Με αφορμή την συμπλήρωση 98 χρόνων από την ένοπλη εξέγερση του Αμβούργου (23 Οκτώβρη του 1923), ας ξαναδούμε την ταινία του σκηνοθέτη Κουρτ Μέτσιχ, παραγωγής Deutsche Film-Aktiengesellschaft (DEFA – κρατική κινηματογραφική εταιρία στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία) 1954. Η ταινία αξίζει την προσοχή μας, όχι μόνο για την άψογη ιστορική συμπύκνωση των βασικών γεγονότων στη Γερμανία από τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ως την εξέγερση του Αμβούργου, αλλά και για την καλλιτεχνική της επάρκεια, που στέκει σαφώς ψηλότερα από τις αντίστοιχες του καιρού της χολιγουντιανές παραγωγές. Η ταινία είναι ένα αριστούργημα προπαγάνδας φτιαγμένο με τα καλύτερα υλικά της γερμανικής καλλιτεχνικής παράδοσης του Μεσοπολέμου και της μεταγενέστερης του πολέμου οπτικοακουστικής δημιουργίας στη ΓΛΔ.
Ο γράφων δεν έχει κανένα πρόβλημα με τη λέξη προπαγάνδα. H προπαγάνδα βγαίνει από τη ιταλική λέξη propagare, που σημαίνει: διαδίδω, δηλαδή διαδίδω τις ιδέες μου. Αν το συλλογιστεί κανείς με προσοχή, θα αντιληφθεί ότι όσοι καταριούνται τη στράτευση στην τέχνη, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι ίδιοι στρατευμένοι στην αντιπέρα όχθη του πολιτικού φάσματος, και κάνουν καθαρή, καθαρότατη προπαγάνδα. Μπορεί κάποιος καλλιτέχνης να μην είναι πολιτικοποιημένος, μπορεί να είναι απλά κοινωνικά ευαίσθητος, μπορεί απλώς να έχει τις δικές του ανησυχίες που ελάχιστα να αντανακλούν όψεις της κοινωνικής ζωής, πάντα όμως, όταν μια πολιτική θύελλα ή οικονομική κρίση ξεσπάσει, όλες οι παραπάνω κατηγορίες θα λάβουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θέση στα κοινωνικά δρώμενα. Τον καιρό του πολέμου, όσοι ζωγραφίζουν ήρεμα ρυάκια και ποταμάκια, ανέφελους ουρανούς και όχι αστραπές και βροντές, σύννεφα και φουρτούνες σημαίνει αυτομάτως ότι εξασθενίζουν και υπονομεύουν το φρόνημα του ενός ή του άλλου εμπλεκόμενου στρατού. Παίρνουν θέση, με την καλλιτεχνική ιδιόχειρη γραφή τους, πάνω στα αισθήματα που διαπερνούν τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Η ταινία «Ερνστ Τέλμαν – Ο γιος της τάξης του» είναι το επιστέγασμα μιας μεγάλης αναμέτρησης για την καλλιτεχνική επικράτηση ανάμεσα στην καπιταλιστική Δυτική Γερμανία, όπου οι Ναζί και οι συνεργάτες τους ξεπλένονταν από την αμερικανική κατοχική διοίκηση, προκειμένου να περιχαρακώσουν τα γερμανικά εδάφη στο άρμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, και στη ΓΛΔ, όπου οι αριστεροί και κομμουνιστές καλλιτέχνες, κάτω από την ομπρέλα της DEFA, ύψωναν την αντιφασιστική σημαία της ενιαίας, ανεξάρτητης, δημοκρατικής Γερμανίας, κόντρα στην ψυχροπολεμική προπαγάνδα της Δύσης, που πυροδοτούσε την ένταση και τη διαίρεση για την πλήρη υποταγή των εργαζομένων στα σχέδια του ιμπεριαλισμού.
