Πρόκειται για ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα ευρωπαϊκά ντοκιμαντέρ της τελευταίας δεκαετίας, που προκάλεσε θόρυβο στους κύκλους της διεθνούς κοινότητας ντοκιμαντέρ, έχοντας ως πρωταγωνιστές πρώην εκτελεστές που έδρασαν στην Ινδονησία στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν η κυβέρνηση της χώρας ανατράπηκε με πραξικόπημα και ξεκίνησε μια ναζιστικού τύπου σφαγή ενός εκατομμυρίου κομμουνιστών. Στο ντοκιμαντέρ, οι εκτελεστές αναπαριστούν με τη μορφή ταινίας και θεατρικού έργου τους φόνους που διέπραξαν.
Το 1965, ο στρατός ανατρέπει την κυβέρνηση της Ινδονησίας και παίρνει την εξουσία. Επειτα σκοτώνει πάνω από ένα εκατομμύριο κομμουνιστές. Στα τάγματα θανάτου, διάφοροι μικροπαραβάτες (όπως ένας από τους πρωταγωνιστές, που προηγουμένως πουλούσε εισιτήρια κινηματογράφου στη μαύρη αγορά) βρίσκουν πεδίο να ανελιχτούν πολιτικά και κοινωνικά, να εξασφαλίσουν κάποια προνόμια.
Ο σκηνοθέτης ζητά από τους θύτες να περιγράψουν τις δολοφονίες τους μπροστά στην κάμερα, σα να γυρίζουν μία ταινία. Οπότε αναπαριστούν τη σκηνή της δολοφονίας και τη σκηνοθετούν, με βάση τις επιρροές τους από τον κινηματογράφο. Αυτό που δεν μπορεί να χωρέσει ανθρώπινος νους είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι, παρά τα τερατώδη εγκλήματα που έκαναν, στέκονται μπροστά στην κάμερα και μιλούν για αυτά με απόλυτη φυσικότητα. Φυσικά, είναι ακόμα στην εξουσία.
Ο σκηνοθέτης δήλωσε στο σημείωμά του: «Οταν άρχισα να αναπτύσσω το σενάριο για την “Πράξη του φόνου” το 2005, είχα ήδη ξεκινήσει να κινηματογραφώ τους επιζώντες της σφαγής 1965-66 επί τρία χρόνια. (…) Οι προσπάθειές μας να καταγράψουμε τις εμπειρίες των επιζώντων –που ποτέ πριν δεν είχαν εκφραστεί δημόσια– έγιναν κρυφά από τους βασανιστές τους, την ίδια στιγμή που οι δολοφόνοι των συγγενών τους –άντρες, όπως ο Ανουάρ Κόνγκο- περηφανεύονταν για τις πράξεις τους. Κατά μεγάλη ειρωνεία της τύχης, αντιμετωπίσαμε μεγαλύτερο κίνδυνο κινηματογραφώντας τους επιζώντες παρά τους θύτες (…) Οι δολοφόνοι ήταν περισσότερο από πρόθυμοι να απαντήσουν στο ερώτημά μας και όταν τους κινηματογραφήσαμε να περιγράφουν με κομπασμό τα εγκλήματα που διέπραξαν, δεν συναντήσαμε καμία απολύτως αντίσταση. Ολες οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Η τοπική αστυνομία προθυμοποιούνταν να μας συνοδεύσει στους τόπους της γενοκτονίας, χαιρετώντας ή κάνοντας αστεία πειράγματα με τους δολοφόνους, ανάλογα με τη σχέση που είχαν αναπτύξει ή τη θέση τους στην ιεραρχία. Αξιωματούχοι του στρατού ανέθεταν σε στρατιώτες να κρατούν σε απόσταση τους περαστικούς, για να μην ενοχλούν την ηχογράφηση.
Η κινηματογραφική μέθοδος που χρησιμοποιήσαμε στην «Πράξη του φόνου» αναπτύχθηκε για να δώσει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Μοιάζει περισσότερο με ερευνητική τεχνική, εξευγενισμένη, για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε όχι μόνο αυτό που βλέπουμε, αλλά επίσης, τον τρόπο που βλέπουμε και τον τρόπο που φανταζόμαστε. Η ταινία που προέκυψε μπορεί να περιγραφεί ως ένα ντοκιμαντέρ για τη φαντασία. Είναι κριτικής σημασίας να κατανοήσουμε τις ευφάνταστες τεχνικές, με τις οποίες τα ανθρώπινα όντα βασανίζουν το ένα το άλλο και το πώς προχωράμε να χτίσουμε (και να ζήσουμε μέσα σε) κοινωνίες που θεμελιώνονται πάνω στη συστημική και μακροχρόνια βία».
Ελένη Π.








