Αγαπητά μου παιδιά
Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω –από αυτό άλλωστε προσπορίζομαι τα προς σπόρια αλλά και προς το jean– ότι στις δύσκολες στιγμές του έθνους, της ελευθεροτυπίας και κάθε θέματος, η σκέψη αναζητούσε καταφύγιο στις μούσες. Γι’ αυτό άλλωστε –ακόμη και σήμερα και ενώπιον των κρισίμων στιγμών που διέρχεται η χώρα– το ομώνυμο μαγαζί είναι κατάμεστο.
Κληρονομήσαμε την αρχαία πατρίδα μας με χρυσόβουλο της ιεράς μονής εσφαγμένου, μαζί με μια βαριά παρακαταθήκη. Ο αείποτε ανάδελφος και αδούλωτος ελληνισμός, μετεμψυχώθηκε μετά από δεκαοκτώ αιώνες ρεκτιφιέ του κάρμα του και μεγαλούργησε, επανερχόμενος και καταφάσκοντας στην αστική δειμοκρατία (συγχωρήστε μου τυχόν ορθογραφικά λάθη, αλλά οσονούπω αποφυτώ από μεταμεσονύκτιο ίδρυμα της δια βίας εκπαίδευσης). Αφήνοντας πίσω τις αγκυλώσεις του παρελθόντος –όπως εκείνο το «ουκ εν τόπω lotto ευ»– κέρδισε το στοίχημα και προσχώρησε στο λαμπρό μέλλον του. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Η σύναψη του πρώτου δανείου άμα τη εμφανίσει του νέου ελληνικού κράτους (όποιος σύντροφος γνωρίζει κάτι για το παλιό, ας στείλει υλικό να κάνω τη διατριβή μου καθώς και μία εντριβή), σηματοδότησε την αναγέννηση του φοίνικα η οποία προσφυώς αποτυπώθηκε παρά του μέγα σκανδαλάρχη Καπό δ’ Ιστρια και στα μπικικίνια. Τα μπικικίνια παιδιά μου, η πάνσεπτος και ιερά μετουσίωση του νοήματος του κόσμου! Το κέρδος, η κινητήριος δύναμη του σύμπαντος και η μεγέθους νομίσματος –νομίζω– ύλη που έφερε αρχικά το big bang και στη συνέχεια τη big bank.
Ομως, ας μην σας κουράζω με πράγματα ήδη άγνωστα –η πλύση πέτυχε και δεν αλλάζω με τίποτε το απορρυπαντικό με τους μπλε και πράσινους στόκους– σ’ έναν πολιτισμό που τα πρότυπά του πηδιούνται με μπουκάλια (προσφάτως είχαμε και δεύτερο επισήμως καταγεγραμμένο κρούσμα, αντί λαμπάδων των είκοσι ευρώ που άναψαν οι πιστοί). Εμείς, αντί για μπουκάλια, ας επιμείνουμε να πηδάμε από θέμα σε θέμα, θύματα των συνειρμών μας που παρεκκλίνουν από την κανονικότητα και γι’ αυτό –ας σεβαστούμε τη στρατευμένη επιστήμη– σχιζοειδών.
Ας δούμε τι έγραψε στο ποίημα «η εκκλησία» ο Κώστας Ταβάφης, καταφανώς off side ανατολικά του Port Side (στην Αλεξάνδρεια):
τα μαξιλάρια των εδρών, τα κηροπήγιά του
τα φώτα, τις εικόνες του μα και τον άμβωνά του.
Εκεί σαν μπω, μες στο ναό γραικών τε κι αλλοφύλων
με ύβρεων τις εύηχες, σπουδαίες μελωδίες
με αντεγκλήσεων κορόνες και αψιμαχίες
τις μεγαλόπρεπες αρχιερέων παρουσίες
–λαμπρότατοι μες στου παρά την άγια κολυμπήθρα–
ο νους μου πάει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας
στον ένδοξό μας νεοπλουτισμό.
Ομως, άνωθεν και υπέρ κάθε ξαπλώστρας στη χρυσή ακτή του παγκόσμιου χωριού, στέκει ως αγία σκέπη η ομπρέλα της κοινής θέλησης για ευρώ (ευρώ – κοινοβούλιο) και για μπικικίνια εν γένει (διεθνή τραπεζοκαθίσματα, ταμεία και άλλα ευαγή ιδρύματα). Χρυσά αγόρια (golden boys στην καθομιλούμενη) «έρχονται και πάνε / παίζουν μαζί μας σαν παιδιά» που λέει κι ο Παπακωνσταντίνου (όχι ο λεμές, ο άλλος) στο τραγούδι «δεν έχω άλλη υπομονή» το οποίο σύμπασα η κενωνία αφιερώνει στον Παπακωνσταντίνου (όχι στον άλλο, στον λεμέ), θέλοντας όμως να κρατήσει ενθυλακωμένο τον μισθό της (γι’ αυτό και γράφτηκε το τραγούδι «κενωνία αχάριστη, κενωνία ψεύτρα»)…
Η σημερινή εκπαιδευτική φλυαρία –με περικοπές ύψους 30%– τελειώνει με το ποίημα «ο τριγενής και τρικατάληκτος» του Κωστή Μπαγλαμά:
κι όλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στων χρεόγραφων δεμένους τα καπούλια
κατακαημένη Ρούμελη, αλίμονο Παπούλια!
Και σα να μην τον πόνεσε της commission το χέρι
ο Giorgos να, χαμογελά και –κοίτα!– επιχαίρει!
«Δεν είμαι ‘γω ο Giorgos σου; Για κοίτα με χαϊβάνι
άλλα ‘λεγα, άλλα έκανα, είμαι παιδί τζιμάνι.
Είμ’ ο καταλληλότερος και άξιο παλικάρι
ξεπέρασα και τον χοντρό αλλά και τον σπυριάρη:
εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή του καρχαρία
του καπιταλιστή το φως, είμαι πρωτοπορία
και στην Ευρώπη έφερα τα φράγκα των Γραικώνε
μαφιόζος και υπνωτιστής, τύφλα στον Al Capone.
Δε χάνομαι, δεν παίζομαι, σας το ‘πα: είμαι η λύση
σας φέρνω κι άλλα αν θέλετε, ποιος θα με σταματήσει;
Εν τούτων ΙΚΑ