Στη Δυτική Γερμανία επικρατούσαν τα «ψυχαγωγικά» μελοδράματα και άχαρες κωμωδίες (δεν θέλετε να ξέρετε τι σημαίνει μικροαστικό γερμανικό χιούμορ), που «δρούσαν» ως παρηγοριά για την καθημερινή βαρβαρότητα του καπιταλισμού, με στόχο να απομακρύνουν τους εργάτες από τους προβληματισμούς για την κοινωνική ζωή. Στη ΓΛΔ (την περίοδο που ακόμη δεν είχε επικρατήσει η αντεπαναστατική θύελλα του ρεβιζιονισμού), αντιθέτως, ο καλλιτεχνικός φακός φώτιζε όλες τις πλευρές της ζωής και επεδίωκε να προβληματίσει την εργατική τάξη πάνω στα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Η τέχνη δρούσε ως όχημα για τη λαϊκή αφύπνιση και την ενθάρρυνση στην οικοδόμηση της νέας ζωής, απαλλαγμένης από τα εκμεταλλευτικά δεσμά.
Ο Ερνστ Τέλμαν ήταν μια ξεχωριστή ιστορική, ηγετική φυσιογνωμία, όχι μόνο του γερμανικού προλεταριάτου αλλά και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Πολέμησε με συνέπεια μέχρι το τέλος την αστική τάξη της χώρας του, καθοδηγώντας διά πυρός και σιδήρου το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) στην άνοδο προς την εξουσία. Το Νοέμβρη του 1932, στις τελευταίες ελεύθερες εκλογές του Ράιχσταγκ, όταν οι Ναζί έχαναν 2 εκατομμύρια ψήφους (ακόμη δεν είχαν κυβερνήσει) και το KPD αποσπούσε 600.000 ψήφους από τους σοσιαλδημοκράτες, φτάνοντας συνολικά τις 6.000.000 ψήφους, ο συναγερμός είχε σημάνει «κόκκινο» στο επιτελείο της γερμανικής άρχουσας τάξης. Η τελευταία επέλεξε στην κρίσιμη καμπή της γερμανικής ιστορίας την ανάδειξη των Ναζί στην κυβέρνηση, τον Γενάρη του 1933.
Ολη αυτή την περίοδο, η ηγεσία της κυβερνώσας γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας υποτασσόταν συνεχώς στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, βάζοντας σημαντικό κομμάτι της εργατικής τάξης στο γύψο πριν από την κρίσιμη αναμέτρηση, παίζοντας συνεχώς το παιχνίδι του «μικρότερου κακού»: καλύτερα «μνημονιάρα» των Βερσαλλιών, καλύτερα πετσόκομμα δικαιωμάτων, μισθών και συντάξεων, παρά να φοβίσουμε τους κεφαλαιοκράτες και να καταλήξουμε με κυβέρνηση… Ναζί. Αυτό, όμως έγινε τελικά.
Ο Τέλμαν δεν πρόδωσε ποτέ την τάξη του, γι’ αυτό και οι Ναζί τον δολοφόνησαν λίγο πριν από τη λήξη του πολέμου, τον Αύγουστο του 1944, όταν η έκβαση του πολέμου είχε ουσιαστικά κριθεί. Δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση το κομμουνιστικό κόμμα της αναγεννημένης από τις στάχτες του πολεμικού ολέθρου Γερμανίας να έχει τον Τέλμαν αρχηγό. Για την αυταπάρνησή του, τη θυσία του, την αξιοζήλευτη αγωνιστική στάση ζωής του, ο Τέλμαν χαράκτηκε βαθιά στη συνείδηση των γερμανών εργατών ως «η φωνή και η γροθιά του λαού», το σύμβολο ενός αναγεννημένου λαού από το ζυγό της πιο βάρβαρης μορφής δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου: της ναζιστικής διακυβέρνησης.
