Οι μετανάστες, οι εργάτες, οι άνεργοι, οι άποροι, το αθέατο περιθώριο των δυτικών κοινωνιών είναι οι μόνιμοι πρωταγωνιστές του σύγχρονου, νεορεαλιστικού κινηματογράφου των Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν. Η λιτή, δωρική αφήγηση των θεμάτων τους, που συμβαδίζει με ένα ντοκυμαντερίστικο, αυστηρό ύφος, μακριά από διδακτισμό και δραματικά κλισέ, συναντά στην τελευταία τους ταινία στοιχεία ενός αγωνιώδους θρίλερ. Δεν έχει καμιά σημασία να παρατεθούν εδώ ούτε καν οι αδρές γραμμές μιας πλοκής που θα καθιστούσε αυτή την ιστορία για μετανάστες, μια ακόμα ιστορία για μετανάστες. Δυο-τρεις ερωταποκρίσεις μόνο: τι σημαίνει η λέξη «χαρτιά παραμονής»;
- Για τον μετανάστη τα πάντα! Την ίδια του την υπόσταση! Το δικαίωμά του στο όνειρο, ακόμα κι αν αυτό είναι να γίνει υπηρέτης αφεντάδων! Την αγωνία του να μην καταλήξει στην πορνεία και τα ναρκωτικά! Το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή!
- Για τον αδυσώπητο ανακριτή, τον καχύποπτο χαρτογιακά της υπηρεσίας ασύλου; Μια ακόμα απόρριψη του δικαιώματος ενός παρία στα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι της οποιασδήποτε αποικιοκρατικής «δημοκρατίας», που έχει ρημάξει στο παρελθόν και συνεχίζει να ρημάζει τη χώρα του. Η ελευθερία να περνάς από τη μια χώρα στην άλλη είναι προνόμιο του χρήματος, όχι του κάθε σκουρόχρωμου κακομοίρη.
Και για όλους εμάς που κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, τι σημαίνουν αυτοί οι «αόρατοι» άνθρωποι; Εξαρτάται. Για πολλούς είναι ανεπιθύμητοι, παράνομοι «εισβολείς», για άλλους έρμαια της ζωής που ωστόσο ενοχλούν και οφείλουν υπακοή στους αμείλικτους νόμους του κράτους που εξοστρακίζει το περιττό εργατικό δυναμικό, για αρκετούς είναι μια χαρά αντικείμενο εκμετάλλευσης και για πολύ λίγους οι μετανάστες είναι απλώς αδέρφια μας.
Οι αδερφοί Νταρντέν δεν απαντούν σε όλα αυτά. Μέσω της εικόνας, με μια καθηλωτική αμεσότητα, περιγράφεται και αναζητείται η απάντηση του θεατή σε ένα κυρίως ερώτημα: Τι πιθανότητες έχει να επιβιώσει ένας μετανάστης σε ένα ανθρωποφαγικό περιβάλλον, ακόμα και αν ξεπουλήσει κάθε ικμάδα και κάθε ίχνος προσωπικής αξιοπρέπειας στον απέλπιδο αγώνα να πάρει άδεια παραμονής; Πόσο κοστίζει η αλληλεγγύη που είναι η μόνη του περιουσία;
Η πρόσκληση-πρόκληση στο θεατή να συλλογιστεί και να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα είναι η ουσία της ταινίας των Νταρντέν.
Στο σημείο αυτό δεν είναι άστοχη η συσχέτιση και η αναφορά σε μια ακόμα ταινία με ανάλογο θέμα, που είδαμε πρόσφατα στις αίθουσες. Το ντεμπούτο της Ασημίνας Προέδρου «Πίσω από τις θημωνιές» ασχολείται επίσης με το μεταναστευτικό, συγκεκριμένα με την παράνομη μεταφορά προσφύγων. Σε τρία αλληλοεπικαλυπτόμενα κεφάλαια και στο φόντο ενός οικογενειακού δράματος, περνά η οικονομική δυσπραγία, η υποκρισία, η σκληρότητα, η εγκατάλειψη, η συνενοχή και η μιζέρια της επαρχίας. Η Προέδρου αναδεικνύει με αισθητική και ιδεολογική επάρκεια την κεντρική ιδέα της ταινίας: Δεν είναι οι προσωπικές επιλογές των ανθρώπων αλλά οι αντικειμενικές συνθήκες που ωθούν τις πράξεις τους. Σε αντίθεση με τους Νταρντέν όμως, χωλαίνει στην αποστασιοποίησή της από το θέμα, της λείπει μια μεγαλύτερη λιτότητα έκφρασης και δεν αποφεύγει κάποια κλισέ. Ωστόσο, αν αξίζει μια φορά να δει κανείς αυτή την καλή ελληνική ταινία, στην περίπτωση των Νταρντέν αξίζει δέκα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το προσφυγικό ζήτημα βρίσκεται μόνιμα τις τελευταίες δεκαετίες στην ατζέντα των καλλιτεχνών. Το περίσσευμα ευαισθησίας αυτών των ανθρώπων στοχεύει, συνειδητά ή αυθόρμητα, στη διάσωση του όποιου ανθρωπισμού έχει απομείνει στις ατομοκεντρικές κοινωνίες-τέρατα που εκτρέφει ο καπιταλισμός.
Ε.Σ.