«Oλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η πάλη ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και το εκμεταλλευόμενο. Η ιστορία της πάλης αυτών των τάξεων δείχνει και την εξέλιξη του οικονομικού πολιτισμού, ακριβώς όπως οι μελέτες του Δαρβίνου αποδείχνουν την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Με τον ερχομό της εκβιομηχάνισης και του συγκεντρωμένου κεφαλαίου, φτάσαμε στο σημείο ο εκμεταλλευόμενος να μην μπορεί να κάνει εφικτή την απελευθέρωσή του από την κυρίαρχη τάξη, χωρίς ταυτόχρονα να απελευθερώσει την ίδια την κοινωνία ολοκληρωτικά από κάθε μελλοντική εκμετάλλευση, καταπίεση, ταξική διαφορά και πάλη».
Από το ημερολόγιο του Τζακ Λόντον
Στο σημείωμα αυτό δεν θα ασχοληθούμε με τη θυελλώδη ζωή και το ογκώδες έργο ενός από τους διάσημους σοσιαλιστές λογοτέχνες του εικοστού αιώνα. Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Αξίζει να τα ξαναθυμηθούμε, γι’ αυτό και στο τέλος παραθέτουμε παραπομπές σε δυο σημαντικά αυτοβιογραφικά κείμενά του με τους τίτλους «Τι σημαίνει για μένα η ζωή» και «Πως έγινα σοσιαλιστής», δημοσιευμένα στο eranistis.net σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά.
Εδώ θα σταθούμε σε δυο λιγότερο γνωστές συνιστώσες της προσωπικότητάς του, καθοριστικές επίσης για τη διαμόρφωση και τη συγκρότηση αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου. Λίγοι γνωρίζουν το τεράστιο μορφωτικό υπόβαθρο που ο Τζακ Λόντον απόχτησε όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει την κοπιώδη περιπλάνησή του στα υπόγεια της περιθωριακής ζωής και ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν την αταλάντευτη συμμετοχή του στο σοσιαλιστικό κίνημα, που πυροδοτήθηκε από τις προσωπικές του εμπειρίες αλλά εδραιώθηκε με τη μελέτη του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Ηταν κάποιοι μορφωμένοι απ’ αυτούς τους τσακισμένους «αλήτες» των δρόμων που του μίλησαν για πρώτη φορά για σοσιαλισμό και εργατικά συνδικάτα. Μπαμπέφ, Σαιν-Σιμόν, Φουριέ και Προυντόν γκρέμισαν μέσα του το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας. Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που έπεσε στα χέρια του σχεδόν ταυτόχρονα, ήταν η αποκάλυψη, το καθοριστικό εκείνο στοιχείο που τον τοποθέτησε αμετάκλητα στην πλευρά του κομμουνισμού, για τον οποίο πίστευε ακράδαντα ότι ήταν υπόθεση των εργατών και όχι της διανόησης.
Αρχισε αμέσως να συχνάζει σε εργατικές συναθροίσεις, συνδικάτα και να μιλά σε υπαίθριες συγκεντρώσεις. Μπήκε ξαφνικά σ’ ένα κόσμο που η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα και η ανιδιοτέλεια τού φώτισαν τη ζωή και τον οδήγησαν με ταχύτητα σε μια άπληστη προσπάθεια κατάχτησης κάθε είδους επιστημονικής γνώσης.
Προσπάθησε να τελειώσει το σχολείο και να μπει στο Πανεπιστήμιο, μελετώντας δεκαεννέα ώρες την ημέρα μαθηματικά, χημεία, ιστορία, λογοτεχνία, επιτυγχάνοντας σε χρόνο ρεκόρ όλους του τους στόχους. Δεν κατάφερε, λόγω φτώχειας, να τελειώσει το Πανεπιστήμιο, όμως η απόφασή του να γίνει συγγραφέας είχε παρθεί οριστικά. Το γλυκανάλατο, ανώδυνο μέχρι τότε αμερικανικό διήγημα και μυθιστόρημα επρόκειτο να δεχτεί ένα καίριο, ένα κεραυνοβόλο χτύπημα από έναν ιδιοφυή άνθρωπο που συνδύαζε την τεράστια προσωπική εμπειρία του άγριου αγώνα για την επιβίωση με ένα σπάνιο μορφωτικό πλούτο.