Η ταινία ξεκινά με την αναγγελία στο δυτικό μέτωπο ότι οι ναύτες του πολεμικού ναυτικού εξεγέρθηκαν στο Κίελο τον Νοέμβρη του 1918. Ο αγγελιοφόρος στρατιώτης, χαρούμενος και αδημονώντας να μεταφέρει το μήνυμα όσο πιο πλατιά γίνεται στα χαρακώματα, πέφτει νεκρός από τους βομβαρδισμούς. Ο Τέλμαν και ο σύντροφός του Φίτε Γιάνσεν, μια μυθοπλαστική φιγούρα για τις ανάγκες της ταινίας, στρατευμένοι φαντάροι και οι δυο, αναλαμβάνουν ηγετική δράση για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες, κόντρα στους αξιωματικούς τους. Η επανάσταση απλώνεται στα χαρακώματα, η κόκκινη σημαία υψώνεται στη θέση της σημαίας του Ράιχ. Η συνέχεια δίνεται στο Βερολίνο.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ηγετικό στέλεχος των σπαρτακιστών, της επαναστατικής φράξιας εντός του κεντριστικού Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD), που έχει ήδη αποσπαστεί από το SPD κατά τη διάρκεια του πολέμου, εξαγγέλλει την έναρξη της προλεταριακής επανάστασης. Οι ηγέτες του SPD (Εμπερτ, Σάιντεμαν, Νόσκε) ραδιουργούν με την Ράιχσβερ (το γερμανικό στρατιωτικό επιτελείο) για την ανατροπή της επανάστασης. Σχηματίζονται τα Φράικορπς, εξοπλισμένα από παράγοντες της Ράιχσβερ, μονάδες λούμπεν προλετάριων και μικροαστών εθνικιστών, που σταδιακά προελαύνουν. Οι σπαρτακιστές εγκαταλείπουν το USPD και ιδρύουν το Kομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΚPD) τον Δεκέμβρη του 1918. Τα Φράικορπς απαγάγουν τους ηγέτες του KPD, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ, και τους δολοφονούν στις 15 Γενάρη του 1919. Οι σπαρτακιστές πολεμούν λυσσαλέα στα οδοφράγματα, απομονώνονται και ηττώνται.
Το πλάνο επιστρέφει στο Αμβούργο. Οι εργάτες στο λιμάνι του Αμβούργου σταματούν τις εργασίες τους. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο Τέλμαν που αναγγέλλει το γεγονός της δολοφονίας, δίνοντας όρκο για τη συνέχιση του αγώνα, θυμίζοντας τα λόγια του Λίμπκνεχτ: Trotz alledem. Παρ’ όλες τις δυσκολίες… Ο Τέλμαν είναι ακόμη ένας από τους γιούς της τάξης του.
Θα ακολουθήσει το πραξικόπημα του Καπ τον Μάρτη του 1920. Η κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία έχει κάνει όλες τις απαραίτητες βρωμοδουλειές, υπονομεύοντας την επανάσταση, ψηφίζοντας τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Η αστική τάξη δεν την χρειάζεται. Δεν χρειάζεται καν τη δημοκρατία. Τα Φράικορπς θα επιχειρήσουν να πάρουν την εξουσία ανατρέποντας την κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών και η Γερμανία θα παραλύσει από μια γενική απεργία που σάρωσε όλα τα βιομηχανικά κέντρα. Ο Τέλμαν είναι ακόμη στο USPD και πρωτοστατεί στο τσάκισμα των Φράικορπς στο Αμβούργο. Σε συνέδριο του USPD στο Αμβούργο, που θα ακολουθήσει μετά τα γεγονότα, το 98% του κόμματος τάσσεται με τον Τέλμαν που ζητά την ένταξη των μελών του USPD στο Kομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας.
Η ταινία τελειώνει με την εξέγερση του Αμβούργου το 1923. Την τελευταία μεγάλη ευκαιρία του γερμανικού προλεταριάτου να συντρίψει το ζυγό της αστικής τάξης. Σε κάθε μεγάλο σταθμό της γερμανικής επανάστασης, επανάσταση του Βερολίνου (1919), του Μονάχου (1919), της βιομηχανικής ζώνης του Ρουρ (1920), στη Σαξονία (1921), οι εξεγερμένοι εργάτες βρέθηκαν απομονωμένοι και ηττήθηκαν. Το 1923 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δυο ενιαιομετωπικές κυβερνήσεις κομμουνιστών με απογοητευμένους σοσιαλδημοκράτες είχαν ήδη σχηματιστεί σε Σαξονία και Θουριγγία. Οι απεργίες σάρωναν τη Γερμανία. Η οικονομική κρίση είχε μετατραπεί σε επαναστατική κατάσταση. Οι κυβερνώντες δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν και οι κυβερνώμενοι δεν ήθελαν να κυβερνηθούν.
