Αγαπητά μου παιδιά
«Βραχνιάσαν’ μούσες και Πινδάροι / καιρός να ψάλλουν οι γαϊδάροι», έγραφε κάποτε ο αμίμητος Ivan Krylov (α ρε Ρουσία με τα ρούβλια σου σε τσουβάλια, πού πήγαν όλα ρε πούστιν μου…). Και τα αντιπαθή δίποδα που ατυχώς παραλληλίζονται με τα συμπαθέστατα και υπό εξαφάνιση τετράποδα, ψάλλουν έκτοτε και καλούν σε διαλόγους μονολογώντας ακατάπαυστα… Από καιρού εις καιρό πέφτει κανένα φραπεδάκι, κανένα νεράκι, άντε και κανένα αυγουλάκι ή γιαουρτάκι (δαπάνες από τριάντα λεπτά μέχρι δύο ευρώ κατά κεφαλή το πολύ, δηλαδή). Τα ευγενικής μάρκας ιμάτια των καημένων αθώων θυμάτων, των θεσμικών στυλοβατών πουστηρίζουν την ευνομούμενη πολιτεία, αποστέλλονται στο καθαριστήριο, το «μεμονωμένο και θλιβερό περιστατικό» πουστρέφεται κατά της δημοκρατίας ξεχνιέται και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Οπως στο καφενείο κάθε χωριού, έτσι και στο απαστράπτον café-bar του παγκόσμιου, κάθονται και φιλοσοφούν ξύνοντας τ’ αχαμνά τους και μετρώντας τα αντίλυτρα, οι εμβληματικές μορφές που ξεπήδησαν από τη βρωμιοσύνη (όλα από δω ξεπήδησαν, τηλεφωνήστε τώρα και πάρτε δυόμισι κιλά βιβλία με τριάντα αργύρια να τα μάθετε κι εσείς): ο πρόεδρος, ο παπάς, ο δάσκαλος κι ο μπάτσος. Κι αν ένα καιρό οι ταυτότητες ήταν διακριτές, σήμερα δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις ακόμα κι αυτές. Ωστόσο οι ρόλοι έχουν ανατεθεί, επικυρώθηκαν με βούλες και υπογραφές από απατημένους και μη, έγιναν αποδεκτοί και η μυλόπετρα εξακολουθεί να γυρίζει, άλλοτε εν αγνοία, άλλοτε τη απουσία κι άλλοτε εν πλήρη αθωότητι…
Ισως η επόμενη χρονιά (2011), πουστην αρχαιοελληνική γράφεται ως «Βια» (το ΜΜΧΙ της λατινικής δε λέει τίποτα) φέρει «μια κάποια λύση» που έλεγε και ο ρεμβάζων εις Αλεξάνδρεια Καβάφης. Αλλά οι μούσες δε σταματούν να τραγουδούν:
Πού γράφτηκε, πού ακούστηκε, ποιος να το μολογήσει
νταής εξήντα δυο χρονώ, μπάτσος της Μεσογείου!
Να φέρνει βόλτες στη στεριά, να πλέει στα πελάγη
και να τσαμπουκαλεύεται μονάχα σε αμάχους!
Να κάνει και γυμναστικές μαζί με μπανανίες
που έχουν τους πολίτες τους γραμμένους στ’ απαυτά τους
να προπονείται εντατικά εν όψει του αγώνα
που με τον πέρα μαχαλά προτίθεται να δώσει.
Μη γέρνεις από τη μαγκιά, μπάτσε και μη νομίζεις
πως θα τη βγάζεις ζάχαρη, πως θα τη βγάζεις μέλι
γιατί θε’ να ‘ρθουνε καιροί να πάρεις πάλι πούλο
σκλαβάκι να ξαναβρεθείς σ’ αιγύφτιους και φελάχους.
Κι άντε ξανά απ’ την αρχή χίλια και δυο χιλιάδες
χρονάκια να παρακαλάς και να χρυσοπληρώνεις…
Ομως, πέρα από τα προβλήματα της παγκόσμιας κυνότητας που πορεύεται τοις κύνων ρήμασι πειθόμενη όπως γράφεται και στο λαμπρό κενοτάφιό της, υπάρχουν και τα του οίκου, τον οποίο χαρακτηρίζει η ανοχή. Το νεόπλασμα στο σταυροδρόμι τριών πολιτισμών, αφού δημιουργήθηκε με δανεικά και ελεημοσύνες, αφού –ανίκανο να ομονοήσει και ν’ αυτοδιοικηθεί, ακόμα και σήμερα και παρά την επίκληση του Καλλικράτη ή των διεθνών γυπαετών– έστειλε Κανάρηδες να προσφέρουν στέμματα στις Δανιμαρκίες, τώρα εμφάνισε και γάγγραινα. «Νεόπλασμα με γάγγραινα! Oh god» αναφωνούν τρομαγμένοι στις μητρικές και πατρικές γλώσσες τους οι λακέδες, οι γιοι δωσίλογων, οι εγγονοί παπατζήδων ή απλών, τιμίων κι ευδιακρίτων φασιστών. Και προστρέχουν πάλι ικέτες σε ναούς θεών του κώλου, κλίνοντας ευλαβικά κι ευβλαβικά το γόνυ, θύοντας ενώπιον ομοιωμάτων γερακόμορφων θεοτήτων, φαλακροκοράκων, κονδόρων και κονκισταδόρων ή απλών σαλταδόρων της ΔΑΚΕ (Διεθνούς Αδηφάγου Κεφαλαιοκρατίας). Λεφτά υπάρχουν; Κανείς δεν το έμαθε… Υπάρχουν όμως λύσεις:
Θάλλει απ’ τα γέλια η Θάλεια, μούσα της κωμωδίας
με βρόντο ξεκαρδίζεται σαν βλέπει το μπουρδέλο
κι απ’ τον ψηλό το θρόνο της, μασώντας πασατέμπο
«φορτώνει» κι εξανίσταται. «Τέρμα η κωμωδία
κι ας μείνω εγώ άνεργη σαν τη μισή Ελλάδα.
Πάρτε κόρες σκουπόξυλα και άντρες τα καδρόνια
και κάντε τα προγούλια τους σαν της μαϊμούς τον κώλο.
Κι αν ανταμώσετε με ζα ή τίποτες γουρούνια
κι εκείνα καδρονιάστε τα κι ας λέει η Αλέκα».
Η άλλη μούσα, η Κερατώ, βρίζει τα κέρατά της
της τη βαράει άσχημα, τα παίρνει στο κρανίο
κηρύσσει το αντάρτικο από τον Ελικώνα:
«Μιστόκλη πιάσε τ’ άρματα και Φώντα τις ρουκέτες
Μάνλιχερ, Λούγκερ, ό,τι βρεις, Ζάσταβα ή και Μάγκνουμ
γιατί είμαστε σε πόλεμο με ζωντανά του δάσους».
Ici οδός