Η «Καταγωγή των ειδών» του Δαρβίνου, η «Φιλοσοφία του ύφους» του Χέρμπερτ Σπένσερ (ενός πρωτοπόρου Δαρβινιστή φιλόσοφου), «Το Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, «Ο χαμένος Παράδεισος» του ριζοσπάστη δημοκράτη Τζον Μίλτον, ήταν το αόρατο χαλί που πατούσαν οι ήρωες των δύσκολων περιπλανήσεών του στα χρυσωρυχεία της Αλάσκας, στα εργοστάσια και τις Νότιες Θάλασσες. Ο Νίτσε, επίσης, επηρέασε ασφαλώς πολύ τον Τζακ Λόντον. Οχι μόνο γιατί η θεωρία του υπεράνθρωπου συμβάδιζε με την εκρηκτική, ανίκητη φύση του Λόντον, μα και γιατί ο Νίτσε ξεσκέπασε στα μάτια του την υποκρισία και την πλάνη των θρησκειών ως συνονθυλεύματα δογματισμού, κενής τυπικότητας και αναπόδεικτων γεγονότων.
Δεν υπήρξε τομέας των επιστημών που δεν εξερεύνησε ο Τζακ Λόντον με τον πιο εμβριθή τρόπο. Στην οικονομία ο Ανταμ Σμιθ, ο Ρικάρντο, ο Μάλθους, ο Μπαστιά, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ τον οδήγησαν νομοτελειακά στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Στις ανθρωπιστικές επιστήμες ξεκίνησε από τον Αριστοτέλη, τον Γίβωνα, τον Λούθηρο και τον Καλβίνο για να φτάσει στους Λοκ, Χομπς, Χιουμ και Μιλ. Στην ανθρωπολογία και τη βιολογία ο Μπόας και ο Φρέιζερ τον οδήγησαν να κατανοήσει καλύτερα τον Δαρβίνο, τον Χάξλεϊ. Δεν παρέλειψε να διαβάσει τους ιδεαλιστές και τους μεταφυσικούς Χέγκελ, Καντ, Μπέρκλεϊ, Λάιμπνιτς. Εντρύφησε στις πιο πρωτοπόρες λογοτεχνικές διάνοιες: Σέξπιρ, Γκαίτε, Μπαλζάκ, Ντίκενς, Γουίτμαν, Κίπλινγκ, Πόε, Ελιοτ, Ουάιλντ, Τουργκένιεφ, Ζολά, Τολστόι, Ιψεν κλπ.
Ο Ανατόλ Φρανς τον αποκάλεσε «Μαρξ» της Αμερικής, ένας χαρακτηρισμός ασφαλώς άστοχος, που όμως υπογράμμιζε τον επιστημονικό τρόπο που ο Λόντον προσέγγιζε τη ζωή. Τον απασχολούσαν τα πάντα: το εργατικό κίνημα, τα κυβερνητικά και δικαστικά σκάνδαλα, οι φυλακισμένοι, οι απεργίες και τα μποϋκοτάζ, τα βιομηχανικά απόβλητα, το γυναικείο κίνημα, οι πόλεμοι, η ιατρική, η μηχανολογία, η γεωργία, όλες οι σύγχρονες επιστήμες.
Εργαζόταν ακατάπαυστα δεκαέξι με δεκαεννιά ώρες κάθε μέρα μελετώντας και γράφοντας. Μέχρι τα σαράντα του χρόνια, όταν πέθανε, είχε συγγράψει πενήντα βιβλία, άπειρα άρθρα, κράτησε ατελείωτες σημειώσεις στο αρχείο του και είχε συγκεντρώσει στη βιβλιοθήκη του δεκαπέντε χιλιάδες τίτλους βιβλίων.
Παράλληλα με την εργασία του, έδινε συνεχώς πολιτικές διαλέξεις σε διάφορες πόλεις ως μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αμερικής, του οποίου υπήρξε δυο φορές υποψήφιος δήμαρχος στο Οκλαντ. Οργάνωνε ομιλίες, δημιουργώντας ακροατήριο έστω δέκα λευκών ακόμα και στα απομονωμένα νησιά Φίτζι των ιθαγενών, που είχε επισκεφθεί με το ιστιοπλοϊκό του. Ηταν απόφαση ζωής για εκείνον να συμβάλλει με την πολιτική του δράση και τα προλεταριακά μυθιστορήματά του στη σοσιαλιστική επανάσταση. Υπέγραφε πάντα την πολιτική αλληλογραφία του με τις λέξεις: «Δικός σας για την επανάσταση».