Η οπορτουνιστική ηγεσία του KPD, όμως, υπό την καθοδήγηση των Μπράντλερ και Ταλχάιμερ, ταλαντευόταν. Οι τελευταίοι είχαν την αμέριστη στήριξη των Τρότσκι, Ράντεκ και τη συνενοχή του Ζηνόβιεφ, από την πλευρά της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Στάλιν μειοψήφισε στην προσπάθειά του να τεθεί επιτακτικά τον Οκτώβρη το σύνθημα του σχηματισμού των σοβιέτ, πράγμα που τόνιζε και ο Τέλμαν που σφυροκοπούσε ανελέητα την ηγεσία (για περισσότερες λεπτομέρειες διαβάστε την μπροσούρα της Κόντρας «Διδάγματα από τον Μεσοπόλεμο»). Ενώ η ημερομηνία της ένοπλης εξέγερσης είχε συμφωνηθεί, οι μόνοι που πήραν τα όπλα ξημερώματα της 23ης Οκτώβρη ήταν οι εργάτες του Αμβούργου, που με την καθοδήγηση του Τέλμαν εισέβαλαν στα αστυνομικά τμήματα, απαλλοτρίωσαν τα όπλα και έστησαν οδοφράγματα σε όλο το Αμβούργο, αντιμετωπίζοντας τον στρατό. Στη Σαξονία και τη Θουριγγία οι εργάτες πιάστηκαν στον ύπνο.
Η ταινία περιφρονεί απόλυτα τους Ναζί σε όλη αυτή την περίοδο, γιατί οι Ναζί άξιζαν απόλυτης περιφρόνησης. Τότε ήταν ακόμη μια δράκα ανυπόφορων πλιατσικολόγων, στρατολογημένοι από τα Φράικορπς, που τους υπολόγιζαν ελάχιστοι. Η άνοδος του ναζισμού είναι απόρροια της οικονομικής κρίσης και της επικαιροποίησης της συνθήκης των Βερσαλλιών από τους κυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες μετά το 1928. Οι αστοί ιστοριογράφοι σβήνουν τα γεγονότα και αφήνουν μεγάλα διάκενα στην εξιστόρηση, σκόπιμα.
Δεν πρόκειται να περιγράψουμε όλους τους σταθμούς της ταινίας. Σε ένα-δυο σημεία θα σταθούμε μόνο: στον έρωτα του Φίτε με την Αννε και σε μια φράση που για κάποιον που δεν έχει γνώση των γεγονότων είναι ακατανόητη.
Ο Φίτε λέει κάποια στιγμή πριν από την εξέγερση του Αμβούργου: «Εμείς οι κομμουνιστές είμαστε νεκροί με αναστολή Τέντι» (Τέντι ήταν το χαϊδευτικό του Τέλμαν), για να εισπράξει την κατηγορηματική άρνηση του Τέλμαν: «Λάθος, Φίτε. Εμείς είμαστε οι δημιουργοί του καινούργιου. Οι δημιουργοί μιας νέας ζωής». Τα λόγια του Φίτε ήταν η δήλωση του γερμανού κομμουνιστή Ευγένιου Λεβίν, ηγέτη της βραχύβιας σοβιετικής κυβέρνησης της Βαυαρίας, που τα είπε στον στρατοδίκη του, όταν άκουσε την ποινή του θανάτου το 1919. Ο Τέλμαν «διορθώνει» τη δήλωση στην πορεία που το κομμουνιστικό κόμμα γίνεται ένα πραγματικά μπολσεβίκικο κόμμα.
Ολες οι ταινίες εποχής έχουν ένα ρομάντσο. Ετσι κι εδώ, κυριαρχεί ο έρωτας που αναπτύσσεται βαθμιαία ανάμεσα σε δυο αγωνιστές, τον Φίτε και την Αννε. Η Αννε θέλει να συμμετέχει ενεργά σε όλα τα γεγονότα, αλλά ο Φίτε προσπαθεί να την απομακρύνει για να την προστατεύσει. Η Αννε, όμως, διεκδικεί επάξια τη συμμετοχή της στον αγώνα. Ο Τέλμαν της αναθέτει μια σημαντική αποστολή: να ενημερώσει την καθοδήγηση σε Σαξονία και Θουριγγία για την εξέγερση στο Αμβούργο.
