Η πιο «ελαφριά» ταινία που γύρισε μέχρι τώρα ο γνωστός γερμανός, τουρκικής καταγωγής, σκηνοθέτης συμβαίνει να έχει πολλά στοιχεία ελληνικότητας. Και είναι ακριβώς αυτά μαζί με μια ατμόσφαιρα οικειότητας, ανθρωπιάς, αυθορμητισμού, καλής διάθεσης και χιούμορ (στοιχεία ομολογουμένως ξένα προς τη γερμανική νοοτροπία) που δίνουν ψυχή σ` αυτή την κατά τα άλλα μέτριων προσδοκιών ταινία.
Ο ελληνο-γερμανός Αδάμ Μπουσδούκος υποδύεται σχεδόν τον εαυτό του, δηλαδή τον ιδιοκτήτη μιας ταβέρνας στο Αμβούργο (ο ίδιος υπήρξε παλαιότερα ιδιοκτήτης ταβέρνας). Η επιχείρηση ακροβατεί ανάμεσα στη χρεοκοπία και την άνθιση, ωσότου ο ανεπρόκοπος αδελφός του της δώσει τη χαριστική βολή. Η ταινία είναι πλημμυρισμένη με ελληνικά ρεμπέτικα ακούσματα, έστω και διασκευασμένα, και παρά τις «ευκολίες» του σεναρίου, τις συμπτώσεις των καταστάσεων και την απλοϊκότητα των χαρακτήρων, όλα γίνονται κατά σύμβαση πιστευτά χάρις στο χιούμορ και την καλή πίστη, όπως συνέβαινε και στις παλιές ελληνικές ταινίες.
Ομως, ο Φατίχ Ακίν δεν είναι ούτε στενόμυαλος ούτε γραφικός. Μοιρασμένος στην ανατολή και τη δύση, έχει να επιδείξει ένα οικουμενικό, συμφιλιωτικό πνεύμα, πέρα από σύνορα, εθνικότητες και διαφορετικές κουλτούρες, που αναδεικνύει τις καλές πλευρές των ανθρώπων, όσα τους ενώνουν και όχι όσα τους χωρίζουν. Οσοι τους αρέσει αυτού του είδους ο κινηματογράφος, που παρά τα άτυχα συμβάντα που περιγράφει σε κάνει να χαμογελάς, θα βρουν αυτή την ταινία τουλάχιστον συμπαθητική.
Ελένη Σταματίου