Μια φιλόδοξη προσπάθεια του γνωστού χιλιανού σκηνοθέτη να δώσει μια εικόνα του κόσμου στη μετα-ελληνιστική περίοδο, με αφορμή την ιστορία της αλεξανδρινής φιλοσόφου Υπατίας, που γεννήθηκε το 370 και βρήκε ως γνωστόν τραγικό θάνατο το 418 από όχλο φανατικών χριστιανών. Ηταν η μεταβατική εκείνη εποχή που ο παρακμασμένος ειδωλολατρικός κόσμος παραχωρούσε τη θέση του στα θέλγητρα του χριστιανισμού, μιας θρησκείας των κατώτερων στρωμάτων που υποσχόταν ελευθερία στους δούλους και μια ανώτερη ηθική που δεν άφηνε ασυγκίνητες τις επαναστατημένες αριστοκρατικές ψυχές της εποχής. Φυσικά, η είσοδος των πλουσίων αλλά και πολλών άλλων στη χριστιανική εκκλησία δεν άργησε ν` αλλάξει την υπόστασή της, έτσι που το κέντρο βαρύτητας μετατοπίστηκε από την αλληλεγγύη και την ηθική στο δογματισμό και την πνευματική ένδεια.
Την περίοδο εκείνη άνθισε στην Αλεξάνδρεια και η νεοπλατωνική φιλοσοφία που απετέλεσε τη γέφυρα μεταξύ της αρχαίας ελληνικής παιδείας και των τότε επιστημονικών και φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η Υπατία, κόρη του μαθηματικού Θέωνος, γυναίκα εξαιρετικής μόρφωσης και σπάνιων διανοητικών χαρισμάτων, υπήρξε εκπρόσωπος του νεοπλατωνικού ρεύματος και από τα ελάχιστα στοιχεία που διασώζονται για την προσωπικότητα και το έργο της είναι γνωστό ότι ασχολήθηκε με την αστρονομία, τις μαθηματικές εξισώσεις, τις κωνικές τομές, τις πλανητικές τροχιές, τη μηχανολογία κ.λπ. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, είχε τη δυνατότητα να διδάσκει και να παρεμβαίνει σε δημόσιες συζητήσεις, πράγμα σπάνιο για γυναίκες εκείνης της περιόδου. Αρνήθηκε τις χαρές της προσωπικής ζωής και αφιερώθηκε μέχρι το τέλος της στις επιστήμες. Παρότι η ίδια χαρακτηριζόταν από τη νηφαλιότητα και την αποστασιοποίηση που της προσέδιδε η εξαιρετική της μόρφωση και η συνολική, ευρεία αντίληψη του κόσμου που την περιέβαλε, έπεσε θύμα του επισκόπου Κύριλλου που ως ηθικός αυτουργός κινητοποίησε τον αμόρφωτο, φανατισμένο χριστιανικό όχλο εναντίον της, προκειμένου να εκδικηθεί τον τότε έπαρχο της Αλεξάνδρειας Ορέστη, στενό φίλο και οπαδό της Υπατίας.
Η ταινία του Αμενάμπαρ, αν και εντελώς χολιγουντιανής αισθητικής, προσεγγίζει, παρά την εμβόλιμη μυθοπλασία, με σεβασμό τα ιστορικά στοιχεία και αναδεικνύει δύο παραμέτρους: από τη μια τη συμπεριφορά του όχλου ως εκτελεστικού οργάνου για την επιβολή ενός σκοταδιστικού μεσαίωνα και από την άλλη την ανωτερότητα και τη στωικότητα της επιστημονικής σκέψης και της φιλοσοφημένης αθεΐας. Από την άποψη αυτή είναι χρήσιμη και ενδιαφέρουσα.
Ελένη Σταματίου