Το φιλμ «Γκαγκάριν» που άρχισε να προβάλλεται τον Οκτώβρη στην Ελλάδα, γυρίστηκε λίγο πριν κατεδαφιστεί η «Πολιτεία Γκαγκάριν» (η κατεδάφιση ξεκίνησε το 2019 και ολοκληρώθηκε το 2020) στη συνοικία, νοτιοανατολικό προάστιο του Παρισιού, Ιβρί-Σιρ-Σεν. Ο δήμος ήταν προπύργιο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας και ακόμη και τα χρόνια που το γαλλικό κόμμα μετατράπηκε σε ρεβιζιονιστικό, τα ηνία του δήμου παρέμειναν στα χέρια του. Η «Πολιτεία Γκαγκάριν» ήταν ένα συγκρότημα εργατικών πολυκατοικιών, γιγαντιαίων διαστάσεων, με 13 ορόφους ύψος και χωρητικότητα 370 διαμερίσματα. Το οικοδομικό αυτό συγκρότημα ανεγέρθηκε το 1961-63 υπό την επίβλεψη της δημοτικής αρχής και στα εγκαίνια παρευρέθη ο ίδιος ο Γιούρι Γκαγκάριν, ο πρώτος κοσμοναύτης της ιστορίας.
Η πολιτεία αυτή, με την κόκκινη μπογιά που τραβάει το μάτι από μακριά, ήταν το «καμάρι» των γάλλων ρεβιζιονιστών, γιατί στην εποχή της ανέγερσής της οι εγκαταστάσεις της ήταν εξαιρετικά σύγχρονες. Οι ανελκυστήρες, ο κεντρικός φωτισμός, οι κουζίνες και τα ίδια τα μπάνια ήταν πράγματα αδιανόητα για τους εργάτες της εποχής, που συγκεντρώνονταν στον Παρίσι σε τρώγλες ή νεόδμητες, άχαρες, ψηλές πολυκατοικίες στην εργατική ζώνη του Παρισιού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την επακόλουθη ανοικοδόμηση καθώς και μαζική προλεταριοποίηση της φτωχής αγροτιάς, που συνετελέσθη εκείνη την περίοδο. Στην πορεία της αποβιομηχάνισης του Παρισιού, δυο δεκαετίες αργότερα, το οικοδομικό συγκρότημα εγκαταλείφθηκε στη τύχη του. Αρκετοί μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς, σήμερα με γαλλική υπηκοότητα, με καταγωγή από Αλγερία και γενικά το Μαγκρέμπ (Βόρεια Αφρική), συνέχισαν να κατοικούν σε αυτό. Λόγω της ανύπαρκτης συντήρησής του, οι εγκαταστάσεις άρχισαν να καταστρέφονται και τα κτίρια του συγκροτήματος άρχισαν να εμφανίζουν σημαντικά προβλήματα για τη συνέχιση της διαμονής σε αυτό (αρουραίοι, πρόβλημα με τα υδραυλικά, κίνδυνος για πυρκαγιά από την πεπαλαιωμένη ηλεκτρολογική εγκατάσταση).
Το φιλμ παρουσιάζει μια ιστορία που εκτυλίσσεται στα εντός, εκτός και επί τα αυτά μέρη της «Πολιτείας Γκαγκάριν» λίγο πριν την οριστική απόφαση των αρμόδιων αρχών να κατεδαφιστεί. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας δεκαεξάχρονος μαύρος, που το όνομά του είναι Γιούρι. Το έδωσαν οι γονείς του όταν κατέφτασαν νεότατοι στην Πολιτεία, ενθουσιασμένοι από την εύρεση ενός διαμερίσματος σε προάστιο του Παρισιού, δίπλα σε ανθρώπους της τάξης τους, ανθρώπους που τους υποδέχονταν ως ίσους.
Η κτιριακή εγκατάλειψη αντανακλάται στις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Γιούρι πλέον είναι μόνος. Η μητέρα, κι αυτή μόνη της, «τρέχει» πίσω από τους γκόμενούς της. Ο Γιούρι, όμως, δεν θέλει να κατεδαφιστεί το Γκαγκάριν. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε 16 χρόνια και έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να δώσει τη μάχη, μαζί με τους γείτονές του, και να πείσει τις αρμόδιες κρατικές αρχές ότι οι ίδιοι οι ένοικοι του κτιρίου θα τα καταφέρουν να φτιάξουν μια βιώσιμη σύγχρονη εκδοχή του. Τα σχέδιά του συντρίβονται πάνω στη γενική απογοήτευση των γειτόνων του και βέβαια στις ίδιες τις αντικειμενικές συνθήκες. Η απόφαση είναι ειλημμένη, όπως μεθοδευμένη ήταν και η εγκατάλειψη του κτιριακού συγκροτήματος, προκειμένου να αξιοποιηθεί η χρήση της γης για επικερδείς δραστηριότητες του κεφαλαίου (ανέγερση νέων συγκροτημάτων με σύγχρονα διαμερίσματα και πώλησή τους σε αστούς και μεσοαστούς του Παρισιού).
