ΜΑ.ΝΗ.ΚΙ (Μάζα νηστική κινέζικη)
Hos, gel-me-di…
SOPA και PIPA (εκφραστικότατα αρχικά που υπηρετούν το περιεχόμενό τους)
♦ Ενας, τουλάχιστον (Ντ. Χριστιανόπουλος) τους το γύρισε κατάμουτρα το βραβείο…
♦ «Εφόσον λοιπόν η ζωή και η δράση του κεφαλαιοκράτη δεν είναι παρά λειτουργία του κεφαλαίου που στο πρόσωπό του προικίστηκε με θέληση και συνείδηση, ο κεφαλαιοκράτης θεωρεί τη δική του ατομική κατανάλωση ληστεία σε βάρος της συσσώρευσης του κεφαλαίου του, όπως λ.χ. στην ιταλική λογιστική τα ατομικά έξοδα του κεφαλαιοκράτη καταχωρούνται στη στήλη της χρέωσης, δηλ. σαν ποσό που χρωστάει ο κεφαλαιοκράτης στο κεφάλαιο. Η συσσώρευση είναι κατάχτηση του κόσμου του κοινωνικού πλούτου. Μαζί με την αύξηση της μάζας του εκμεταλλευόμενου ανθρώπινου υλικού η συσσώρευση επεκτείνει και την άμεση και την έμμεση κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη. Το προπατορικό αμάρτημα εκδηλώνεται παντού. Με την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, της συσσώρευσης και του πλούτου παύει ο κεφαλαιοκράτης να είναι απλή ενσάρκωση του κεφαλαίου. Νιώθει μια “ανθρώπινη συγκίνηση” για τον εαυτούλη του και γίνεται τόσο μορφωμένος, που κοροϊδεύει σαν πρόληψη του απαρχαιωμένου θησαυριστή τ’ ονειροπόλημα του ασκητισμού. Ενώ ο κλασσικός κεφαλαιοκράτης καυτηριάζει την ατομική κατανάλωση σαν αμάρτημα σε βάρος της λειτουργίας και της “εγκράτειάς του” υπέρ της συσσώρευσης, ο συγχρονισμένος κεφαλαιοκράτης είναι σε θέση να παρουσιάσει τη συσσώρευση σαν “απάρνηση” του ορμέμφυτου της απόλαυσης. “Zwei Seelen wohnen, ach! In seiner Brust,/ die eine will sich vor der andren trennen!”. (=Δυο ψυχές κατοικούν, αχ!, στα στήθια του/ η μια θέλει να χωριστεί από την άλλη! -παράφραση από τον Φάουστ του Γκαίτε). Στις αρχές της ιστορίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής –και κάθε νεόπλουτος κεφαλαιοκράτης περνάει σαν άστρο απ’ αυτό το ιστορικό στάδιο– επικρατούν σαν απόλυτα πάθη η τάση πλουτισμού και η φιλαργυρία. Η πρόοδος όμως της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δε δημιουργεί μόνο έναν καινούριο κόσμο απολαύσεων. Με την κερδοσκοπία και το πιστωτικό σύστημα η πρόοδος αυτή ανοίγει χίλιες πηγές ατομικού πλουτισμού. Σ’ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης γίνεται ακόμα και επαγγελματική ανάγκη του “δυστυχισμένου” κεφαλαιοκράτη ένας κάποιος συμβατικός βαθμός σπατάλης, που ταυτόχρονα είναι και επίδειξη πλούτου, επομένως και μέσο πίστης. Η πολυτέλεια μπαίνει στα έξοδα παραστάσεως του κεφαλαίου. Ετσι ή αλλιώς ο κεφαλαιοκράτης δεν πλουτίζει σαν το θησαυριστή ανάλογα με την προσωπική του εργασία και τον περιορισμό της ατομικής του κατανάλωσης, αλλά στο μέτρο που απομυζάει ξένη εργατική δύναμη και επιβάλλει στον εργάτη την απάρνηση όλων των απολαύσεων της ζωής. Γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι η σπατάλη του κεφαλαιοκράτη δεν έχει ποτέ το bona fide (καλής πίστης) χαρακτήρα του γλεντζέ φεουδάρχη αφέντη και στο βάθος της παραμονεύει μάλλον πάντα η πιο βρώμικη φιλαργυρία και ο πιο ζυγισμένος υπολογισμός, αυξάνει ωστόσο μαζί με την συσσώρευσή του και η σπατάλη του χωρίς να είναι απαραίτητο η μια να εμποδίζει την άλλη. Ετσι μέσα στα στήθια του ατόμου που προσωποποιεί το κεφάλαιο αναπτύσσεται μία φαουστική σύγκρουση ανάμεσα στο ένστιχτο της συσσώρευσης και το ένστιχτο της απόλαυσης» (Το κεφάλαιο – Μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο).
