«Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Ετσι τιτλοφορούνταν το πρώτο μανιφέστο των ρώσων φουτουριστών το 1913. Ηταν μια από τις πολλές αβάν γκαρντ επικλήσεις, που ζητούσε να καταστρέψει την αστική αισθητική και τις συμβάσεις σ’ όλους τους τομείς της τέχνης. Στην κινηματογραφική τέχνη, αναγγελόταν το σχέδιο για μια επίθεση στο παλιωμένο ήδη εμπορικό θέαμα, στα προβλέψιμα, χιλιοειπωμένα δακρύβρεχτα σενάρια.
Γνήσιος επίγονος εκείνης της πρωτοπόρας ανατρεπτικής κατεύθυνσης, ο Λαρς Φον Τρίερ είναι το κινηματογραφικό πρόσωπο του καιρού μας: καινοτόμος, τολμηρός, προκλητικός και ταυτόχρονα «στρατευμένος». Οπως ακριβώς ο Ρόμπερτ Μούζιλ έφερε στη θέση του παραδοσιακού μυθιστορήματος τη φιλοσοφική σκέψη, έτσι και ο Τρίερ μετατρέπει το κυρίαρχο στον κινηματογράφο αφηγηματικό μοντέλο σε φιλοσοφικό δοκίμιο. Χρησιμοποιώντας μια εξαιρετικά αφαιρετική φόρμα, ώστε να τονιστούν μόνο τα ουσιώδη, ο θεατής προσκαλείται σε μια δαιμονική ενεργοποίηση της σκέψης του προκειμένου να υπερβεί καθιερωμένες ιδέες και μύθους. Σ’ ένα σκηνικό που όπως ακριβώς και στο Dogville (το πρώτο μέρος της τριερικής τριλογίας για την Αμερική) θυμίζει ένα τεράστιο επιτραπέζιο παιχνίδι, ο θεατής καλείται μέσα από μια δύσκολη παρτίδα να κατανοήσει τη διαλεκτική αντιφατικότητα των τεκταινομένων.
Αν προεκτείναμε τη ρήση του Μαρξ ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι υπόθεση της ίδιας της εργατικής τάξης» και λέγαμε ότι κανέναν δε μπορείς να ελευθερώσεις αν ο ίδιος δε θέλει να ελευθερωθεί ή ότι δε μπορείς να υπερβείς τους όρους της υλικής ζωής μιας κοινωνίας αν η συνείδησή της δεν το επιτρέπει, θα φτάναμε στην καρδιά του ζητήματος που ο Τρίερ πραγματεύεται στο Manderlay.
Εξοργισμένος με τα όσα οι ΗΠΑ επιβάλλουν σήμερα στον πλανήτη και με το πώς η Δύση προσπαθεί να εκδημοκρατίσει (!!!) τις ισλαμικές χώρες, ο Τρίερ χρησιμοποιεί αλληγορικά την «επανάσταση» των μαύρων που δεν έγινε ποτέ για να αναδείξει τα παραπάνω και επιπλέον για να αποδομήσει την περιβόητη ελευθερία της βούλησης, μια ελευθερία που δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η συνείδηση της αναγκαιότητας. Ετσι, όσο κι αν η «ιδεαλίστρια» λευκή ηρωίδα του προσπαθεί να ελευθερώσει τους μαύρους και να δημιουργήσει μέσω αυτών μια δίκαιη αυτοδιαχειριζόμενη κομμούνα -πάντα με την αμέριστη υποστήριξη των γκάνγκστερ που την προστατεύουν!-, εκείνοι θα λειτουργήσουν ως εκεί που η ωριμότητα της συνείδησής τους τη δεδομένη στιγμή θα τους επιτρέψει. Ο βολονταρισμός, όταν μιλάμε με κοινωνικούς όρους και για κοινωνικούς νόμους, είναι σίγουρα ο χειρότερος σύμβουλος της Γκρέις (και της «αριστεράς»).
Ομως πόσο ελεύθερος είναι ο ίδιος ο «ελευθερωτής»; Ποιος είναι ο ρόλος των «υπερήφανων ηγετών» των καταπιεσμένων; Είναι η ηθική ένα σύνολο διαρκώς μεταβαλλόμενων κανόνων; Στο τελευταίο μέρος της τριλογίας (Washington), η Γκρέις θα μεταφερθεί στη μεγαλούπολη για να γίνει φωτογράφος, εγκαταλείποντας τα πειράματα διόρθωσης του κόσμου και αποφασίζοντας απλώς να τον παρατηρεί.
Φαίνεται πως τις απαντήσεις θα πρέπει να τις ψάξουμε μόνοι μας.
Ελένη Σταματίου