Στο αισθητικό κομμάτι ο Μέτσιχ μαζί με την ομάδα του έφτιαξαν ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα. Ενα πράσινο (του στρατού) με συγκεκριμένη απόχρωση καφέ συνοδεύουν σχεδόν όλα τα πλάνα. Η παλέτα των χρωμάτων δεν είναι τυχαία. Είναι αντλημένη από την καλλιτεχνική παράδοση του Mεσοπολέμου, την παλέτα του καλλιτεχνικού ρεύματος της «Νέας Αντικειμενικότητας» του κομμουνιστή ζωγράφου George Grosz και των συνοδοιπόρων του, όπως o Οtto Dix και o Max Beckmann, που ξεπήδησαν μέσα από το ρεύμα του εξπρεσιονισμού, τονίζοντας την παραστατικότητα στη ζωγραφική. Τα χρώματα αυτά αναδεικνύουν το κόκκινο, που αν στα έργα της Νέας Αντικειμενικότητας υποδηλώνει κυρίως τη σήψη και την παρακμή, στην ταινία αναδεικνύει την κόκκινη σημαία, τον αγώνα, την επανάσταση.
Το μακιγιάζ και τα κοστούμια των ηθοποιών, εμπνευσμένα πάλι από τα έργα των ζωγράφων αυτών, μετατρέπουν τους ηθοποιούς σε καρικατουρίστικες φιγούρες. Ο θεατής συνδέεται συναισθηματικά με τη δραματική έξαρση των γεγονότων, την ίδια στιγμή, όμως, κρατάει αποστάσεις από τους ηθοποιούς, συνειδητοποιώντας ότι υποδύονται ένα ρόλο, περιγράφοντας μια ιστορία, ότι αυτό που βλέπει είναι όντως «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας».
Οι αστοί τεχνοκριτικοί αναρωτιούνται αφελώς, γιατί δεν εμφανίζονται τα προσωπικά στοιχεία του Τέλμαν (h ιδιωτική του ζωή) στηn ταινία. Η απλή απάντηση είναι: γιατί η ταινία είναι η επαναστατική ζωή του Τέλμαν (τελεία). Η ιδιωτική ζωή του Τέλμαν θα ήταν μια άλλη ταινία. Υπάρχει βέβαια κάτι πολύ βαθύτερο: Γιατί έτσι ήταν ο πραγματικός Τέλμαν. Δούλευε ακούραστα με τους συντρόφους του, πάντα διδακτικός, πάντα φιλικός και προσηνής, πάντα προσπαθώντας να τους παρακινήσει οργανωτικά και πολιτικά στη δύσκολη δουλειά. Ετσι ήταν οι εργάτες ηγέτες των κομμουνιστικών κομμάτων σε Δύση και Ανατολή. Είχαν καταφέρει να δαμάσουν το χρόνο για να φέρουν σε πέρας τα δύσκολα καθήκοντά τους, ξεχνώντας καλό ύπνο και «γλυκιά ζωή». Ολες οι σκηνές είναι αντλημένες από πραγματικά γεγονότα που έζησαν οι σύντροφοί του, πλέον ηγέτες της Λαοκρατικής Δημοκρατίας που ανέλαβαν βέβαια και την αυστηρή επίβλεψη στο σενάριο.
Ο αγαπημένος συγγραφέας των σύγχρονων γάλλων, Φλωμπέρ, αγανακτούσε με τη στράτευση στην τέχνη. Ο ίδιος, βέβαια, στο πασίγνωστο έργο του «Αισθηματική Αγωγή» παρουσιάζει τους επαναστάτες της εποχής του ως ελεεινές καρικατούρες, ως μέλη ενός κοντόθωρου κατηχητικού, ένα αντεστραμμένο είδωλο της Καθολικής Εκκλησίας, που αντί για παπάδες έχει λαϊκούς κήρυκες που κηρύττουν τη δική τους «ιεραποστολική» ηθική. Αυτή την οπτική παρουσιάζουν σήμερα και οι προπαγανδιστές της Δύσης για τη στρατευμένη τέχνη πέρα από το ανατολικό «παραπέτασμα».
Αλήθεια, γιατί δεν τολμούν ποτέ να δείξουν τις ταινίες αυτές, για να πειστούν και οι εργάτες για την κριτική τους; Τα δικαιώματα που θα πλήρωναν είναι της πλάκας. Τι άλλο μπορούν να φοβούνται εκτός από τη σύγκριση;
Γκουίντο ντι Πρόζα