♦ Please, read between the lines: «Γι’ αυτούς που δεν απόκαμαν./ Γι’ αυτούς που συνεχίζουν πάντα με την ίδια καρδιά./ Γι’ αυτούς που οι νύχτες τους δεν είναι σαν τους λαθρεπιβάτες/ τους κλεισμένους στ’ αμπάρια/ σ’ ένα πλοίο που άξαφνα το τυλίγ’ η φωτιά./ Ας μιλήσουν άλλοι μετά από μένα./ Ας βυθίσουν το νυστέρι βαθύτερα./ Εγώ δεν έχω άλλο κουράγιο./ Μίλησα κάποτε για τα βουνά και τη θάλασσα./ Για την αγάπη που γίνεται άστρο./ Λυπάμαι για όλα./ Γιατί δε βρήκα άλλο τρόπο να μιλήσει κανένας/ έξω απ’ το να πονέσει για κάτι./ Ας μιλήσουν άλλοι μετά από μένα./ Εγώ τράβηξα μέχρι εκεί μόνο που άντεξα./ Μίλησα για τα σκοτάδια./ Οχι αυτά που έρχονται απ’ έξω./ Για κείνα που ανοίγονται μέσα μας ξαφνικά/ και βαραίνουν για πάντα ύστερα πάνω μας./ Λυπάμαι για όλα./ Γιατί δε βρήκα άλλον τρόπο να ζήσει κανένας/ έξω απ’ το να πεθάνει για κάτι./ Να σφαδάζει το σώμα μου μέσα στα αίματα/ και να μη βρίσκει τίποτα να πιαστεί/ κι αυτό το κάτι που πίστεψε να γίνεται και κείνο μαχαίρι/ να γίνεται σκοινί που σφίγγεται γύρω του/ σφυρί που του σπάζει ένα ένα τα κόκκαλα./ Ας μιλήσουν άλλοι μετά από μένα./ Ας τραβήξουν αν μπορέσουν μακρύτερα.» (Θαν. Κωσταβάρας: «Ας μιλήσουν άλλοι μετά από μένα».
♦ Ακου, λοιπόν, καλά: Οταν ν’ αγωνίζεσαι πάψεις, μονάχα ο θάνατος θα σ’ αγκαλιάσει.
♦ Ενα εξάμηνο πριν τη «Ματωμένη Κυριακή» στο Derry της Ιρλανδίας, 600 βρετανοί αλεξιπτωτιστές εμφανίστηκαν στο Ballymurphy και μέσα σε 36 ώρες συγκρούσεων δολοφόνησαν 11 πολίτες. Η υπόθεση μέχρι σήμερα δεν έχει κλείσει.
♦ Εντάξει, κάποιοι αλληλέγγυοι, πυκνώστε τις γραμμές του ΠΑΜΕ (ναι, ναι αυτού που μόλις 11 μέρες πριν την απεργία των χαλυβουργών έγινε ΜΑΤ στη θέση των ΜΑΤ…).
♦ Κλιμάκωση της πάλης που διεξάγει το Συνδικάτο Οικοδόμων Αθήνας με… πικετοφορία. (Ωχ, ματάκια μου καημένα – η… συνταραχτική είδηση από το Ριζοσπάστη, 25-1-12).
Βασίλης