Ο Τζακ Λόντον υπήρξε δέσμιος δυο ζευγών αντιφάσεων. Από τη μια, η σοσιαλιστική του συνείδηση και δράση κόντρα στις νιτσεϊκές επιρροές και τις φυλετικές απόψεις περί υπεροχής των φυλών του Βορρά και, από την άλλη, οι δυσκολίες και οι κατατρεγμοί της νεανικής του ηλικίας κόντρα στη δόξα και τα πλούτη που απέκτησε ως αναγνωρισμένος συγγραφέας.
Καμιά απ’ αυτές τις αρνητικές επιρροές δεν ήταν παράξενη. Ολες εδράζονταν στα βιώματά του, αλλά καμιά δεν σφράγισε το έργο του. Τα πλούτη που απέκτησε δεν τον ενέταξαν ποτέ στην αστική τάξη. Του τα απομυζούσαν μια τεράστια στρατιά οικογενειακών υποχρεώσεων και μη, λίγων προσωπικών ονείρων, διάφορων φίλων, αναξιοπαθούντων και παρατρεχάμενων.
Δεν πέρασε ποτέ στην απέναντι όχθη, όπως ο μεταγενέστερος ομότεχνός του Τζον Στάινμπεκ. Παρότι ποτέ δεν αρνήθηκε ότι αποσκοπούσε μέσα από τη σκληρή δουλειά του σε έναν άνετο βιοπορισμό, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω από τις πολιτικές και συγγραφικές του επιλογές. Την καταφρόνια που γνώρισε ως νεαρός, επανέφερε με δριμύτητα το κατεστημένο των ανατολικών πολιτειών όταν, αν και διάσημος πια, έβγαζε πύρινους λόγους υπέρ των ρώσων κομμουνιστών στην επανάσταση του 1905, αποκαλώντας τους «αδέρφια μου». Δεν δίστασε, προσκεκλημένος στο πανεπιστήμιο του Γέιλ , παρά τις απειλές ακύρωσης της ομιλίας του, να διακηρύξει ότι «επτά εκατομμύρια εργάτες σ’ όλες τις χώρες πολεμάνε μ’ όλες τους τις δυνάμεις να κατακτήσουν τις πηγές του πλούτου του κόσμου αυτού και να ανατρέψουν την υπάρχουσα κοινωνία… Η επανάσταση είναι εδώ, τώρα. Οποιος μπορεί ας την σταματήσει!».
Στη Νέα Υόρκη, σε συνεργασία με τον Απτον Σίνγκλερ (συγγραφέα του εμβληματικού προλεταριακού βιβλίου «Η ζούγκλα» που ο Τζακ Λόντον διαφήμισε με όλες του τις δυνάμεις), μίλησε μπροστά σε σχεδόν δέκα χιλιάδες παραληρούντες εργάτες, προβλέποντας την πτώση του καπιταλιστικού συστήματος περί το 2000.
Αυτή η ανεκπλήρωτη προφητεία εγγράφεται στη «Σιδερένια φτέρνα», τον υπέρτατο φόρο τιμής του Λόντον στον Μαρξ, την κορωνίδα του προλεταριακού μυθιστορήματος. Αρχισε να το γράφει στον κολοφώνα της δόξας του, πριν από τον απόπλου του ιδιόκτητου ιστιοφόρου του Σναρκ προς τις Νότιες Θάλασσες, έχοντας πλήρη επίγνωση των ισχυρών εχθρών που θα δημιουργούσε και της πιθανής άρνησης δημοσίευσης από τους εκδότες του. Στηριγμένο σε οικονομικά στοιχεία που συγκέντρωνε επί χρόνια, είναι απίστευτο που η δριμεία αυτή καταγγελία κατά του καπιταλισμού προέβλεψε την άνοδο και επικράτηση του φασισμού τη δεκαετία του ’30, αλλά εξακολουθεί να είναι τρομακτικά επίκαιρο στη σημερινή εποχή της παντοκρατορίας του καπιταλισμού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «Η σιδερένια φτέρνα» είναι το κορυφαίο έργο του. Οσο λατρεύτηκε από τους εργάτες άλλο τόσο αποσιωπήθηκε και πολεμήθηκε από το κατεστημένο. Δέχτηκε δυσμενείς κριτικές από τον καπιταλιστικό Τύπο, αλλά και οι σοσιαλιστές δεν το είδαν στην αρχή με καλό μάτι. Δέκα χρόνια αργότερα έγινε το σπουδαιότερο κλασικό επαναστατικό λογοτεχνικό βιβλίο σε όλο τον κόσμο. Δεν ήταν μόνο ιδέες, όπως ότι η Εκκλησία είναι η κοιλαρού δούλα των βιομηχάνων ή ότι τα κολλέγια διδάσκουν μόνο αυτά που τους επιτρέπουν οι χρηματοδότες τους. Κάθε παράγραφος της «Σιδερένιας Φτέρνας» είναι ένα δηκτικό, ένα ασύλληπτο κατηγορητήριο κατά του καπιταλισμού.