Με αυτό το στόρι ως υπόθεση της ταινίας, οι σκηνοθέτες Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουίλ έφτιαξαν ένα φουτουριστικό κομψοτέχνημα, αξιοποιώντας περίτεχνα τον όγκο του συγκροτήματος, το ύψος των πολυκατοικιών, τη συμμετρία τους, τη συνειρμική σύνδεση με τον πραγματικό κοσμοναύτη Γκαγκάριν, παρουσιάζοντας ως κεντρική καλλιτεχνική ιδέα την ταύτιση του οικοδομικού συγκροτήματος με ένα διαστημόπλοιο.
Από την αρχή ως το τέλος του έργου σειρά ήχων και εικόνων παραπέμπουν σε διαστημική πτήση, με την τελική σκηνή να ταυτίζει συνειρμικά την έκρηξη της κατεδάφισης του συγκροτήματος με την απογείωση διαστημόπλοιου. Η δραματική έξαρση που επιτυγχάνεται στο τέλος είναι ξεχωριστή με αυτή την τεχνική. Οχι, κανείς δεν πηγαίνει στο φεγγάρι, ούτε είναι η ταινία επιστημονικής φαντασίας. Η ταύτιση με τη διαστημική πτήση γίνεται μέσω έμμεσων αναφορών σε εικόνες και πλάνα που έχουν καταγραφεί στη συνείδησή μας ως θεατές, από ντοκουμέντα εποχής και από ταινίες επιστημονικής φαντασίας (βλέπε «Οδύσσεια του Διαστήματος» του Κιούμπρικ). Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοποιούνται από τους σκηνοθέτες και ντοκουμέντα άμεσα (μια τηλεόραση τα δείχνει στο χώρο, παράλληλα με την εξέλιξη της ιστορίας), χωρίς να αλλοιώνουν την πλοκή της ιστορίας τους.
Επιπλέον, η περιρρέουσα «διαστημική» ατμόσφαιρα του φιλμ διαμορφώνεται βαθμιαία με σκηνές όπως η έκλειψη ηλίου ή μια χαρακτηριστική σκηνή με τους φίλους του Γιούρι, την τσιγγάνα Ντιάνα και τον μοναδικό γείτονά του, συγκάτοικο στο Γκαγκάριν, που συμμερίζεται την ίδια αυταπάτη με τον Γιούρι, ότι μπορούν να σώσουν το Γκαγκάριν, να αράζουν στην ταράτσα του κτιρίου, να κοιτούν τα άστρα (προφανώς και τα άστρα δεν φαίνονται στο Παρίσι, λόγω του φωτισμού της μεγαλούπολης) και να ρεμβάζουν, έτσι ώστε, καθώς προχωρά η εξέλιξη της ταινίας, να αισθανόμαστε ολοένα και περισσότερο την ταύτιση με το διάστημα.
Η ταινία είναι μια ατέλειωτη διαδοχή από σκηνές με πλάνα χρωματισμένα με την παλέτα του γάλλου ζωγράφου Ανρί Ματίς. Το χρώμα κάθε τοίχου, το χρώμα των ρούχων, όλα είναι επιλεγμένα ώστε να δίνουν συγκεκριμένους χρωματικούς τόνους. Η μεταφορά από το ένα διαμέρισμα στο άλλο, από τον έναν όροφο στον άλλο δεν γίνεται καταιγιστικά και το μάτι κρατά τις εντυπώσεις από τον φωτισμό και τα χρώματα χωρίς να κουράζεται. Η ταινία είναι σαν να επισκέπτεσαι μια έκθεση ζωγραφικής του Ματίς και στο τέλος της ταινίας ο παρατηρητικός και προσεκτικός θεατής αισθάνεται όντως μια μοναδική αισθητική απόλαυση.
Το τέλος της ταινίας είναι όπως το τέλος σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, όπου το μέλλον προδιαγράφεται άγνωστο. Οι παλιοί ένοικοι του Γκαγκάριν, όσοι κατάφεραν να βρουν νέα οικία, είτε φιλοξενούμενοι είτε με νέα βάσανα και νοίκια σε κάποιο άλλο φτωχικό διαμέρισμα του Παρισιού, συγκεντρώνονται έξω από το συγκρότημα τη νύχτα που θα κατεδαφιστεί με έκρηξη για να το αποχαιρετήσουν. Ο Γιούρι θέλει να ταξιδέψει στο διάστημα μόνιμα και παραμένει στο συγκρότημα. Οι υπόλοιποι δεν το γνωρίζουν. Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Τάσου Λειβαδίτη (30 Οκτώβρη του ‘88) το σημείωμα αυτό κλείνει με ένα ποίημά του που ταιριάζει στην περίσταση:
Περιμένοντας το βράδυ
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βράδια
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο ή ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θεέ μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
Γκουίντο Ντι Πρόζα
YΓ. Στο επόμενο, με αφορμή την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, αφιέρωμα στο «μοντάζ των εντυπώσεων», τη μεγάλη προσφορά των σοβιετικών πρωτοπόρων σκηνοθετών στο παγκόσμιο σινεμά. Η «ανάλυση» για άλλη μια φορά θα βασίζεται και σε ζωγράφους. Αυτή τη φορά οι ίδιοι οι σοβιετικοί σκηνοθέτες έχουν δώσει το απαραίτητο «σκονάκι» στα γραπτά τους. Δεν έκρυβαν τις επιρροές τους.