα».
Η δέσποινα (Τσολάκογλου) δάκρυζε στις εικόνες.
«Σώπασε μίσθαρνο όργανο συ της πλουτοκρατίας
πάλι με χρόνους με καιρούς θα ‘ρθουμε και για τ’ άλλα».
Πλίθων Γεμιστός