Ηταν επόμενο η αστική ιστοριογραφία να φροντίσει ώστε ο Τζακ Λόντον να μείνει στην ιστορία περισσότερο για τις επικές περιπέτειές του, όπως το «Κάλεσμα της άγριας φύσης», το «Ολόχρυσο φαράγγι», ο «Θαλασσόλυκος», ο «Ασπροδόντης» (και τα σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικά «Μάρτιν Ηντεν», «Τζον Μπάρλεϋκορν») κλπ, πολλές από τις οποίες έγιναν ταινίες, και όχι για τα επαναστατικά του βιβλία, μερικά από τα οποία δεν κυκλοφόρησαν καν στην Ελλάδα. Η «Σιδερένια φτέρνα» μαζί με την «Επανάσταση», τους «Ευνοούμενους του Μίδα», τον «Πόλεμο των Τάξεων» και κυρίως τους «Ανθρώπους της Αβύσσου», μια εκπληκτική περιγραφή του βόθρου μέσα στον οποίο ζούσε η εργατική τάξη του Λονδίνου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αποτέλεσαν ευαγγέλια για τους απανταχού καταπιεσμένους.
Είναι αλήθεια ότι η εκτόξευση του Τζακ Λόντον από την άβυσσο της φτώχειας στη δόξα και τα πλούτη είχε, μαζί με πολλές άλλες απογοητεύσεις της ζωής του, τη συνεισφορά της στην παραίτηση και την αυτοκτονία του μόλις στα σαράντα του χρόνια (12/01/1876 – 22/11/1916). Το πολιτικό τέλμα στην Αμερική ήταν επίσης μια από τις αιτίες της απογοήτευσής του. Ενα χρόνο προτού προλάβει να δει την Οκτωβριανή Επανάσταση, παραιτήθηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ομως από αριστερές θέσεις!
Αξίζει να δούμε το περιεχόμενο αυτής της παραίτησης: «Παραιτούμαι από μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, για την έλλειψη από μέρους του της φλόγας και της ζέσης, αλλά και για την ολοκληρωτική έλλειψη έμφασης στην πάλη των τάξεων. Ημουν από παλιά μέλος του παλιού, επαναστατικού Σοσιαλεργατικού Κόμματος, που στεκόταν όρθιο και πολέμαγε για τις ιδέες του. Εχοντας ζήσει ο ίδιος την πάλη των τάξεων, πιστεύω ότι η εργατική τάξη τότε μόνο θα μπορέσει να απελευθερωθεί, όταν δεν θα πάψει να πολεμάει τον εχθρό, δεν θα γίνεται ένα, ούτε θα συμβιβάζεται μαζί του. Αφού η τάση του σοσιαλισμού στη χώρα αυτή τα τελευταία χρόνια είναι η ειρηνική συνύπαρξη και ο συμβιβασμός, το μυαλό μου αρνείται πια να δικαιολογήσει την παραμονή μου στο κόμμα ως μέλος του. Γι’ αυτό και παραιτούμαι».
Αυτή η γενναιόδωρη, θαρραλέα, όπως και οι ήρωές του, ευγενική φύση αισθάνθηκε προδομένη από πολλές πλευρές. Ο ίδιος δεν πρόδωσε ποτέ την αγάπη του για την αλήθεια, τις επιστήμες, τη γνώση, τη δικαιοσύνη, το σοσιαλισμό.
Ως επίλογος σ’ αυτό το σημείωμα αρμόζουν τα λόγια του βιογράφου του Ιρβινγκ Στόουν, από το βιβλίο του οποίου «Ναύτης καβαλάρης» αντλήθηκαν τα περισσότερα στοιχεία: «Ηταν η φωνή του σοσιαλισμού, η φωνή της επιστημονικής εξέλιξης, η φωνή του νέου και ρωμαλέου ρεαλισμού στα αμερικανικά γράμματα, αλλά συγχρόνως αντιπροσώπευε τα νιάτα και το κουράγιο του κόσμου όλου».
Ε.Σ.